της Κατίνας Τέντα-Λατίφη*
«Σου δίνω δύο φωτογραφίες πού ‘βγαλα προχτές για να με θυμάσαι. Και στις δύο είμαι καλή, αλλά να, σ’ αυτή εδώ που χαμογελώ δεν σου φαίνεται πως είμαι καλύτερη;» Την ξεχωρίζει και μου γράφει την αφιέρωση. Και μετά: «ξέρεις, χτες πήγαμε στο θέατρο. Ήμασταν τυχεροί γιατί βρήκαμε εισιτήρια για τις πρώτες θέσεις και έτσι βλέπαμε καλά».
Την ακούω. Απλά λόγια, συνηθισμένες εκφράσεις όλων των ανθρώπων πού ‘χουν μάτια και βλέπουν. Μα αυτή εδώ που τα λέει αυτά, αυτή είναι από χρόνια ΤΥΦΛΗ! Είναι παντάτυφλη! Στη θέση των ματιών της δεν έχει τίποτε. Μια άδεια κόγχη γεμάτη βαμβάκι, ένα βλέφαρο κλειστό, ακίνητο κι από πάνω δυο κατάμαυρα γυαλιά που κρύβουν τα πάντα. Καλά, και τα μάτια; Τι έγιναν τα μάτια; Κείνα τα όμορφα παραδαλοκάστανα μάτια; Αυτά μείναν στο Βίτσι! Ναι, στο Βίτσι! Εκεί, σε μια απ’ τις πλαγιές του μια νύχτα του 1949!
Φανταστείτε μια κοπέλα είκοσι χρονών, λεπτή, σβέλτη, με μακριά ημίσγουρα καστανόξανθα μαλλιά, μ’ ένα δέρμα μεταξωτό, ελαφρώς μελαμψό, το λεγόμενο «σταράτο», με κατακόκκινα λεπτά χείλη, να σου μιλάει και να σε κοιτάζει με κάτι μάτια! Μα τι μάτια!! Όλα τα χρώματα παιχνιδίζουν σ’ αυτά. Στο θάμπωμα σου φαίνονται σκούρα καστανά, στον ήλιο αλλάζουν χρώμα, γίνονται κιτρινωπά, σπιθοβολούν, χαμογελούν, α!, τι στολίδια, τι υπέροχα μάτια!
Σαν να τη βλέπω: Πρώτα στον Άη-Λια Φούρκας του Γράμμου, το 1948. Έχει τελειώσει τη Σχολή Αξιωματικών του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας και έχει το βαθμό του ανθυπολοχαγού. Την έχουν κατατάξει στην 105 Ταξιαρχία. Είναι η εποχή που ο Γράμμος σηκώνει τη μεγάλη μάχη, τότε που γίνεται σύμβολο. Είναι μια κοπέλα αεικίνητη. Τρέχει από δω, από κει, μ’ ένα αυτόματο στάγιερ κρεμασμένο απ’ το λαιμό∙ δεν θέλει να ‘χει πιστόλι σαν αξιωματικός. Με χακί γκολφ παντελόνι, χακί πουκάμισο και τα μανίκια γυρισμένα ως τον αγκώνα.
Μετά στα πατώματα. Τυχαίνει να ‘μαστε για λίγο μαζί. Είναι μια αξέχαστη βραδιά. Ο Σαραντάπορος, πολύ κάτω, στα πόδια του βουνού, γλιστράει σαν ασημένιο φίδι. Εμείς είμαστε ψηλότερα, λίγο πιο κάτω από την κορυφή… Φεγγάρι! Ησυχία! Ούτε κούνημα ελατιού, ούτε θρόισμα οξιάς. Μόνον ένας ο κρότος: το πεδινό πυροβολικό από την Κόνιτσα. Το «βαρύ»! Για λίγο η λάμψη, ο κρότος, το σφύριγμα, ύστερα εκείνο το φρ… φρ… φρ… φρ… πάνω από τα κεφάλια μας και… μπαμ το σκάσιμο της οβίδας επάνω στην κορυφή, εκεί που βρίσκεται το παρατηρητήριο. Αντιβουίζουν αμέσως οι γύρω πλαγιές, οι λόγγοι, η ρεματιά, όλη η φύση βουίζει, θαρρείς πάει να σπάσει. Ύστερα ησυχία. Και πάλι η λάμψη, ο κρότος, το σφύριγμα, το φτερούγισμα, το σκάσιμο και το βούισμα. Είναι η ώρα που «βάζουν».
Εμείς οι δυο ξαπλωμένες δίπλα-δίπλα πάνω στο χορτάρι, τα λέμε. Είμαστε κουρασμένες, μα ύπνο δεν έχουμε∙ είναι ο κρότος, η ζέστη, το… φεγγάρι. Το κοιτάμε κι αυτό μας παίρνει και μας γυρίζει στα σπίτια μας. Την ακούω που μου μιλάει: Ξέρεις, είμαι Πόντια στην καταγωγή∙ γεννήθηκα και μεγάλωσα στους πρόποδες του Καϊμακτσαλάν, στη Μακεδονία. Από πολύ μικρή είχα επίδοση στα γράμματα. Τέλειωσα το Δημοτικό και πέρασα στο Γυμνάσιο. Ήθελα να σπουδάσω, να συνεχίσω πιο πέρα. Δεν ξέρω ακριβώς τι θα γινόμουν, ξέρω, όμως, πως θα σπούδαζα. Αλλά βλέπεις η κατάσταση… Ξεσηκώσου απ’ την «κούνια σου», που λένε, ενάντια στους Γερμανούς, πάλεψε από παιδάκι για να λευτερωθεί ο τόπος σου, για να βρεθείς μετά κυνηγημένη, να κρύβεσαι μια δω, μια κει, να σκοτώνουν τον έναν, να σκοτώνουν τον άλλον, σκέφτεσαι πως και σένα θα σε πιάσουν, και τότε θα κρύβεσαι σε μια χούφτα κωμόπολη, μπορεί να σε σφάξουν, να σε παιδέψουν, ποιος ξέρει τι να σε κάνουν κι έτσι φεύγεις να σωθείς και βρίσκεσαι στο βουνό. Αλλά τι σου τα λέω αυτά, τα ξέρεις και συ, τα ξέρουμε όλοι μας…
Άσε να πούμε καλύτερα κάτι άλλο… Για δες το φεγγάρι! Αν ήμουν τώρα στο σπίτι μου, τι θα ‘κανα απόψε; Στάσου να δω τι ώρα είναι. Κοιτάζει το ρολόι της. Αν βλέπω καλά είναι 9.30΄. Ε, εγώ θα γύριζα από τη βόλτα με τα κορίτσια. Κατεβαίνουμε στο κέντρο για βολτάρισμα. Να, η γωνιά που χωρίζω με τις άλλες, το σπίτι μας είναι λίγο πιο πάνω, να, ανοίγω την πόρτα και μπαίνω στην αυλή. Μπορεί, όμως, και να ήμουν στο σπίτι και να πότιζα τα λουλούδια, τις κολοκυθιές. Δεν ξέρεις πόσο μου αρέσει να τα ποτίζω τη νύχτα με τη δροσιά. Ή, μπορεί, μα… για στάσου! Αυτή η οβίδα σαν να ‘ρχεται πάνω μας… Α, όχι, όχι, πάει κι αυτή για πάνω.
Τα μάτια μας βλέπουν τον ουρανό, τ’ αυτιά μας πιάνουν το σφύριγμα της οβίδας απ’ το ξεκίνημά της ακόμη και σαν να προδιαγράφουμε τον στόχο.
Είπαμε-είπαμε πολλά κείνη τη βραδιά ώσπου το πυροβολικό σώπασε και μας μάς πήρε ο ύπνος. Το πρωί μετακινηθήκαμε, χωρίσαμε. Όταν ξανανταμώσαμε ήταν πια τυφλή. Είχαν περάσει χρόνια… Με γνώρισε αμέσως απ’ τη φωνή.
«Θυμάσαι, θυμάσαι εκεί στο Γράμμο; Θυμάσαι τη βραδιά που τα λέγαμε ενώ το πυροβολικό έβαζε; Και μετά χωρίσαμε, το θυμάσαι;»
Ούτε νύξη για τον τραυματισμό της, ούτε στεναγμό. Δεν ήξερα πώς ν’ αρχίσω, πώς να τη ρωτήσω. Έπιασε, όμως, την ατμόσφαιρα.
«Ξέρω, θέλεις να μάθεις. Τι να σου πω; Ούτε κατάλαβα πώς πέρασα απ’ το φως στο σκοτάδι. Ήμασταν στο Βίτσι, το 1949. Ήμουν Πολιτικός Επίτροπος στη διμοιρία. Μια βραδιά, με δυο παιδιά της διμοιρίας μας πήγαμε για αναγνώριση. Περάσαμε τη γραμμή του μετώπου και σιγά-σιγά προχωρήσαμε ως τις θέσεις τους. Ήταν συννεφιά και το σκοτάδι γινόταν ακόμη πιο πυκνό. Δεν έβλεπες τίποτε. Φαίνεται πως είχαμε πλησιάσει πολύ κοντά τους, γιατί μας αντιλήφθηκαν και άρχισαν να μας βάζουν με τους όλμους. Κολλήσαμε στη γη και σκεφτόμασταν με μικρά πηδήματα να συρθούμε προς τα πίσω. Ξαφνικά, τραυματίζεται ο ένας μας –ευτυχώς όχι βαριά- και του λέω να συμπτυχθεί. Αυτοί συνεχίζουν να βάζουν δραστικότατα. Κάνω κι εγώ να μετακινηθώ και απότομα μια φλόγα με θάμπωσε, μια φωτιά, και ένιωσα ένα δυνατό χτύπημα στο κεφάλι. Νόμισα πως μου σχίστηκε στα δύο. Σκέψου πως φοβόμουν να σηκώσω το χέρι μου να δω τι μου συνέβη, νόμιζα πως θα χωθεί μεσ’ το κεφάλι και δεν το ‘κανα για να μην χάσω το ηθικό μου. Ήμουν πολύ ζαλισμένη και θαμπωμένη. Εκεί πάνω ακούω τον άλλο να φωνάζει, είχε τραυματιστεί. Κάνω μια προσπάθεια να σβαρνιστώ προς τα κει που έρχεται η φωνή. Δεν ήταν μακριά μου. Είχε, λέει, τραυματιστεί στο πόδι και δεν μπορούσε να μετακινηθεί. Προσπαθώ να τον πείσω να κάνει προσπάθεια, αλλά τίποτε, δεν μπορούσε. Του ‘λεγα πως κι εγώ είμαι τραυματισμένη στο κεφάλι και δεν μπορώ να τον βοηθήσω. Τίποτε, δεν μπορούσε, δεν μπορούσε! Κάνω μια υπερπροσπάθεια και τον παίρνω στον ώμο μου. Μια δρασκελιά και στάση. Μια δρασκελιά και στάση. Σιγά-σιγά ξεφύγαμε απ’ το πεδίο βολής τους. Σου είπα πως το σκοτάδι ήταν πολύ πυκνό, έτσι εγώ δεν είδα διαφορά, νόμιζα δε πως από τη λάμψη θαμπώθηκα εντελώς.
Θα ‘χε πια ξημερώσει όταν μας βρήκε η δική μας η περίπολος και μας πήρε. Εγώ τίποτε, ούτε καν σκεφτόμουν για τα μάτια. Μας πήγαν στο σταθμό επιδέσεων κι από κει στο χειρουργείο όπου με νάρκωσαν και με εγχείρησαν. Όταν ξύπνησα είχα τυλιγμένο όλο το κεφάλι μου με επίδεσμο. Μου λέγαν πως είχα εγκεφαλικό τραύμα. Πέρασε καιρός για να μου πουν την αλήθεια. Αργότερα έμαθα πως το ένα μου μάτι είχε χυθεί και είχε κολλήσει στο μάγουλο. Αν είχα το κουράγιο να σηκώσω το χέρι, σκέψου, θα το ‘πιανα!.. Το άλλο μου έχει εντελώς αχρηστευθεί, εντελώς, κλεισμένο βλέφαρο, κομμένα δίπλα του τα νεύρα απ’ τα βλήματα, τόσα πολλά που τώρα ακόμη πάω κάθε τόσο και μου τα βγάζουν με μαγνήτη. Ε…, ναι…, αυτό είναι όλο…! Τι να κάνουμε; Αγώνας!»
Αγώνας! Ακούς τη λέξη να βγαίνει απ’ το στόμα της και καταπίνεις τα παρηγορητικά σου λόγια. Στον τόνο της φωνής της καμιά απόχρωση μοιρολατρίας. Νιώθεις εκείνη τη συνειδητή απόφαση πως στον αγώνα για την πιο ωραία υπόθεση, της προκοπής της πατρίδας, όλες οι θυσίες μπορεί να απαιτηθούν: χέρια, πόδια, μάτια, η ζωή όλη. Γ’ αυτήν ο αγώνας είναι το ύψιστο, το διαρκές. Δεν μπορεί να επιτρέψει στον εαυτό της να σταματήσει. Χτες αγώνας στο χαράκωμα, σήμερα αγώνας ενάντια στο σκοτάδι.
«Σκοτάδι ήταν, βλέπεις, όταν τραυματίστηκα, λέει χαμογελώντας, και το πήρα μαζί μου. Πρέπει, όμως, να τα βγάλουμε πέρα.»
Το κάθε βήμα στη ζωή της και μια μάχη. Να μάθει, τυφλή τώρα, να μπαλώνει, να σιδερώνει, να μαγειρεύει, να τα κάνει όλα. Και να τα κάνει καλά. Τη βλέπουν όσοι τη γνωρίζουν και θαυμάζουν «λάμπει το σπίτι της, όλα στην τάξη τα έχει».
Άλλη μάχη. Δίνει εισαγωγικές εξετάσεις στο Ινστιτούτο της Ιστορίας. Δύσκολα, πολύ δύσκολα. Μαθαίνει την ύλη ακούγοντας μια φίλη της να τη διαβάζει. Πολλοί αποτυχαίνουν κι έχουν μάτια, αυτή αριστεύει. Τώρα έχει την καθημερινή φοίτηση για να πάρει το δίπλωμα.
«Να προχωράμε, Κατίνα, κατάλαβες; Να προχωράμε.»
Και προχώρησε. Πήρε το δίπλωμα, άρχισε να εργάζεται, μετέφρασε ποιήματα του Πούσκιν και τα εξέδωσε, παντρεύτηκε έναν αντάρτη γιατρό συντοπίτη της, φρόντισε την πεθερά της όσο έζησε, φρόντισε την κουνιάδα της στα γεράματά της, μετά τον άντρα της, επαναπατρίστηκε στην Ελλάδα και πέθανε στην Αθήνα.
«Ξέρεις, αγόρασα ένα χαλί, έλα να το δεις, έχει πολύ ωραία χρώματα, αλλά εκείνο το πράσινο που έχει, δεν νομίζεις ότι είναι το ωραιότερο;»
…………………………
*Ανέκδοτο αφήγημα της Κατίνας Τέντα-Λατίφη το οποίο παραχώρησε για πρώτη δημοσίευση στο «Περίπτερο Ιδεών». Η συγγραφέας συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση καθ’ όλη τη δεκαετία του 1940. Γύρισε παράνομα στην Ελλάδα για δύο χρόνια με την ομάδα Μπελογιάννη και μετά την επιστροφή της από την πολιτική προσφυγιά, έγραψε τρία σχετικά βιβλία: «Πέτρος Κόκκαλης» (εκδ. Εστία), «Τα απόπαιδα» (α΄ εκδ. Εξάντας, β΄ έκδ. Αλεξάνδρεια) και «Είναι μακρύς ο δρόμος για την Ιθάκη» (εκδ. Αλεξάνδρεια).