Διαβάστε τα προηγούμενα Μέρος Α’, Μέρος Β’

του Δημήτρη Α. Τραυλού-Τζανετάτου

 «Ρεαλιστική ουτοπία» ή «μετακαπιταλιστικός αντικατοπτρισμός»;

«Η αντίληψη μιας μετακαπιταλιστικής σφαίρας εντός του καπιταλισμού στηρίζεται σε μια αφαίρεση, η οποία απωθεί τους συγκεκριμένους καταναγκασμούς της κοινωνικής αναπαραγωγής των ατόμων»
Butollo / Y. Kalff, Entsteht der Postkapitalismus im Kapitalismus, σε PROKLA, Nr. 187, [2017], σ. 303

1. Ανεξαρτήτως της προαναφερθείσας διχογνωμίας και των σχετικών συνοδευτικών επιχειρημάτων, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι ο σχετικός, ενδιαφέρων και επίκαιρος, διάλογος, αποφεύγοντας την παγίδα μιας είτε συναισθηματικά φορτισμένης είτε δογματικά περιχαρακωμένης, αξιωματικής, άκριτης και αβασάνιστης απόρριψης ή υιοθέτησης του μοντέλου αυτού, πρέπει να είναι νηφάλιος. Η ανάγνωση και η ανάλυση της κρατούσας οικονομικοπολιτικής, γεωπολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας, που βρίσκεται στη δίνη μιας πολυδιάστατης κρίσης και ενός αδυσώπητου γεωπολιτικού ανταγωνισμού, πρέπει να γίνεται, κατά το δυνατόν, με όρους ρεαλισμού και αντικειμενικότητας. Εκκινώντας από τη θέση ότι κρίσιμο ζητούμενο στη σχετική συζήτηση είναι το αν και κατά πόσον το βασικό εισόδημα, όχι τόσο ως θεωρητικο-φιλοσοφικό αφήγημα όσο και κυρίως ως κοινωνικοπολιτικό εγχείρημα, κινείται προς μια ενδοκαπιταλιστική ή μετακαπιταλιστική κατεύθυνση.

Καταρχάς μιας ιδιαιτέρως επισταμένης και εμπεριστατωμένης μελέτης χρήζει το βασικό ζήτημα της χρηματοδότησης ενός από τη φύση του ιδιαιτέρως κοστοβόρου εγχειρήματος. Πολλώ μάλλον όταν, σύμφωνα με το υποστηριζόμενο από την αριστερά μοντέλο, το σχετικό κόστος θα είναι κατά πολύ υψηλότερο, αφού το κοινωνικό κράτος, όχι απλώς διατηρείται, αλλά συμπληρώνεται και ενισχύεται. Εφόσον ένα τέτοιο εγχείρημα θεωρηθεί από χρηματοδοτική πλευρά πραγματοποιήσιμο, η περαιτέρω έρευνα θα πρέπει να αφιερωθεί στο προαναφερθέν κομβικό, δυσχερές και πολύπλοκο ζήτημα της κοινωνικοπολιτικής κατεύθυνσης του επίμαχου μοντέλου. Βεβαίως, όπως προαναφέρθηκε, η διαμορφωθείσα, λόγω της πανδημίας και σε συνέχεια της ενεργειακής κρίσης, επιδείνωση της γενικότερης κοινωνικοοικονομικής κατάστασης, ο φόβος για επερχόμενη παγκόσμια ύφεση και η συνακόλουθη αποσταθεροποίηση των εθνικών προϋπολογισμών και σχεδιασμών δεν θα καθιστούσαν μόνο, ήδη πριν από την έκρηξη του ουκρανικού μετώπου, προβληματική την αντιμετώπιση ενός δυσχερέστατου από τη φύση του ζητήματος της χρηματοδότησης. Πολύ περισσότερο θα οδηγούσαν στην εξασθένιση της δυναμικής του βασικού εισοδήματος ως ενός επικαίρου κοινωνικοπολιτικού αιτήματος. Οι δραματικές εξελίξεις στην Ουκρανία είναι ευνόητο ότι, πέραν του επερχόμενου οικονομικοκοινωνικού αρμαγεδδώνα και του κινδύνου περαιτέρω ανάφλεξης, που οδηγούν σε ευρύτερες γεωπολιτικές και γεωγραφικές ανακατατάξεις, «παγώνουν» πια τη διεκδικητική δικαιοπολιτική δυναμική του. Οι δραματικές αυτές, αρνητικές έως απαγορευτικές για τα όποια, μεγαλύτερης ή μικρότερης διάρκειας και τοπικής έκτασης, εγχειρήματα υλοποίησης του βασικού εισοδήματος συνθήκες δεν σημαίνουν όμως από την άλλη πλευρά υποβάθμιση της σημασίας του σχετικού διαλόγου, ιδίως στους κόλπους της αριστεράς, όπου η προβληματική της υπέρβασης του καπιταλιστικού συστήματος δεν παύει να ανήκει στον σκληρό, φιλοσοφικό, ιδεολογικό και αξιακό της πυρήνα.

2. Οι σκέψεις που ακολουθούν αφορούν ζητήματα και πτυχές μιας αριστερής προσέγγισης του βασικού εισοδήματος που, κατά τη γνώμη του γράφοντος, αποτελούν κρίσιμα αντικείμενα μελέτης και επεξεργασίας στο πλαίσιο του διεξαγόμενου διαλόγου.

α) Ο σχεδιασμός και η διεκδίκηση από την αριστερά του βασικού εισοδήματος δεν πρέπει να αντιπαρατίθεται στο, δήθεν επισφαλές και ανήμπορο να αντιμετωπίσει την παρατεταμένη κρίση απασχόλησης, δικαίωμα εργασίας. Αντιθέτως οφείλουν να αναγνωρίσουν ότι το θεμελιακό αυτό κοινωνικό δικαίωμα εξακολουθεί να συγκροτεί τον κεντρικό αξιολογικό άξονα ενός, σε πολλές εθνικές έννομες τάξεις συνταγματικά προστατευόμενου, συστήματος εργατοδιαιϊκής, ατομικής και συλλογικής, και κοινωνικοασφαλιστικής προστασίας: ακρογωνιαίου λίθου και κεντρικού σημείου αναφοράς των όποιων εναλλακτικών, κοινωνικοπολιτικών και δικαιοπολιτικών, σχεδιασμών. Υπό την οπτική αυτή γωνία το βασικό εισόδημα δεν αντιμάχεται, αλλά συνεπικουρεί, συμπληρώνει και ενισχύει το δικαίωμα εργασίας (για το τεχνητό δίλημμα «βασικό εισόδημα ή δικαίωμα εργασίας», βλ. μεταξύ άλλων Μ. Kronauer, Konzepte der Teilhabe: Bedingungsloses Grundeinkommen oder Recht auf Arbeit?, σε: Krisen der Reproduktion, PROKLA Nr. 197 [2019], σ. 618 επ.)

β) Η σχεδόν ανέφικτη με όρους διασφάλισης μιας, έστω στοιχειωδώς, αξιοπρεπούς διαβίωσης, πολιτικής πλήρους απασχόλησης στο σύγχρονο, ψηφιοποιημένο και, ευρισκόμενο σε πολύπλευρη κρίση, καπιταλισμό δεν σημαίνει απαξίωση, υποβάθμιση ή πολλώ μάλλον, παροπλισμό των κατακτηθέντων με αιματηρούς αγώνες θεσμών και μηχανισμών εργατικοδικαϊικής και κοινωνικής προστασίας. Αντιθέτως, καθώς οι θεωρίες για το προδιαγραφόμενο «τέλος της εργασίας ή (και) του καπιταλισμού», δεν φαίνεται προς το παρόν, αλλά ούτε και στο ορατό μέλλον, να δικαιώνονται, αποτελώντας έτσι απλές, αφηρημένες, μετακαπιταλιστικές τεχνοουτοπίες (βλ. Τραυλού-Τζανετάτου, Το εργατικό δίκαιο στη τέταρτη βιομηχανική επανάσταση, σ. 217-252), οι υπάρχοντες θεσμοί και μηχανισμοί ενεργοποίησής του διατηρούν αμείωτη την ανάγκη διασφάλισης και αξιοποίησής τους για την προστασία των κοινωνικών και εργασιακών κεκτημένων, την απόκρουση της επερχόμενης οικονομικής και κοινωνικής λαίλαπας και του κινδύνου διολίσθησης προς ολοκληρωτική κατεύθυνση. Έτσι τυχόν αποδοχή του βασικού εισοδήματος δεν πρέπει να λειτουργεί υπονομευτικά έναντι του ισχύοντος συστήματος κοινωνικής προστασίας, αντίθετα οφείλει να το συμπληρώσει και να το ενισχύσει. Εξάλλου η καταδειχθείσα, ιδίως λόγω της πανδημικής κρίσης, ανεπάρκεια και αδυναμία του κοινωνικού κράτους να εκπληρώσει την αποστολή του, δεν οφείλεται σε κάποια υφιστάμενη, εγγενή παθογένειά του ως μοντέλου κοινωνικής προστασίας, αλλά στη διάβρωση και υπονόμευσή του από τις εφαρμοζόμενες νεοφιλελεύθερες πολιτικές εσωτερικής υποτίμησης και «απελευθέρωσης» της αγοράς εργασίας από τις προστατευτικές της «αγκυλώσεις». Συνεπώς η όποια τάση απομείωσης ή υπόσκαψης της σημασίας του ισχύοντος θεσμικού instrumentarium δεν έχει θέση σ’ ένα ριζοσπαστικό αριστερό, κοινωνικοπολιτικό και δικαιοπολιτικό, προγραμματισμό.

Η γέννηση και προώθηση μιας μετακαπιταλιστικής δυναμικής εντός του, συνεργούντος μάλιστα, καπιταλισμού, αποτελεί μια contradictio in terminis. Εκτός εάν θα αποδεχόταν κανείς, ότι το σύστημα απεφάσισε είτε λόγω «ενοχικού συνδρόμου και κριτικού αυτοαναλογισμού» είτε λόγω κατάληψής του από «αυτοκτονικό ιδεασμό» να παραδώσει αμαχητί μετά από μια μακραίωνη και περιπετειώδη διαδρομή τη σκυτάλη της εξουσίας

γ) Η όποια, βεβαίως ευπρόσδεκτη, πραγματοποιούμενη μέσω του βασικού εισοδήματος, αποσύνδεση του βιοπορισμού από τον εργασιακό ετεροπροσδιορισμό, της κοινωνικής προστασίας από την αγορά εργασίας (Dekommodifizierung) δεν αναιρεί το γεγονός ότι η μισθωτή εργασία, παρά τις όποιες μεταλλάξεις, ψιμυθιώσεις, αποκρύψεις ή μυστικοποιήσεις της, εξακολουθεί να αναπτύσσει τη θεμελιακή και αναπαραγωγική του καπιταλιστικού συστήματος λειτουργία της. Άλλωστε, δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής, ότι το όποιο σύστημα χρηματοδότησης του βασικού εισοδήματος και συνακόλουθα οι προβλεπόμενες αποσυνδέσεις από τον εργασιακό καταναγκασμό στηρίζονται σε πόρους προερχόμενους από την αξιοποίηση (εκμετάλλευση) της παρεχόμενης, αναγκαίας για τη λειτουργία και την αναπαραγωγή του κοινωνικοοικονομικού συστήματος, εργασίας (βλ. σχετικά, Μ. Kronauer, ο.π., σ. 620-621).

δ) Το βασικό εισόδημα, παρά την, όχι αμελητέα, συμμετοχική και, μέχρις ένα, πάντως όχι κρίσιμο για το σύστημα βαθμό, απελευθερωτική από την υποχρέωση παροχής ή αναζήτησης εργασίας, λειτουργία του, δεν παύει να αποτελεί βασικά έναν μηχανισμό στοιχειώδους αναδιανομής πλούτου εκ των άνω προς τα κάτω. Μια αναδιανομή που, όμως, όχι μόνο δεν συνάδει προς την αρχή της διανεμητικής ισότητας και την κοινωνική δικαιοσύνη, εξισώνοντας πλούσιους και πτωχούς, εισοδηματίες και ανέργους, έχοντες και μη έχοντες, μπορεί να επιτυγχάνει μια βελτίωση σε μια κατηγορία περιπτώσεων. Ωστόσο, οριοθετεί τελικά και εδραιώνει, αν δεν ενισχύει, την υφιστάμενη κραυγαλέα ανισότητα εισοδημάτων και πλούτου. Έτσι, η προβλεπόμενη από το βασικό εισόδημα απαλλαγή του δικαιούχου από τον καταναγκασμό της εργασίας και συνεκδοχικά η ελευθερία επιλογής του τρόπου διαμόρφωσης του βίου του, όσο σημαντική και αν θεωρηθεί, δεν παύει να κινείται σ’ ένα συγκεκριμένο και περιορισμένο ατομικό επίπεδο. Εφόσον δε το βασικό εισόδημα δεν επαρκεί να καλύψει τις υπάρχουσες, συγκεκριμένες και πιθανότατα αυξημένες ανάγκες τους, η προσφυγή στον εργασιακό καταναγκασμό καθίσταται μονόδρομος. Αυτό δεν συμβαίνει στην περίπτωση του διαθέτοντος, πέραν του βασικού εισοδήματος, και άλλους πόρους. Γιατί η απόφασή του να εργαστεί ή να μην εργαστεί δεν αποτελεί προϊόν ανάγκης αλλά εκδήλωση της ελεύθερης επιλογής του.

Η σχετικοποίηση αυτή της σημασίας και εμβέλειας του στοιχείου της απεξάρτησης από τον εργασιακό καταναγκασμό αποκαλύπτει τον φορμαλιστικό χαρακτήρα της διάπλασης του βασικού εισοδήματος ως «θεμελιακού» ατομικού δικαιώματος όλων των πολιτών, ή και όλων των διαμενόντων σε μια χώρα, με την οποία επιχειρείται η νομική-δογματική δικαιολόγηση της κραυγαλέας απόκλισής του από τη βασική αρχή της διανεμητικής ισότητας. Φαίνεται ότι μετά από 100 χρόνια, κατά τραγική ειρωνεία, ο περίφημος, αποκαλυπτικός της προσχηματικότητας της τυπικής ισότητας, στίχος του νομπελίστα Γάλλου ποιητή Anatole France, «lys rouge» (κόκκινος κρίνος) για την «απαγόρευση πλούσιων και φτωχών να κοιμούνται κάτω από τα γεφύρια, να ζητιανεύουν και να κλέβουν ψωμί», αποκτά μια διαχρονική επικαιρότητα.

ε) Δεν πρέπει, εξάλλου, να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι και η πιο προωθημένη-εναλλακτική εκδοχή του βασικού εισοδήματος καλείται να λάβει χώρα εντός του καπιταλιστικού συστήματος. Αυτό σημαίνει ότι η όποια χειραφεσιακή δυναμική της δεν είναι αντικειμενικά σε θέση να αμφισβητήσει σοβαρά, πολλώ δε μάλλον να υπερβεί, τα προσδιοριζόμενα από τη λογική της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης και κοινωνικής αναπαραγωγής όρια. Το κράτος, άλλωστε, παρά την όποια σχετική αυτονομία και δυνατότητα ανάπτυξης, στο πλαίσιο λειτουργίας του ως πεδίου κοινωνικής διαπάλης, μιας εναλλακτικής δυναμικής, δεν παύει, ιδίως σε περιόδους κρίσεων, και μάλιστα παρατεταμένων και πολυοργανικών, να υπηρετεί τα προτάγματα και τις ανάγκες του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (βλ. F. Butollo / Y. Kalff, Entsteht der Postkapitalismus im Kapitalismus? Eine Kritik an Masons Transformationsstrategie, σε PROKLA, Nr. 187. [2017], σ. 291 επ.). Η κρίσιμη αυτή παράμετρος παραγνωρίζεται ή και απωθείται από τους θιασώτες των μετακαπιταλιστικών τεχνοουτοπιών, στο πλαίσιο των οποίων και εντάσσεται η συζήτηση για τη μετακαπιταλιστική δυναμική του βασικού εισοδήματος (βλ. σχετικά Τραυλού-Τζανετάτου, ο.π., σ. 250 επ. και τις εκεί παραπομπές). Έτσι καλλιεργείται η αυταπάτη ότι το κράτος, ως εγγυητής του βασικού εισοδήματος, μπορεί ή και σκοπεύει, σε πείσμα του αναπαραγωγικού, συστημικού του ρόλου, να λειτουργήσει ως φορέας ενός ριζοσπαστικού κοινωνικού μετασχηματισμού. Χωρίς μάλιστα να λαμβάνεται υπόψη ή, έστω, να αναλύεται σοβαρά ο υφιστάμενος συσχετισμός των κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων.

στ) Η προαναφερθείσα αποδέσμευση από τον εργασιακό καταναγκασμό, στο βαθμό που υπονομεύει τη σημασία της, νομικά – τυπικά ή εν τοις πράγμασι, μισθωτής εργασίας ως νομοτελειακά επιβεβλημένης πηγής βιοπορισμού και κοινωνικού πλούτου, θα μπορούσε, να θεωρηθεί σε συμβολικό-παιδαγωγικό επίπεδο ότι αναδεικνύει τη δυνατότητα μιας μετακαπιταλιστικής μετάβασης. Ωστόσο, δεν πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός ότι το επίμαχο αφήγημα, σε περίπτωση υλοποίησης ακόμη και της βέλτιστης εναλλακτικής εκδοχής του, θα εντασσόταν στη λογική και τις νομοτέλειες του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, τη διασφάλιση και αναπαραγωγή του οποίου και θα υπηρετούσε. Δεν πρέπει όμως να υποτιμάται ο κίνδυνος, δεδομένων ιδίως των κρατουσών παγκοσμίως κοινωνικοπολιτικών και γενικότερων συνθηκών, η τυχόν υλοποίηση του βασικού εισοδήματος να αφορά τελικά τη νεοφιλελεύθερη εκδοχή του, μάλιστα με ενισχυμένες δόσεις ολοκληρωτισμού. Η γέννηση και προώθηση μιας μετακαπιταλιστικής δυναμικής εντός του, συνεργούντος μάλιστα, καπιταλισμού, αποτελεί μια contradictio in terminis. Εκτός εάν θα αποδεχόταν κανείς ότι το σύστημα απεφάσισε είτε λόγω «ενοχικού συνδρόμου» και «κριτικού αυτοαναλογισμού» είτε λόγω κατάληψής του από «αυτοκτονικό ιδεασμό» να παραδώσει αμαχητί μετά από μια μακραίωνη και περιπετειώδη διαδρομή τη σκυτάλη της εξουσίας (βλ. F. Butollo / Y. Kalff, ο.π., σ. 291 επ.\. Πρβλ. Τραυλού-Τζανετάτου, ο.π., σ. 250 επ.)

ζ) Η παρά την όποια, πραγματική ή προσχηματική, απελευθέρωση από ακραία νεοφιλελεύθερα στοιχεία οικονομική παγκοσμιοποίηση, η διαπλοκή και η αλληλεξάρτηση των αγορών και ο ανταγωνισμός, ως συστατικά στοιχεία και βασικές προϋποθέσεις λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού ψηφιακού καπιταλισμού, δεν φαίνεται να ευνοούν, αν δεν αποκλείουν εντελώς, την υλοποίηση ενός μοντέλου βασικού εισοδήματος κοινωνικού και δη εναλλακτικού – χειραφεσιακού προσανατολισμού σε εθνικό-κρατικό επίπεδο, μάλιστα με σχετικά μακροπρόθεσμο ορίζοντα εφαρμογής.

η) Μπορεί η προβλεπόμενη από το βασικό εισόδημα απελευθέρωση από τον εργασιακό καταναγκασμό να βελτιώνει τους όρους αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης ή, στην καλλίτερη περίπτωση, να αποτελεί έναυσμα για την αμφισβήτηση της αλλοτριωμένης εργασίας. Ωστόσο, δεν είναι αντικειμενικά σε θέση να αμφισβητήσει το σύστημα εκείνο που, άλλωστε, αποτελεί τη γενεσιουργό αιτία του εργασιακού καταναγκασμού, της κοινωνικής εξαθλίωσης, της οικολογικής καταστροφής και του βιοπολιτικού ολοκληρωτισμού. Υπό την έννοια αυτή, το βασικό εισόδημα θα εντασσόταν στην καλλίτερη περίπτωση σε ένα κοινωνικό-δημοκρατικό καπιταλιστικό μοντέλο. Δεν πρέπει δε να παροράται ο κίνδυνος εξασθένησης του στοιχείου αλληλεγγύης και διολίσθησης στον ατομικισμό και την ιδιώτευση.

Κρίσιμες προτεραιότητες της αριστεράς εξακολουθούν να είναι η προστασία της εργασίας, η διαφύλαξη και ενίσχυση της ενότητας, της συσπείρωσης και της αλληλεγγύης των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που, χωρίς να παύουν να οραματίζονται τη μετάβαση σ’ έναν μετακαπιταλιστικό κόσμο, αντιτάσσονται στην «οικονομική βία», στην περαιτέρω αποδιάρθρωση των σχέσεων εργασίας, στον κοινωνικό αποκλεισμό και στην επιβολή ενός γενικευμένου βιοπολιτικού ελέγχου

3. Λαμβανομένων υπόψη των παραπάνω σκέψεων και επισημάνσεων, αλλά και των επικρατουσών αντικειμενικών και υποκειμενικών, σε εθνικό, περιφερειακό και πλανητικό επίπεδο, συνθηκών, γίνεται ευκόλως αντιληπτό ότι το βασικό εισόδημα, παρά τη γοητεία που ασκεί και τα όποια θετικά του στοιχεία, δεν μπορεί να τεθεί επικεφαλής των συμπεριλαμβανόμενων στο πρόγραμμα της αριστεράς αιτημάτων και διεκδικήσεων. Δεδομένου δε, όπως ήδη επισημάνθηκε, ότι ούτε η «κατάρρευση του καπιταλισμού» ούτε το «τέλος της εργασίας» επίκεινται, κρίσιμες προτεραιότητες της αριστεράς εξακολουθούν να είναι η προστασία της εργασίας, η διαφύλαξη και ενίσχυση της ενότητας, της συσπείρωσης και της αλληλεγγύης των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που, χωρίς να παύουν να οραματίζονται τη μετάβαση σ’ έναν μετακαπιταλιστικό κόσμο, αντιτάσσονται στην «οικονομική βία», στην περαιτέρω αποδιάρθρωση των σχέσεων εργασίας, στον κοινωνικό αποκλεισμό και στην επιβολή ενός γενικευμένου βιοπολιτικού ελέγχου. Οι αλλεπάλληλες κρίσεις του καπιταλιστικού συστήματος, πλήττοντας και αποσταθεροποιώντας τόσο την οικονομική βάση όσο και το πολιτικό-θεσμικό εποικοδόμημα του καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού, στο βαθμό που αναδεικνύουν τα αδύνατα εγγενή του σημεία και εμφανίζουν ρωγμές, θα μπορούσαν, πάντοτε στο πλαίσιο ενός ευνοϊκού συσχετισμού δυνάμεων, να αξιοποιηθούν προς εναλλακτική κατεύθυνση. Ωστόσο, με δεδομένη την πολύπλευρη κρίση της δημοκρατίας και των, κοινοβουλευτικών και εξωκοινοβουλευτικών, θεσμών της και παρά τις όποιες εξαγγελίες ή προσδοκίες για βελτίωση της «τεταμένης σχέσης» καπιταλισμού και δημοκρατίας, πιθανότερη φαντάζει η εκδοχή μιας εκτροπής προς ένα ακόμη σκληρότερο νεοφιλελεύθερο και μάλιστα αυταρχικότερο καπιταλιστικό μοντέλο.

Οι θέσεις «εδώ και τώρα βασικό εισόδημα», «ωρίμασε επιτέλους ο καιρός για μια μετακαπιταλιστική υπέρβαση», όχι μόνο αντιτίθενται στην κρατούσα αμείλικτη πραγματικότητα. Πολύ περισσότερο, αντί να ενισχύουν τα όποια εναλλακτικά-χειραφεσιακά στοιχεία του επίμαχου αφηγήματος, εντείνουν τις όποιες αντιρρήσεις ή επιφυλάξεις. Εξασθενίζοντας δε, διασπώντας ή αποπροσανατολίζοντας το κοινωνικό μέτωπο, απονομιμοποιούν και απαξιώνουν τελικά, τη σημαντική για τη διαφύλαξη του μετακαπιταλιστικού ορμάτος ηθικοφιλοσοφική βάση του όλου εγχειρήματος, καθιστώντας το ευάλωτο στη συστημική οικειοποίησή του: τον εγκλωβισμό του σε μια «ριζοσπαστική», πλην όμως «ρεαλιστική» κοινωνικοπολιτική στρατηγική σ’ έναν (καπιταλιστικό) κόσμο, όπου κυριαρχεί «η κατακερματισμένη και αφυδατωμένη από ουτοπίες πραγματικότητα» (Ο. Negt, σε: Δημοκρατία ή καπιταλισμός, τομ. Α΄, σ. 195).

4. Πέραν από τις αδυναμίες και τους κινδύνους που συνδέονται με το επίμαχο αφήγημα, στο βαθμό που ως αντικείμενο συζήτησης και επεξεργασίας συμβάλλει στη διατήρηση άσβεστης της ελπίδας για ένα δικαιότερο και ανθρωπινότερο μετακαπιταλιστικό κόσμο, που καλλιεργεί την προσδοκία ότι αυτό που σήμερα φαντάζει ως αφηρημένη ουτοπία εμπεριέχει το σπέρμα της συγκεκριμενοποίησης, είναι ιδιαίτερα χρήσιμο. Γιατί δεν πρέπει να υποτιμάται το γεγονός ότι «στον ορίζοντα κάθε πραγματικότητας υπάρχει συγκεκριμένη ουτοπία» (E. Bloch, Das Prinzip Hoffnung, 1973, Bd I, σ. 258). Παρά δε την όποια ιδιορρυθμία και πολυπλοκότητα της διανυόμενης πολυοργανικής κρίσης του ψηφιακού καπιταλισμού και τις όποιες ωδίνες και επιπλοκές εμφανίζει ο τοκετός του ιστορικού novum, «η μετάβαση του ανθρώπου από την προϊστορία στην πραγματική του ιστορία» (E. Bloch, Das Prinzip Hoffnung, Bd III, σ. 1. 628) είναι αναπότρεπτη. Μόνο δε τότε, όταν θα έχει πραγματοποιηθεί το «άλμα από το βασίλειο της αναγκαιότητας στο βασίλειο της ελευθερίας», θα μπορέσει να γραφτεί στη σημαία της κοινωνίας «καθένας σύμφωνα με τις ικανότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του» (Marx, MEW Bd 25, σ. 828 και MEW Bd 19, σ. 21).

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!