Δήλωση Μίκη Θεοδωράκη

02.09.2016

Όλα δείχνουν ότι με το φάσμα του Τσαουσέσκου να υπερίπταται της χώρας μας και τα φαντάσματα των «επιφανών» μνηστήρων της ηγεμονίας της Ευρώπης (δηλ. Ναπολέων, Μέτερνιχ, Χίτλερ) μπαίνουμε σε μια νέα αποφασιστική φάση τόσο της ελληνικής όσο και της ευρωπαϊκής ιστορίας που έχει τη μορφή φαρσοκωμωδίας.

Για τον λόγο αυτόν, θέλοντας να προσφέρω στους συμπατριώτες μου μια νότα αισιοδοξίας που παράλληλα να περιέχει και τη διάσταση της αυτογνωσίας και αυτοκριτικής που οφείλουμε να έχουμε πάντα ως λαός, θα ήθελα να θυμίσω τα παρακάτω δύο ποιήματα – τραγούδια μου που μου ενέπνευσε η νύχτα της δικτατορίας του 1967 και που δυστυχώς από εντελώς άλλη σκοπιά παραμένουν σήμερα επίκαιρα:

 

Καιρός να δεις

Σου είπαν ψέματα πολλά
ψέματα σήμερα σου λένε ξανά
κι αύριο ψέματα ξανά θα σου πουν.
Ψέματα σου λένε οι εχθροί σου
μα κι οι φίλοι σου με ψεύτικες αλήθειες σε κοιμίζουν.
Ψεύτικη δόξα σου τάζουν οι ψεύτες
μα κι οι φίλοι σου σού κρύβουν την αλήθεια.
Πού πας με ψεύτικα όνειρα;
Πού πας με ψεύτικα όνειρα;
Καιρός να σταματήσεις
καιρός να τραγουδήσεις
καιρός να κλάψεις και να πονέσεις
καιρός να δεις.

 

Είσαι Έλληνας

Αυτό που ήσουν κάποτε, θα γίνεις ξανά.
Πρέπει να γίνεις, πρέπει να κλάψεις.
Ο εξευτελισμός σου να γίνει τέλειος.
Η εκπόρθηση να φτάσει ως τις ρίζες των βουνών.
Είσαι Έλληνας. Είσαι Έλληνας.
Πίνεις την προδοσία με το γάλα.
Πίνεις την προδοσία με το κρασί.
Ο εξευτελισμός σου να γίνει τέλειος.
Πρέπει να δεις, πρέπει να γίνεις.
Αυτό που ήσουν κάποτε, θα γίνεις ξανά.

 

 

 του Τάσου Βαρούνη

 

 Ο κορυφαίος μουσικοσυνθέτης μας εκφράζει τον παλμό της κοινωνίας και της χώρας μας, πάντα, χωρίς να μασά τα λόγια του, τα οποία συνυπογράφουμε νοερά εκατομμύρια Έλληνες

 

Πόσοι και ποιοί από τα «δημόσια πρόσωπα» αυτής της χώρας θα μπορούσαν να προσυπογράψουν τη δήλωση του Μίκη Θεοδωράκη; Απ’ αυτούς που κυβερνούν και απ’ αυτούς που αντιπολιτεύονται; Από τους ανθρώπους της Τέχνης και του Πολιτισμού; Από τη διανόηση που ανάθεμα τι διανοείται στην Ελλάδα του 2016; Άκου «Τσαουσέσκου». Βαριές κουβέντες. Προσβλητικές για μια δημοκρατία που έχει εκλογές, κόμματα, κοινοβούλιο. Και συχνότητες.

Γιατί έχει κόστος να μιλάς έτσι. Απλά και ξάστερα. Πρέπει πρώτα να έχεις αποφασίσει. Να έχεις διαλέξει. Αυτό είναι το ζήτημα. Καμιά σχέση με ευστροφία σε αναλύσεις και εκτιμήσεις. Μα τι κόστος έχει ο Μίκης; Λίγα χρόνια θα ζήσει ακόμα. Σε πλήρη αντίθεση με τους υπόλοιπους, το τελευταίο που τον ενδιαφέρει είναι η εύνοια του οποιουδήποτε «καθεστώτος». Πόσο μάλλον αυτού που σήμερα συνομιλεί σε φιλικό κλίμα με τα φαντάσματα του Ναπολέοντα, του Μέτερνιχ και του Χίτλερ. Μιας «παρέας» που έσπευσε γρήγορα να αναλάβει θέση. Όχι μόνο δίπλα σε όλον αυτόν τον υποτακτικό συρφετό της ελληνικής ιστορίας. Αλλά και αξιοποιώντας τις καλύτερες των παραδόσεων σε διγλωσσία, χειρισμό και απάτη.

Είναι μεγάλο χωνευτήρι το πολιτικό σύστημα στη χώρα μας. Έχει θέσεις για όλους. Ακόμα και για τους εχθρούς του. Φτάνει παντού. Έχει «φραγκάτους», δικαστές και παιδονόμους όλων των ειδών. Βουλώνει στόματα, στήνει γέφυρες, επιβάλλει ήθη και έθιμα, αναπαράγεται. Όλα εντός του μοιάζουν ναρκοθετημένα και δεν αρκούν οι καλές προθέσεις. Το μόνο που δεν έχει πια είναι μια προοπτική για τους πολλούς που ζουν στη χώρα. Ούτε οι πολλοί όσο ευελπιστούν στις «παρυφές» του. Δεν υπάρχει το παραμικρό σενάριο κάτι να σωθεί -κάτι να αλλάξει- μέσα σε αυτό το παιχνίδι. Δεν είναι πια εκτίμηση, είναι μαζί και πείρα, πρόσφατη και ζουμερή.

Κι αν ρωτούσαμε μερικούς σίγουρα θα μας έλεγαν: «Πάντα σεβαστή η γνώμη του μεγάλου Μίκη Θεοδωράκη». Ή άλλοι: «Είναι βέβαια μια άποψη, αλλά εδώ πρέπει να κυβερνηθεί μια χώρα». Και τέλος πολλοί θα συμφωνούσαν γιατί δίνει κύρος το «να συμφωνείς με τον Μίκη». Κοροϊδία και κυνισμός. Και αν δεν υπήρχε και η δειλία, θα κατέτασσαν τον Μίκη Θεοδωράκη στους «λαϊκιστές» που χτυπούν πια αλύπητα και από κοινού, αριστεροί και δεξιοί. Την ώρα που τόσοι και τόσοι έβγαζαν μαζί του φωτογραφίες για το βιογραφικό και τις κορνίζες τους.

Είναι δύσκολο πράγμα να πιάσεις τον παλμό μιας κοινωνίας και μιας χώρας. Πρέπει να είσαι κομμάτι της. Κομμάτι των σπουδαίων της στιγμών. Των αφυπνίσεων, των πόνων και των καημών της. Γιατί άλλα τα αισθητήρια των δημοσκόπων και άλλα των ποιητών. Κανείς δεν ξέρει που θα οδηγήσει η πνιχτή οργή των ανθρώπων. Μπορούμε όμως να ελπίζουμε. Γιατί τη δήλωση αυτή τη συνυπογράφουν νοερά εκατομμύρια Έλληνες. Που είμαστε βέβαια «ό,τι δηλώσουμε» αλλά δεν είμαστε και εντελώς μαλάκες

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!