Στις «καταλήψεις της τυρόπιτας», διαβλέπαμε εύκολα και το παιγνιώδες και το υπόστρωμα του. Το πρώτο συχνά δικαιολογούνταν άκοπα και χωρίς δια ταύτα πιο απαιτητικά για κάποιον που διδάσκει. «Λογικό τα παιδιά να θέλουν να χάσουν μάθημα» και πάμε παρακάτω. Στο δεύτερο νομίζαμε ότι «δίναμε γραμμή». Καθιστούσαμε αυτόματα τους μαθητές «μαθητικό κίνημα» για να δοθούν οι κατάλληλες προδιαγραφές και να κουμπώσουν έπειτα τα σωστά αιτήματα. Οι νέοι είτε παρατημένοι στην ηλικία και την εποχή τους, είτε φορείς ενός λόγου ελάχιστα δικού τους.
Έπειτα οι από δω κι οι από κει. Τα «φασιστάκια» και «ο ανθός της ελληνικής νεολαίας». Επειδή οι πρώτοι τραγουδούν το «Μακεδονία ξακουστή» και οι δεύτεροι με τα ωραία μαύρα τους τα ρούχα σηκώνουν αντιφασιστικά πανό. Χωρίς καμιά σκέψη για το εάν αυτή η διπολική καταγραφή, ενόσω δεν στέκει, ταυτόχρονα παράγει πραγματικό και αχρείαστο διχασμό. Τα βαφτίσια πρέπει να γίνουν οπωσδήποτε. Και μάλιστα με τα «τσακίστε» να εκτοξεύονται με μια βλακώδη αφέλεια, χωρίς συναίσθηση ότι ζούμε ακριβώς στην εποχή του «τσακίστε».
«Θα σου πω εγώ πώς να αγαπάς την πατρίδα σου καλέ μου μαθητή». Έτσι κι έτσι κι έτσι. «Αν και καλύτερα να παλεύεις για πιο συγκεκριμένα πράγματα». Τουλάχιστον όταν οι μαθητές αντιδρούν για το χαλασμένο καζανάκι, όλοι γνωρίζουμε, «κι εμείς κι αυτοί», ότι πρόκειται περί αμοιβαίου παραμυθιάσματος. Να είσαι όμως ενήλικος, αριστερός, σε εποχές όπου οι πιο συλλογικές ταυτότητες και τα οράματα χλευάζονται και να θεωρείς σπουδαίο τον αγώνα μόνο για το «συγκεκριμένο» είναι κάπως πρόβλημα. Όχι, οι μαθητές δεν έχουν διαβάσει τη συμφωνία των Πρεσπών. Ούτε γενικώς οι καθηγητές. Όμως συναισθάνονται ότι κάτι κακό συμβαίνει και έχουν δίκιο. Αλλά ως προς αυτό, την ευαισθησία για τα εθνικά θέματα, η συζήτηση τείνει να ποινικοποιηθεί. Ας αφήσουμε τα φασιστοσάιτ να αποτελούν τη μοναδική πηγή πληροφόρησης.
Να είσαι ενήλικος, αριστερός, σε εποχές όπου οι πιο συλλογικές ταυτότητες και τα οράματα χλευάζονται και να θεωρείς σπουδαίο τον αγώνα μόνο για το «συγκεκριμένο» είναι κάπως πρόβλημα…
Έπειτα, άλλοι φαντασιώνονται ότι ο φασισμός δυναμώνει εξ’ αιτίας των όσων διδάσκονται τα παιδιά και όχι λόγω της γενικής άγνοιας της ιστορίας και της στοχευμένης αμορφωσιάς. Άλλοι πάλι δεν κατανοούν ότι το παιδικό κριτήριο με τρόπο αντιφατικό και περίεργο έχει μια καθαρότητα και κάτι που δεν έχει ακόμα χαλάσει: «Κύριε εσείς που μιλάτε τι είστε, ΣΥΡΙΖΑ;». Το κλίμα έχει αλλάξει. Το αεράκι που εύκολα θα έσπρωχνε την όποια Αριστερά δεν υπάρχει πια, διότι μια κάποια Αριστερά κυβερνά όπως κυβερνά. Το «ενάντια στο σύστημα» και το «για την πατρίδα» εκφράζονται πια προνομιακά από την ακροδεξιά. Μην μιλήσουμε εδώ για το πόσο πιο εύκολα κάνει παιχνίδι ο φασισμός, γνωστά πράγματα. Ας δούμε όμως πώς και γιατί και το ένα και το άλλο έχουν σβηστεί από την προοδευτική ατζέντα. Και τέλος πάντων, ας δοθούν κάποιοι αγνοί αγώνες από τον κλάδο κι ας αποκτήσει έτσι το κύρος που θα του αρμόζει. Θα ήταν καλύτερο από τις νουθεσίες.
Δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί μια στάση. Δεν ζούμε την εποχή που «σηκώνουν κεφάλι οι Χρυσαυγίτες», αλλά την εποχή που πρέπει να αναρωτηθούμε το γιατί και πώς τα καταφέρνουν. Η περίοδος δεν περιλαμβάνει σκέτα Ακροδεξιά, αλλά αποαριστεροποίηση, κυνισμό, μεταμοντέρνο, παλιούς και νέους εκφασισμούς. Πριν λοιπόν γκρινιάξουμε για το πόσο στεγνά διδάσκεται στο σχολείο το ένα και το άλλο, πόσο αποκομμένα παρουσιάζονται τα ζητήματα, πόσο λείπουν οι ερμηνείες για τα κάθε λογής ιστορικά φαινόμενα, ας είμαστε εμείς οι ίδιοι πιο διαλεκτικοί.
Ένας αριστερός καθηγητής