Τι αποκαλύπτει το ΔΝΤ και τα οικονομικά στοιχεία των συστημικών τραπεζών
Ερανιστής: Γιώργος Τοζίδης
Η δημοσιοποίηση της έκθεσης του ΔΝΤ επανέφερε και το ζήτημα της φερεγγυότητας του τραπεζικού συστήματος της χώρας μας. Όπως αναφέρεται στην έκθεση, τα οικονομικά στοιχεία των τραπεζών παραμένουν εύθραυστα λόγω του υψηλού ποσοστού μη εξυπηρετούμενων δανείων (μ.ε.δ. – δηλαδή αυτά που βρίσκονται σε καθυστέρηση μεγαλύτερη των 90 ημερών) και της χαμηλής ποιότητας των ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών.
Τα μη εξυπηρετούμενα και τα ρυθμισμένα δάνεια (τα οποία, σύμφωνα με την αξιολόγηση της BlackRock ενέχουν υψηλό κίνδυνο να μετατραπούν και πάλι σε μη εξυπηρετούμενα) ανήλθαν σε 40% του συνόλου στα τέλη του 2013, το ποσοστό κάλυψης (προβλέψεις επί των μ.ε.δ.) σε 49% ενώ το καθαρό υπόλοιπο (μ.ε.δ. μείον προβλέψεις) υπερέβαινε τα ίδια κεφάλαια των τραπεζών κατά 138%. Ακόμη, συνεχίζεται η μείωση της αξίας των εμπράγματων εξασφαλίσεων (κυρίως λόγω της συνεχιζόμενης πτώσης των τιμών στην αγορά ακινήτων) που δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο τη θέση των τραπεζών καθώς είναι υποχρεωμένες να προβαίνουν σε επιπλέον προβλέψεις.
Το ΔΝΤ. εκτιμά ότι θα απαιτηθούν επιπλέον κεφάλαια συνολικού ύψους 6 δισ. ευρώ για την κάλυψη των ζημιών των τραπεζών αμφισβητώντας ευθέως τα αποτελέσματα των ελέγχων αντοχής που πραγματοποίησε η Τράπεζα της Ελλάδος. Είναι χαρακτηριστική η δήλωση Τόμσεν ότι πριν από τη γνωστοποίηση των αποτελεσμάτων από τους ελέγχους αντοχής των ευρωπαϊκών τραπεζών που διενεργεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) δεν μπορεί να γίνει καμιά διαπραγμάτευση για το ελληνικό δημόσιο χρέος.
Οι παραπάνω διαπιστώσεις του ΔΝΤ επιβεβαιώνονται και από τα αποτελέσματα του α’ τριμήνου 2014 που δημοσίευσαν οι τέσσερις συστημικές τράπεζες, από όπου προκύπτουν τα ακόλουθα:
1. Τα μ.ε.δ. ανήλθαν σε 81 δισ. ευρώ και προβλέπεται να ανέλθουν σε 85 δισ. ευρώ μέχρι τα τέλη του 2014.
2. Παρά την αύξηση του καθαρού επιτοκιακού περιθωρίου λόγω, αφενός της μείωσης του επιτοκίου καταθέσεων και του επιτοκίου με το οποίο δανείζονται από την ΕΚΤ και, αφετέρου, λόγω της αύξησης ή της μη μείωσης του επιτοκίου παροχής δανείων, οι τρεις συστημικές τράπεζες κατέγραψαν ζημιές που τις έφεραν στις τρεις πρώτες θέσεις των πιο ζημιογόνων εταιριών στο χρηματιστήριο. Αναλυτικά η Πειραιώς κατέγραψε ζημίες 247 εκατ., η Eurobank ζημίες 207 εκατ. και η Alpha ζημίες 94 εκατ. ευρώ. Μόνο η Εθνική κατέγραψε κέρδη (181 εκατ. ευρώ) λόγω κυρίως των κερδών της θυγατρικής της στην Τουρκία (Finansbank).
3. Συνεχίστηκε η μείωση του αριθμού των εργαζομένων και το κλείσιμο καταστημάτων και στις τέσσερις συστημικές τράπεζες η οποία συνοδεύτηκε και από σημαντική μείωση των αποδοχών των εργαζομένων. Εκτιμάται ότι εάν υιοθετηθούν οι πιέσεις για την απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων ο αριθμός των εργαζομένων στις τράπεζες θα μειωθεί δραματικά.
4. Η ρευστότητα που απέκτησαν οι τράπεζες μέσω της ανακεφαλαιοποίησης και των αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου δεν ενίσχυσαν τη ρευστότητα της αγοράς (ο δανεισμός των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών μειώνεται συνεχώς) αλλά διατέθηκαν είτε για την κάλυψη των ζημιών από τα μ.ε.δ. είτε για τη μείωση του δανεισμού τους από την Τράπεζα της Ελλάδος (κυρίως) και την ΕΚΤ.
Η έκθεση του ΔΝΤ «ξεχνά» να αναφέρει ότι σύμφωνα με μελέτη του ίδιου οργανισμού για τα χρέη των νοικοκυριών (δημοσιεύθηκε τον Απρίλιο του 2012), τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά μειώνουν, κατά μέσο όρο, περισσότερο από 4 φορές την κατανάλωσή τους με αποτέλεσμα την επιδείνωση της οικονομικής κρίσης και την είσοδο της οικονομίας σε ένα αυτοτροφοδοτούμενο καθοδικό σπιράλ μειούμενων τιμών (στην Ελλάδα ο δείκτης αποπληθωρισμού είναι πλέον 2%) και χαμηλότερης ζήτησης.
Ρυθμίσεις για τα χρέη των νοικοκυριών
Επιπλέον, στην ίδια μελέτη αναφέρεται ότι η αναδιάρθρωση των χρεών των νοικοκυριών αποτελεί μονόδρομο και προτείνονται οι ακόλουθες ρυθμίσεις:
Α) Ανασχεδιασμός των δανείων με επέκταση της χρονικής διάρκειάς τους και μείωση του επιτοκίου τους (μέχρι μηδενισμού τους).
Β) Μείωση του χρέους στο ύψος της δυνατότητας αποπληρωμής που ορίζεται ως ποσοστό του διαθέσιμου εισοδήματος (όχι μεγαλύτερο του 30%).
Γ) Κρατική οικονομική ενίσχυση των υπερχρεωμένων νοικοκυριών μέσω των δικτύων κοινωνικής ασφάλειας.
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των τραπεζών και οι ληξιπρόθεσμες οφειλές στις εφορίες και τα ασφαλιστικά ταμεία εκτιμάται ότι στο τέλος του 2014 θα ανέλθουν στο ύψος του ετήσιου ΑΕΠ της χώρας(!). Αυτή η κατάσταση τροφοδοτεί την απόγνωση, την οργή αλλά και τη συνολική απαξίωση του πολιτικού συστήματος και «εκφράζεται» εκλογικά, κυρίως, με την αποχή. Απαιτείται άμεσα ένα τεκμηριωμένο και αξιόπιστο πρόγραμμα ρύθμισης ή/ και διαγραφής των οφειλών ώστε η πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας να ξαναβρεί την αυτοπεποίθηση και την προοπτική που της έκλεψαν τα τέσσερα τελευταία χρόνια.