«Ίσως υπάρχει μια ευκαιρία σ’ αυτή τη συγκυρία της πολιτισμικής πολιτικής, σε μια περίοδο που κάποιοι θα αποκαλούσαν “μεταφεμινιστική”, να σκεφτούμε από το εσωτερικό μιας φεμινιστικής οπτικής το ζήτημα του αιτήματος για την κατασκευή ενός υποκειμένου του φεμινισμού. Εντός της φεμινιστικής πολιτικής πρακτικής, μια ριζική επανεξέταση των οντολογικών κατασκευών της ταυτότητας μοιάζει αναγκαία, προκειμένου να αρθρωθεί μια αντιπροσωπευτική πολιτική που θα μπορούσε να αναζωογονήσει το φεμινισμό σε μια άλλη βάση. Από την άλλη, ίσως είναι καιρός να ενστερνιστούμε μια ριζοσπαστική κριτική που επιζητεί να ελευθερώσει τη φεμινιστική θεωρία από την αναγκαιότητα να πρέπει να κατασκευάσει ένα μοναδικό ή ακατάλυτο θεμέλιο, το οποίο κλονίζεται σταθερά από εκείνες τις θέσεις ταυτότητας ή αντι-ταυτότητας που σταθερά αποκλείει. Μήπως οι πρακτικές αποκλεισμού που θεμελιώνουν την φεμινιστική θεωρία σε μια ιδέα “γυναικών” ως υποκειμένου υποσκάπτουν παραδόξως τους φεμινιστικούς στόχους για να επεκτείνουν τις αξιώσεις του φεμινισμού να είναι “αντιπροσωπευτικός”;
Ίσως το πρόβλημα να είναι ακόμα πιο σοβαρό. Μήπως η κατασκευή της κατηγορίας των γυναικών ως συνεκτικού και σταθερού υποκειμένου είναι μια αθέλητη ρύθμιση και πραγμοποίηση των έμφυλων σχέσεων; Και μια τέτοια πραγμοποίηση δεν είναι ακριβώς αντίθετη με τους φεμινιστικούς στόχους; Σε ποιο βαθμό η κατηγορία των γυναικών επιτυγχάνει σταθερότητα και συνοχή μόνο στο πλαίσιο της ετεροφυλοφιλικής μήτρας; Αν μια σταθερή έννοια φύλου δεν αποβαίνει πια η θεμελιακή προκείμενη της φεμινιστικής πολιτικής, ίσως τώρα να είναι επιθυμητό ένα νέο είδος φεμινιστικής πολιτικής, για να αμφισβητήσει τις ίδιες τις πραγμοποιήσεις του φύλου και της ταυτότητας, μια φεμινιστική πολιτική που θα θεωρεί τη μεταβλητή κατασκευή της ταυτότητας μεθοδολογικό και κανονιστικό προαπαιτούμενο, αν όχι πολιτικό στόχο.
Η ανίχνευση των πολιτικών λειτουργιών που παράγουν και συγκαλύπτουν ότι προκρίνεται ως νομικό υποκείμενο του φεμινισμού είναι ακριβώς το καθήκον μιας φεμινιστικής γενεαλογίας της κατηγορίας των γυναικών. Στην πορεία αυτής της προσπάθειας αμφισβήτησης των “γυναικών” ως υποκειμένου του φεμινισμού, η αμέριμνη επίκληση αυτή της κατηγορίας ενδέχεται να αποδειχθεί ότι προαποκλείει τη δυνατότητα του φεμινισμού ως αντιπροσωπευτικής πολιτικής. Τι νόημα έχει η επέκταση της αντιπροσώπευσης υποκειμένων που κατασκευάζονται μέσω του αποκλεισμού εκείνων που δεν συμμορφώνονται σε ανομολόγητα κανονιστικά προαπαιτούμενα του υποκειμένου; Τι είδους σχέσεις κυριαρχίας και αποκλεισμού υποθάλπτονται ανεπίγνωστα, όταν η αντιπροσώπευση γίνεται το μοναδικό επίκεντρο της πολιτικής; Η ταυτότητα του φεμινιστικού υποκειμένου δεν πρέπει να είναι το θεμέλιο της φεμινιστικής πολιτικής, αν ο σχηματισμός του υποκειμένου λαμβάνει χώρα μέσα σε ένα πεδίο εξουσίας που συστηματικά θάβεται μέσω της κατάφασης αυτού του θεμελίου. Ίσως δειχθεί ότι, παραδόξως, η “αντιπροσώπευση” έχει νόημα για το φεμινισμό μόνο όταν το υποκείμενο των “γυναικών” δεν προεικάζεται πουθενά.»