Διαβάστε εδώ το πρώτο μέρος της συζήτησης με τον Στέλιο Ελληνιάδη
Ο Βλαδίμηρος Τζελαλή, Έλληνας της Μαριούπολης από μητέρα και πατέρα, ενηλικιώθηκε στο Νταχάου, στα καταναγκαστικά έργα που δούλεψε σαν ξυλουργός, εκεί που γνώρισε τον Νίκο Ζαχαριάδη και πήρε μέρος στο σαμποτάζ που οργάνωναν οι παράνομες «τρόικες» μέσα στο στρατόπεδο, από το οποίο δραπέτευσε με παρότρυνση του Γενικού Γραμματέα του ΚΚΕ και κρύφτηκε μέχρι το τέλος του πολέμου σε ένα φιλικό γερμανικό αγροτόσπιτο. Τον συνάντησα, στα ενενήντα του, στην καρδιά της εμπόλεμης Ανατολικής Ουκρανίας, διαυγή και φιλικό, να γράφει ποιήματα…
Η δεύτερη δραπέτευση
Ακούγοντας την αφήγηση του Τζελαλή, τον ρώτησα τι εντύπωση σχημάτισε για τον Ζαχαριάδη ως άνθρωπο. «Στις πολιτικές του, πώς να το πω, δεν είχα διεισδύσει. Σαν άνθρωπος ήταν καλός.» Η απάντησή του ήταν σαφής και λιτή. Όταν, όμως, του είπα ότι προκειμένου να τον καθαιρέσουν από Γενικό Γραμματέα, και στη συνέχεια να τον στείλουν εξορία στη Σιβηρία, όπου και πέθανε, τον είχαν κατηγορήσει ότι, στο στρατόπεδο, είχε σχέσεις με τους Γερμανούς ναζί, είδα τον Τζελαλή να κρατάει για λίγο την ανάσα του και να λέει με κατηγορηματικό ύφος: «ο Νικόλας με τους φασίστες δεν συνεργαζόταν!» Και να συμπληρώνει «ήμουν περίπου ένα χρόνο μαζί με τον Ζαχαριάδη. Ευθέως είπα στο γιο του ότι ο πατέρας σου δεν αυτοκτόνησε, τον σκότωσαν γιατί δεν συμφωνούσε με την πολιτική των κυβερνητών μας.»
Και ποιος ήταν ο λόγος που ο Ζαχαριάδης σας είπε να αλλάξετε τόπο εργασίας; «Επειδή ήταν αδύνατο να δραπετεύσεις από το Νταχάου. Υπήρχαν σοβαρές οχυρωματικές εγκαταστάσεις, συρματοπλέγματα, παρατηρητήρια με πυροβόλα, φαρδιά τάφρος με νερό. Αλλά, από το απλό στρατόπεδο των εξωτερικών εργασιών, μπορούσες να φύγεις∙ και από τη δουλειά και από το στρατώνα. Τη δεύτερη φορά, εμείς φύγαμε κατευθείαν από το στρατώνα, τη νύχτα, σκάβοντας δίοδο κάτω από τα συρματοπλέγματα. Ο Νικόλας με συμβούλευσε να προσπαθήσω να ξεφύγω από το στρατόπεδο επειδή τέλη 1944 η φύλαξη είχε χαλαρώσει. Και έτσι τον άκουσα και δραπέτευσα για δεύτερη φορά. Αλλά, αυτή τη φορά, ήμουν και μεγαλύτερος και πιο έξυπνος. Πριν κάνω ο,τιδήποτε, κανόνισα με έναν αγρότη, που είχε κτήμα κοντά στο στρατόπεδο, ότι θα με κρύψει για μερικές μέρες.»
Εννοείτε ότι υπήρχαν κάποιοι άνθρωποι απ’ έξω, Γερμανοί, που ήταν δημοκρατικοί, όπως αυτός ο αγρότης, άρα μπορούμε να υποθέσουμε ότι μ’ αυτούς είχε σχέση ο Ζαχαριάδης, για να του δίνουν φάρμακα, τρόφιμα και πληροφορίες;
«Ακριβώς. Ανάμεσα στους Γερμανούς υπήρχαν πάρα πολλοί τίμιοι άνθρωποι. Όταν δούλευα στο εργοστάσιο, ένας Γερμανός με έστελνε σε ένα καφεκοπτείο (καφές από καμένο κριθάρι) που υπήρχε κοντά και εκεί δούλευε μια φράου, μια γυναίκα. Αυτή, όταν γέμιζε το δοχείο με τον καφέ για το φρουρό, μου έδινε πάντα κάτι να τσιμπήσω, μήλο, μανταρίνι, πορτοκάλι ή ένα μικρό σάντουιτς. Και έλεγε, “φάε πρώτα και μετά θα πάς μέσα. Και μην το λες πουθενά”. Παντού υπάρχουν άνθρωποι.
Το κανόνισα με το φίλο μου, τον Κόλια, ότι θα δραπετεύσουμε και αυτός έφερε ένα ψαλίδι και ένα λαστιχένιο γάντι. Διαλέξαμε μία νύχτα σκοτεινή, κι επειδή οι Αμερικανοί βομβαρδίζανε σχεδόν κάθε νύχτα, στο στρατόπεδο σβήνανε τα φώτα. Για να φύγουμε έπρεπε να κόψουμε μία σειρά από το συρματόπλεγμα, που συνδεόταν με ηλεκτρικό ρεύμα. Όμως, την ώρα των βομβαρδισμών κόβανε το ρεύμα παντού. Στο σκοτάδι, βγήκαμε από το στρατώνα, κόψαμε την κάτω γραμμή του συρματοπλέγματος, που ήταν μόνο μία σειρά, και έτσι ξεφύγαμε με το φίλο μου.
Στην αρχή, κρυφτήκαμε στο δάσος, κι όταν πλησίασε το πρωί και είχε ακόμη σκοτάδι, πήγαμε σε έναν αγρότη, που είχα κανονίσει από πριν μαζί του ότι θα μας έκρυβε. Ήταν κατά των ναζί. Και μας έκρυψε στο πατάρι. Από το πατάρι φαινόταν το στρατόπεδο, ήταν πάνω σε ένα λόφο. Έμεινα εκεί, στον αγρότη, μάκρυναν τα μαλλιά μου, πήρα και κάποια κιλά και είχα ντυθεί με πολιτικά. Αυτός ο Γερμανός μάς έκανε και μία έκπληξη: στο στρατόπεδο αυτό, πριν από εμάς, κρατούνταν Γάλλοι Εβραίοι. Όταν τους βγάλανε για εκτέλεση, δύο από αυτούς δραπέτευσαν. Ήταν νέοι, δουλεύανε ως κουρείς, κουρεύανε τους Γερμανούς. Ήταν νύχτα και είχαν συμφωνήσει ότι, όταν θα τρέχουν θα αλλάζουν, μία θα είναι ο ένας μπροστά – μία ο άλλος, και όποιος θα είναι τυχερός, αφού πίσω τους πυροβολούσαν. Και έτσι, ο ένας σκοτώθηκε από τα πυρά και ο δεύτερος κρύφτηκε στον αγρότη το δικό μας. Τον έκρυψε σε ένα χώρο που έφτιαξε ανάμεσα στο ταβάνι και τη σοφίτα. Και όταν φεύγαμε από τον αγρότη, άνοιξε την κρυψώνα και από εκεί βγήκε ένας νεαρός με μακρύ μούσι. Μας διηγήθηκε την ιστορία του και το ότι τον έκρυβε σχεδόν δύο χρόνια. Υπήρχαν και μεταξύ των Γερμανών άνθρωποι με κεφαλαία γράμματα.
Τη δεύτερη φορά θα μπορούσα να δραπετεύσω πολύ πιο νωρίς, όμως, το έκανα όταν πλησίαζε το τέλος του πολέμου. Είχα πολλές ευκαιρίες και πριν. Μας πηγαίνανε για δουλειά στο δάσος, να πριονίσουμε ξυλεία. Ο φρουρός μας ήταν ένας ηλικιωμένος στρατιώτης. Δεν υπήρχαν άλλοι πιο νέοι για να μας φρουρήσουν. Ήταν όλοι στο μέτωπο. Ο ίδιος ο φρουρός πεινούσε μαζί μας. Με έστελνε στο χωριό, γιατί ήμουν ο πιο μικρός και συμπαθητικός στο πρόσωπο. Πήγαινε, μου έλεγε, και ζήτα ο,τιδήποτε φαγώσιμο. Και πήγαινα και μάζευα ό,τι δίνανε. Δίνανε και ψωμί και κρέας και γάλα. Κάτι τι έτρωγα στο δρόμο, τα υπόλοιπα τα έφερνα στο φρουρό. Τα έπαιρνε για τον εαυτό του και έδινε κάτι κομματάκια στα αγόρια μας. Μας φρουρούσαν γέροι, 60-70 ετών. Οι άλλοι, οι νεότεροι, είχαν σταλεί στο μέτωπο. Και αποφάσισα να δραπετεύσω όταν κατάλαβα ότι πλησιάζει το τέλος του πολέμου.»
Κατάσταση στο στρατόπεδο
«Ευτυχώς εγώ δεν αρρώστησα ποτέ. Τους αρρώστους τους εκτελούσαν αμέσως. Υπήρχε ένας χώρος όπου ήταν οι άρρωστοι∙ όποιος βρισκόταν εκεί δεν επέστρεφε ποτέ. Πρώτα από όλα ήμουν νέος, άντεχα, είμαι γερή κράση. Είμαστε γερό σόι. Είχα θείους και θείες, και από την πλευρά της μητέρας μου, που έζησαν πάνω από 100 χρόνια. Πρέπει να είναι κληρονομικό.
Στο στρατόπεδο γίνονταν βασανιστήρια και εκτελέσεις. Αν έκανες κάτι αμέσως έβγαζαν στην πλατεία το μηχανισμό των βασανισμών∙ βάζανε μέσα τα πόδια του ανθρώπου, τα στήριζαν για να είναι ακίνητα, κρατούσαν το κεφάλι του και τον χτυπούσαν μέχρι θανάτου. Τα κρεματόρια κάπνιζαν συνεχώς. Όποιος πέθαινε τον καίγανε. Καθώς και τους αρρώστους και αδύναμους.
Στις πύλες υπήρχε η επιγραφή “Arbeit macht frei” (Η εργασία απελευθερώνει)! Μέσα υπήρχαν άνθρωποι απ’ όλες τις φυλές, μέχρι και δύο Αλβανοί. Όταν οι Έλληνες στρατιώτες αρνήθηκαν να συνταχθούν με τα Γερμανικά στρατεύματα, υπήρξε ένας ξεχωριστός στρατώνας όπου ήταν οι Έλληνες με τις δικές τους στολές. Τρώγανε λίγο καλύτερα, παίρνανε και γάλα. Και εμάς, τις μέρες που δεν δουλεύαμε, μας επιτρέπανε να βγαίνουμε στην πλατεία, που ήταν κοντά στο στρατώνα τους. Πήγαινα κι εγώ εκεί. Και με ρωτάγανε από πού είμαι, αλλά δεν τους καταλάβαινα. Μεταξύ τους βρέθηκε κι ένας Έλληνας που ζούσε κάποτε στη Σοβιετική Ένωση και είχε γυρίσει στην Ελλάδα, το 1933. Κάτι τι θυμόταν στα ρώσικα και έτσι συνεννοηθήκαμε. Του είπα από πού είμαι, με ρώτησε πού δουλεύει ο πατέρας μου και τότε έμαθα τι σημαίνει τρένο. Και μετά, αυτοί οι Έλληνες ερχόντουσαν τα σαββατοκύριακα κοντά στο στρατώνα μας και μας κερνάγανε σοκολάτες και άλλα πράγματα.
Μαθαίναμε τα νέα από τους Γερμανούς, τους κρατούμενους που ήταν μαζί μας. Καταλαβαίναμε τι γίνεται στο μέτωπο κι από τη συμπεριφορά των Γερμανών φρουρών απέναντί μας όσο κατέρρεαν, γινόταν κάπως καλύτερη. Στα στρατόπεδα γίνονταν φρικτά πράγματα. Εμείς ήμασταν σε ένα παράρτημα, που δεν ήτανε τόσο σκληρή η συμπεριφορά τους. Ήμασταν 300 άτομα, και όλοι γύρω μας καταλαβαίνανε ότι τελειώνει ο πόλεμος, απλώς δουλεύαμε πολύ, μας πίεζαν με τη δουλειά. Τα παιδιά που απελευθερώθηκαν από το κεντρικό στρατόπεδο, μας έλεγαν τι φρίκη υπήρχε εκεί. Ήταν πεινασμένοι, τους βγάζανε έξω, περπατούσανε πολύ και τους δέρνανε οι άντρες των SS, οι οποίοι μετά τους εγκατέλειψαν για να διαφύγουν. Χαμός! Περπατούσαμε σαν τις σκιές. Πεθάναμε πολλές φορές και ξαναγεννηθήκαμε.»
Μετά την απελευθέρωση
«Εγώ δεν γύρισα το ’45 στη Μαριούπολη. Όταν πέρασα τα σύνορα της Σοβιετικής Ζώνης, στην Τσεχία, αμέσως παρουσιάστηκα στο σοβιετικό στρατιωτικό σώμα και λόγω ηλικίας επιστρατεύτηκα και μπήκα στην ίλη τεθωρακισμένων. Επειδή έπαιζα μουσικά όργανα, τοποθετήθηκα στη μουσική διμοιρία. Και έκανα τη στρατιωτική θητεία μου μέχρι το 1948. Ένα χρόνο έμεινα στην Γερμανία. Όταν έγινε η πρώτη μείωση των σοβιετικών στρατευμάτων, πολλούς απλούς στρατιώτες τους μεταφέρανε στη Σοβιετική Ένωση. Άφησαν μόνο το στρατιωτικό εξοπλισμό, τανκς και άλλα. Βρέθηκα στο Ταγκανρόκ, και εκεί ολοκλήρωσα τη θητεία μου στη συμφωνική ορχήστρα της ταξιαρχίας. Ο διευθυντής και μαέστρος της ορχήστρας παρατήρησε το ταλέντο μου, εγώ εντωμεταξύ άρχισα να παίζω κλαρινέτο, σαξόφωνο και άλλα πνευστά όργανα, και μου πρότεινε να πάω στη Μόσχα να σπουδάσω. Πρώτα βρέθηκα στο Κίεβο, στο Ωδείο. Από κει μου προτείνανε να σπουδάσω διεύθυνση ορχήστρας, συμφώνησα και πήγα στην Μόσχα. Έδωσα εισαγωγικές εξετάσεις, έκθεση, γλώσσα, κλαρινέτο και όταν μου έμεινε να δώσω το τελευταίο μάθημα με κάλεσαν στο πρυτανείο και μου ανακοίνωσαν ότι δεν μπορούν να με πάρουν, γιατί είχα τελειώσει μόνο οκτώ τάξεις. Μαζί μου ήρθε και ένα ορφανό αγόρι που το πήραν παρ’ όλο που είχε τελειώσει μόνο επτά τάξεις. Τους το ανέφερα, και ο υπεύθυνος μου είπε ότι δεν ήθελα να σας προσβάλω, άλλα εσείς ζήσατε στο εξωτερικό. Του απάντησα ότι βρέθηκα εκεί παρά τη θέλησή μου. Μου είπαν ότι είμαστε ανώτατο εκπαιδευτικό στρατιωτικό ίδρυμα, ετοιμάζουμε αξιωματικούς και δεν μπορούμε να σας πάρουμε. Αυτό ήταν το πρώτο κατακέφαλο χτύπημα.
Αργότερα κατάφερα να πάω στη Μόσχα, όταν αποστρατεύτηκα το 1948. Τελείωσα μέσα σε μία χρονιά δύο τάξεις, την 9η και την 10η, και μπήκα στην Οικονομική Αγροτική Ακαδημία του Τεμιριάζεφ. Δούλευα ως επικεφαλής γεωπόνος του κρατικού αγροτικού συνεταιρισμού. Εκεί έφτιαξα μία ορχήστρα. Δύο χρόνια αργότερα, αρρώστησα, είχα προβλήματα με τη σπονδυλική στήλη. Μάλλον δεν πέρασε χωρίς να αφήσει ίχνη το στρατόπεδο. Άφησα τη δουλειά του γεωπόνου και ασχολήθηκα με τη μουσική. Τελείωσα δι’ αλληλογραφίας τη Μουσική Σχολή του Ντονιέτσκ και δούλευα ως καθηγητής μουσικής. Παίζω σχεδόν όλα τα μουσικά όργανα. Και διάφορα είδη μουσικής. Από το 1966 δουλεύω και ως χορδιστής πιάνου.»
Μετά…
Την ιστορία του Τζελαλή δεν την ήξεραν ούτε οι δραστήριοι ακτιβιστές του Ελληνισμού στη Μαριούπολη. Σεμνός άνθρωπος, τι να πει σε μια κοινωνία που κάθε οικογένεια έχει τις δικές της τραγικές ιστορίες από πολέμους και διωγμούς;
«Σ’ αυτούς που ενδιαφέρονταν πώς ήταν μέσα σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, τους έλεγα. Είχαμε και μία οργάνωση των πρώην κρατουμένων. Ήμασταν πάνω από 20 άτομα, συζητούσαμε μεταξύ μας και γράφαμε σε εφημερίδες. Εγώ έγραφα στην τοπική ημερήσια εφημερίδα Πριαζόβσκι ραμπότσι. Όταν με κάλεσαν σε εκδηλώσεις μνήμης στο Νταχάου, έδωσα και συνέντευξη στη γερμανική τηλεόραση. Φέτος, ήταν και η Μέρκελ. Τους έπαιξα μουσική και διάβασα ποιήματά μου. Τελευταία, μίλησα στον εγγονό μου για το στρατόπεδο και αυτός έψαξε το όνομα Ζαχαριάδης στο ίντερνετ, βρήκε τον Σήφη (Αλεξέι) και επικοινώνησε μαζί του.»
Ποιήματα μνήμης
Ο Τζελαλή έστειλε στον Σήφη Ζαχαριάδη ένα ποίημά του, αντιφασιστικό, που αναφέρεται στην εμπειρία του στρατοπέδου. Και ο Σήφης, στην ταυτότητα Αλέξιος, παρέδωσε το ποίημα για μετάφραση στον Αλέξη Πάρνη, τον συγγραφέα που έγραψε, μεταξύ άλλων, τα έργα «Νησί της Αφροδίτης», «Ο διορθωτής», «Λεωφόρος Πάστερνακ» και, πρόσφατα, (από τις εκδόσεις Καστανιώτη), «Οδύσσεια των διδύμων», «Γεια χαρά, Νίκος» και «Ο άλλος εμφύλιος». «Μακάρι να είχα αρχίσει να γράφω νωρίτερα», έλεγε με παράπονο ο Τζελαλή. Δεν είχε φανταστεί ότι θα μπορούσε να εκφραστεί τόσο καλά με αυτό τον τρόπο. Εκτός από τη μουσική, είχε δοκιμάσει τον εαυτό τους και στις μικροκατασκευές. Στο στρατόπεδο έφτιαχνε ταμπακιέρες με τα ξύλα καλής ποιότητας που περίσσευαν στο ξυλουργείο και δαχτυλίδια με μέταλλο από σωλήνες. «Χρησιμοποιούσα διαφορετικά είδη ξύλου και διαφορετικού χρώματος. Για παράδειγμα, κολλούσα το καπάκι μαύρο και τα πλαϊνά άσπρα, και μου έκαναν πολλές παραγγελίες. Μαζί μας ήταν Τσέχοι και Πολωνοί κληρικοί, που είχαν πλούσιους ενορίτες απ’ έξω, που τους στέλνανε φαγητά και διάφορα γλυκά. Αυτοί δεν έδιναν τίποτα στους άλλους, αλλά έδιναν σ’ εμένα, ολόκληρη φραντζόλα ψωμί για μία ταμπακιέρα, που την έφτιαχνα σε δυο-τρεις ημέρες. Οι παπάδες καπνίζανε, και μερικές φορές ζητούσαν να σκαλίσω και κάποιο μονόγραμμα ή να γράψω κάτι πάνω στο καπάκι. Τα έφτιαχνα και έπαιρνα την φραντζόλα μου.
Παράλληλα, ο φίλος συγκρατούμενος Κόλια Οκόποβ, μεγαλύτερός μου, δούλευε τεχνίτης οξυγονοκολλητής στο εργοστάσιο και μου έφερνε κομμάτια από ανοξείδωτους σωλήνες, με τα οποία έφτιαχνα δαχτυλίδια, πολύ όμορφα. Μια φορά, ένας παπάς μου παρήγγειλε να του φτιάξω ένα σταυρό. Τον έφτιαξα, και πάνω του σμίλευσα τον Ιησού και μου έδωσε τέσσερις φραντζόλες ψωμί. Αυτό το ψωμί το έκρυβα ανάμεσα στα τσουβάλια με το τσιμέντο, γιατί δεν μπορούσα να το περάσω στο στρατόπεδο∙ θα με ρωτούσαν πού το πήρα. Έδινα βεβαίως και στο φίλο μου απ’ αυτό το ψωμί. Αργότερα, οι φρουροί ανακαλύψανε τα δαχτυλίδια, γιατί μερικοί τα κρατούσανε κάτω από τα στρώματα. Ένας είχε φτιάξει ένα κουτί όπου μάζευε διάφορα πράγματα. Εγώ δεν κρατούσα τίποτα μέσα, τα έκρυβα έξω από το στρατώνα.»
Στη Μαριούπολη, ο Τζελαλή μού έδωσε πολλά ποιήματά του, υπαρξιακά, λυρικά και κοινωνικά, για να αποδοθούν στα ελληνικά. «Τα ρώσικα είναι η καλύτερη γλώσσα για την ποίηση, δεν σε δεσμεύει για τη θέση της λέξης, δεν έχει άρθρα όπως τα ελληνικά και τα ιταλικά. Επίσης, τώρα πια δεν είναι τόσο δεσμευτική η ομοιοκαταληξία που κυριαρχεί από τον Πούσκιν και τον Μαγιακόβσκι μέχρι σήμερα. Ο Γιεφτουσένκο γράφει ελεύθερα, με “λευκούς στίχους” (χωρίς ρίμα). Εγώ καταλαβαίνω την ελληνική διάλεκτο της περιοχής, αλλά δεν μιλάω άνετα για να μπορώ να γράψω σ’ αυτή τη γλώσσα. Μεγαλωμένος στην πόλη είμαι. Αυτοί που ζουν στα χωριά μιλάνε περισσότερο. Όσο ζούσαν οι γονείς μου άκουγα τη διάλεκτο και καταλάβαινα. Στο στρατόπεδο, οι Έλληνες συγκρατούμενοι μού έμαθαν το “από πού είσαι;”». Εμείς, στη διάλεκτο, λέμε “πουχ είσαι; από πιου μέρη ’σαι;”.
Οικογενειακά
Τα ελληνικά χωριά, στη στέπα της Αζοφικής, από τη Μαριούπολη ως το Ντονιέτσκ, έχουν πολλούς ήρωες του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου, όπως τον αποκαλούν. Τα ονόματα των πεσόντων Ελλήνων δεν λείπουν από κανένα μεγαλοπρεπές μνημείο, πολλά από τα οποία έχουν σχεδιαστεί από εντόπιους Ρωμιούς γλύπτες. Σε μερικά, βλέπεις στη σειρά τα ονόματα ολόκληρων οικογενειών και συγγενών. Και από το σόι του Τζελαλή, ο Βλαδίμηρος δεν είναι το μόνο θύμα των ναζί.
«Ξάδερφός μου είναι ο Τάλαχ, ήρωας της Σοβιετικής Ένωσης, από το Μπουγάς∙ το σχολείο του χωριού έχει το όνομά του. Το επώνυμο της μητέρας μου ήταν Τάλαχ. Του έχω αφιερώσει ένα ποίημα. Ο παππούς μου είχε 18 παιδιά. Ζούσανε στο Μπουγάς. Και όλοι είχαν ταλέντο. Ο Τάλαχ ήταν γιος ενός από τους θείους μου, τελείωσε την παιδαγωγική σχολή και δούλευε δάσκαλος. Και όταν άρχισε ο πόλεμος πήγε στο μέτωπο εθελοντής. Τον γνώριζα καλά. Ήταν χειριστής πολυβόλου και διακρίθηκε στις μάχες για την απελευθέρωση της Κριμαίας. Σε μία μάχη εξουδετέρωσε πάνω από τους 300 Γερμανούς στρατιώτες και αξιωματικούς. Σκοτώθηκε ένα χρόνο μετά την παρασημοφόρησή του, στο μέτωπο, κοντά στο Τιλσίτ, στο Καλίνινγκραντ, κατά τη διάρκεια της διέλευσης του ποταμού Neman, πολύ μακριά από τη Μαριούπολη.»
Το «μυστικό»
Πλησιάζοντας στο τέλος της τρίωρης συζήτησής μας, που περιλάμβανε κι άλλες οικογενειακές ιστορίες του συνομιλητή μου, ο Τζελαλή μού εξέφρασε την επιθυμία να συναντήσει τον Σήφη Ζαχαριάδη, τον Αλεξέι, κάτι που και ο γιος του Νίκου Ζαχαριάδη επιθυμεί πολύ. Προς το παρόν, η επικοινωνία τους περιορίζεται στην ηλεκτρονική αλληλογραφία και την ανταλλαγή μηνυμάτων και ποιημάτων. «Χαίρομαι που τα παιδιά του Αλεξέι σπουδάζουν μουσική. Μόλις εκδοθεί η ποιητική μου συλλογή θα τη στείλω στον Αλεξέι. Του εύχομαι να είναι υγιής και να μεγαλώνει τα παιδιά του στο πνεύμα του Ελληνισμού.»
Τον ευχαρίστησα εκ βαθέων και του ζήτησα συγγνώμη για την πολύωρη απασχόληση. «Μα τι λες! Είμαι πολύ εργατικός, αντέχω.» Και πιο είναι το «μυστικό» της αντοχής σας; τον ρώτησα. «Δεν καπνίζω, δεν πίνω, αγαπάω τη ζωή – αυτά είναι. Κακές σκέψεις δεν πρέπει να κρατάς μέσα σου∙ αυτές σκοτώνουν τον άνθρωπο.»
Στέλιος Ελληνιάδης
Ευχαριστίες στη φιλόλογο Ναταλία Μπάσενκο-Κόρμαλη για την απομαγνητοφώνηση και μετάφραση της συνέντευξης
Θυμήσου
Του Βλαδίμηρου Τζελαλή
Απόδοση στα ελληνικά του Αλέξη Πάρνη
Η μοίρα έχει το χρέος, σαν κανόνα
Είναι ακριβή του βίου μας η τιμή…
Σε κάθε γενεά κι αιώνα,
Ζωή, σημαίνει: πληρωμή!
Πλήρωσα κι εγώ με το καντάρι!
Φίλους πολλούς να χάνονται, έχω δει…
Χωρίς να χάσω την ψυχή, για το τομάρι,
Σταύρωση κι ανάσταση, τις ξέρω από παιδί.
Όμως υπάρχουνε κι αυτοί που ’χανε γίνει
Τέφρα στου κρεματόριου τη φωτιά…
Ως τώρα ακούγονται του κόσμου οι θρήνοι
Για τη φριχτή του φασισμού νυχτιά.
Μυριάδες μάτια από ψηλά κοιτάνε τη ζωή σου,
Προστάζοντας ψιθυριστά κι αδιάκοπα: «Θυμήσου!»