Συνεχίζονται οι διαπραγματεύσεις που γίνονται στο πλαίσιο της Διατλαντικής Εμπορικής και Επενδυτικής Εταιρικής Σχέσης (TTIP), μεταξύ των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για τη δημιουργία ελεύθερης ζώνης εμπορίου και χρηματιστικών συναλλαγών. Το προτεινόμενο σύμφωνο είναι η μεγαλύτερη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου που έγινε ποτέ στον κόσμο. Καλύπτει το 12% του πληθυσμού (821 εκατ.), το 50% της παραγωγής, το 30% του εμπορίου και το 20% των ξένων επενδύσεων, παγκοσμίως. Επιπλέον, 75.000 πολυεθνικές θα δραστηριοποιούνται στο πλαίσιο του συμφώνου αυτού.

Ταυτόχρονα, βρίσκεται στα σκαριά η TiSA, μια αντίστοιχη συμφωνία 50 κρατών για τις υπηρεσίες, και ειδικότερα για τους κλάδους των τραπεζών και των μεταφορών κλπ. Η TiSA θα επηρεάσει το 70% των παραγόμενων υπηρεσιών παγκοσμίως. Μέσα από αυτήν θα διαμορφώνονται ουσιαστικά σε παγκόσμιο επίπεδο οι πολιτικές για την απασχόληση, τις εργασιακές σχέσεις, την κοινωνική προστασία, την προστασία του περιβάλλοντος και τη δημόσια υγεία. Λιμάνια, σιδηρόδρομοι, αεροδρόμια και άλλες δημόσιες υποδομές θα τεθούν στην υπηρεσία της παγκόσμιας αγοράς και θα προσαρμοστούν υποχρεωτικά στους όρους της – το ίδιο και η εργασία, οι συνθήκες και η αμοιβή της. Παράλληλα, η οποιαδήποτε προσπάθεια μιας κυβέρνησης για παρεμβάσεις στο τραπεζικό σύστημα, θα βρίσκεται αντιμέτωπη με την TiSA, και θα τιμωρείται με πρόστιμα. Στην ουσία θα επιτρέπεται στις πολυεθνικές επιχειρήσεις να οδηγήσουν μια χώρα σε εξωθεσμική διαιτησία, αν κρίνουν ότι οι δημόσιες πολιτικές χώρας μέλους περιορίζουν την εμπορική τους εξάπλωση και τα «προσδοκώμενα κέρδη».

Το επίδικο μέσα από τη συζήτηση και τη συμφωνία για την TTIP, είναι η καταβολή γενναίων αποζημιώσεων για διαφυγόντα κέρδη, όταν οι πολυεθνικές κρίνουν ότι οι παρεμβάσεις των κυβερνήσεων σε κλάδους δημόσιου συμφέροντος (π.χ. υγεία, ενέργεια, παιδεία, νερό, μεταφορές, περιβάλλον κλπ.) θίγουν τον ανταγωνισμό.

Οι κίνδυνοι για τους εργαζόμενους, άμεσοι. Οι ΗΠΑ έχουν υπογράψει μόνο δύο από τις οκτώ βασικές συμβάσεις του Παγκοσμίου Οργανισμού Εργασίας, σε αντίθεση με την Ε.Ε. Σημειώνεται ότι σε διμερείς συνθήκες τέτοιου είδους οι νόρμες κινούνται γύρω από τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή. Η λογική της ΤΤΙΡ είναι να απομακρύνει «εμπόδια» στην διηπειρωτική ροή των εμπορευμάτων. Αυτό θα καταστήσει ευκολότερο για τις επιχειρήσεις να επιλέξουν πού στέλνουν τις εγκαταστάσεις παραγωγής τους σύμφωνα με λογικές «κόστους», ιδιαίτερα στον κοινωνικό τομέα. Το δικαίωμα των εργαζομένων να συμμετέχουν -συμπεριλαμβανομένων του δικαιώματος στην ενημέρωση και του δικαιώματος των εργαζομένων σε διαβούλευση- θα «σταματά στα σύνορα». Ακόμη, στην Ευρώπη, εφαρμόζεται η αρχή της προφύλαξης: η κυκλοφορία ενός προϊόντος στην αγορά εξαρτάται από την εκ των προτέρων αξιολόγηση των κινδύνων που ενδέχεται να παρουσιάσει. Οι ΗΠΑ κάνουν το αντίθετο: η αξιολόγηση γίνεται εκ των υστέρων και συνοδεύεται από εγγύηση ευθύνης για τυχόν προβλήματα μετά την κυκλοφορία του προϊόντος, όπως δυνατότητα αγωγών και χρηματική αποζημίωση. Επιπρόσθετα, στην Ευρώπη, η εκτίμηση του κινδύνου δεν περιορίζεται στους καταναλωτές. Περιλαμβάνει την αξιολόγηση των συνθηκών εργασίας: της υγείας και της ασφάλειας. Οι ΗΠΑ δεν τις λαμβάνουν υπόψη.

Αυτή η μορφή εναρμόνισης φέρει πολλούς κινδύνους: την αποδυνάμωση της αρχής της προφύλαξης, την πιθανή εμφάνιση ενός διπλού συστήματος στο οποίο οι επιχειρήσεις μπορούν να επιλέξουν ποιες νόρμες ακολουθούν, και τη μείωση της προστασίας στο χώρο εργασίας για τους εργαζόμενους.

 

Ηλ.Στ.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!