Οι Τσιριτσάντσουλες είναι μια παρέα καλλιτεχνών διαφόρων προελεύσεων και διαφορετικών προορισμών, μουσικών, θεατρικών, εικαστικών, εικονογραφικών κ.ά. Πέρσι γιόρτασαν τα δέκα χρόνια τους και φέτος παρουσιάζουν την πολιτική επιθεώρηση Ραντεβού με την ιστορία ή Ο λάκκος με τα σκατά, που παίζεται κάθε Τετάρτη στο Σινε Φιλίπ, Θάσου 11 στην Κυψέλη. (Εισιτήριο 10 € και 5 € μειωμένο.)
Παρ’ ότι η κοινωνία και οι κατακτήσεις της κατεδαφίζονται μ’ έναν απίστευτο κυνισμό, οι άνθρωποι της τέχνης-με εξαίρεση κάποιες ισχνές «περιφερειακές» προσπάθειες, όπως η δική σας θεατρική παρέμβαση- παραμένουν απαθείς. Ποιος, κατά τη γνώμη σας, είναι ο λόγος αυτής της απάθειας;
Κατ’ αρχάς η προσπάθειά μας δεν είναι ισχνή. Έχουμε μεγάλο σόι και το φέρνουμε σε όλες τις παραστάσεις. Ως προς την ουσία: Oι καλλιτέχνες δεν είναι γενικώς πιο ευαίσθητοι δέκτες της πραγματικότητας από άλλες κοινωνικές ομάδες. Δεν υπάρχει χωριστή εξήγηση, κάνουν κι αυτοί ό,τι κάνουν τόσοι άλλοι: συνεχίζουν τη ζωούλα τους αδιαφορώντας για όσα συμβαίνουν γύρω τους, μέχρι να πάρουν φωτιά τα μπατζάκια τους. Αλλά επ’ αυτού ρωτήστε κυρίως τις παχιές αγελάδες της τέχνης. Αν θέλετε τη γνώμη μας, η απάθεια πολλών εξ αυτών προκύπτει από τη διατροφή τους. Εμείς, που είμαστε πρώτα με τη ζωή και μετά με την τέχνη, αφενός δεν είμαστε απαθείς απέναντι στην κατεδάφιση, αφετέρου δεν βλέπαμε ώς σήμερα την κοινωνία ως παράδεισο. Είναι και ταξικό το ζήτημα, πώς να το κάνουμε, όσο γραφικό και αν ακούγεται.
Κι αν αυτό συμβαίνει στην τέχνη, τι γίνεται με τους υπόλοιπους ανθρώπους. Γιατί ενώ θίγονται βάναυσα δεν εξεγείρονται; Στην Τυνησία η αυτοπυρπόληση ενός φτωχού μικροπωλητή έβαλε φωτιά σ’ ολόκληρη τη χώρα. Ποιος είναι ο λόγος που εμείς περιοριζόμαστε σε μια εσωστρεφή οργή;
Δύο είναι λόγοι: ο πρώτος είναι ότι υπάρχουν ολόκληρες γενιές που έχουμε μάθει να ζούμε με πολύ συγκεκριμένο τρόπο. Όσο χαμηλά και να πέσουμε, δύσκολα θα θυσιάσουμε αυτόν τον τρόπο ζωής με κάτι άγνωστο και με πολλές ευθύνες από όλους. Ο δεύτερος είναι η επιτυχία του επικοινωνιακού κόλπου της κυβέρνησης που τιτλοφορείται Μαζί τα φάγαμε. Ακούς ανθρώπους κακομοίρηδες να έχουν πειστεί ότι «ζούσαν πάνω από τις δυνάμεις τους» και να ορκίζονται ότι στο μέλλον θα ζητούν πάντοτε απόδειξη στο περίπτερο, για να σώσουν τη χώρα. Πρόκειται για βλακεία που σε βγάζει από τα ρούχα σου. Εμείς, για να μη βγαίνουμε από τα ρούχα μας, κάνουμε θέατρο και καλούμε τον κόσμο να γελάσει με αυτούς που μας εκνευρίζουν.
Ωστόσο, έχετε σκεφτεί τι θα συνέβαινε στη χώρα μας αν ένας φτωχός μικροπωλητής αποφάσιζε ν’ αυτοπυρποληθεί στην Πλατεία Συντάγματος; Η κοινωνία έχει ηττηθεί κατά κράτος εδώ και πολλά χρόνια στην Ελλάδα, με τη συστηματική προσπάθεια διαφόρων τύπων εξουσιών. Και φυσικά η τέχνη αποτελεί στα χέρια κάποιων μια μορφή εξουσίας. Για να κάνουμε ένα βήμα παραπέρα, πρέπει η εξουσία να επιστρέψει στον λαό, ανατρέποντας καταρχάς τον υπάρχοντα σφετερισμό της δημόσιας σφαίρας.
Λέτε ότι σε αυτές τις απίστευτες μέρες, η ενασχόληση μ’ ένα θέατρο που δεν ανταποκρίνεται στο αίτημα των καιρών είναι αδιανόητη. Ποιο, όμως, είναι το αίτημα των καιρών; Να επιστρέψουμε στην «πλαστή», διαφημιστική «ευημερία» του χθες ή κάτι πιο σύνθετο, για τούτο και ανέκφραστο ακόμη;
Ανήκουμε σε μια κατηγορία ανθρώπων που την ευημερία του χθες δεν τη γνώρισε, δεν την έζησε, δεν μας αφορούσε ποτέ. Η δική μας αναφορά είναι στο αύριο. Το αίτημα των καιρών είναι, κατ’ αρχάς, το ξεκαθάρισμα των λογαριασμών. Όχι για να γυρίσουμε προς τα πίσω, αλλά για να βρούμε στο αύριο κάτι απλό να το λες: την κοινωνική δικαιοσύνη, και τα ψήγματα μιας άλλης κοινωνίας.
Ίσως το αίτημα των καιρών να είναι, με άλλα λόγια, η πολιτικοποίηση. Ακούς κάθε βράδυ αναλύσεις οικονομικές και ζαλίζεσαι. Λες «πού στο διάολο το βρήκε τόσο τουπέ αυτός που μέχρι χθες έπεσε έξω σε ό,τι έλεγε; Που τόσα χρόνια πετάει ανέμελος αετό την ώρα που βουλιάζουμε;». Το ζητούμενο είναι λοιπόν να ρίξουμε καμιά κλοτσιά στον κώλο των τεχνοκρατών και να ζητήσουμε να πούμε κι εμείς μια κουβέντα για ό,τι συμβαίνει στις ζωές μας και στις ζωές των ανθρώπων που είναι πιο ανυπεράσπιστοι από μας. Επιμένουμε, ότι τη διαφημιστική ευημερία ούτε τη διαφημίσαμε ούτε την απολαύσαμε όλοι εξίσου.
Μια τέχνη που δεν κινείται στα όρια του αυτονοήτου, μπορεί άραγε να δημιουργήσει ρωγμές σ’ ένα κατά γενική ομολογία πανίσχυρο –επικοινωνιακά, πολιτικά και οικονομικά- σύστημα;
Οι πιο αισιόδοξοι από την παρέα μας πιστεύουν ότι οι περίοδοι κρίσης είναι η εποχή στην οποία δένουμε τα σκυλιά με τα λουκάνικα. Σχεδόν δεν χρειάζεται να ιδρώσουμε για να πετύχουμε τις ρωγμές. Οι ρωγμές συμβαίνουν μόνες τους – πρόκειται για κάποιου είδους πυρηνικό ατύχημα: δεν χρειάζεται να κάνεις κάτι, ο κόσμος απλώς αναπνέει τις ραδιενεργές ουσίες που εκλύονται στην ατμόσφαιρα και τις κυκλοφορεί το αεράκι. Ήτοι, το πουλόβερ ξηλώνεται μόνο του. Το μόνο που μένει σ’ εμάς, είναι να επισημάνουμε ότι ο βασιλιάς είναι γυμνός.
Οι απαισιόδοξοι πιστεύουν πως όχι, το σύστημα ξέρει καλά να ενσωματώνει τους αμφισβητίες ως γραφικούς. Αλλά, μια που θυμηθήκαμε, λίγο πριν, τον Τυνήσιο μικροπωλητή, ίσως θα πρέπει να κρατάμε μια πισινή όταν μιλάμε για πανίσχυρα συστήματα.
Στην παράσταση χρησιμοποιείτε ως μότο τη φράση του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου: Να τραβήξουμε κουπί. Εντάξει. Μα μήπως πρέπει πρώτα να πετάξουμε κάποιους στη θάλασσα; Αν έτσι συμβεί, έχουμε ελπίδες να βγούμε από το λάκκο με τα σκατά;
Δεν αρκεί να πετάξουμε κάποιους στη θάλασσα. Πάντα θα βρεθεί κάποιος χειρότερος να τους αντικαταστήσει. Το άλλο μισό αίτημα είναι να ελέγχουν και να ορίζουν τα πράγματα με έναν τρόπο πιο δίκαιο οι πολίτες. Ο λάκκος με τα σκατά είναι, στην παράσταση, ο φιλήσυχος ηλίθιος που ανέχεται και στηρίζει όλη αυτή την τρέλα. Σε αυτόν απευθύνεται η επιθεώρησή μας. Τον βρίζει και του ζητάει να αναλάβει τις ευθύνες του.
Ας καταφύγουμε πάλι στον Λυκιαρδόπουλο: «Έτσι μιλάω γιατί έτσι είμαι, έτσι είμαι γιατί έτσι μόνο μπορώ να είμαι». Δεν έχουμε και πολλές επιλογές. Ή τους πετάμε και ξεκινάμε από την αρχή ή τους κρατάμε και συνεχίζουμε έτσι. Δυστυχώς, η εθελοδουλία είναι ένα από τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων, εδώ και αιώνες. Πρέπει να υπάρχει θέληση για δύναμη για να καταφέρουμε να ξεπεράσουμε τους εαυτούς μας και να βγούμε από το λάκκο με τα σκατά. Άλλωστε, δεν χρειάζεται να βγούμε όλοι. Ξέρετε, υπάρχει μια εταιρία εκκενώσεως βόθρων που λέγεται «Αρίων». Η ποίηση είναι παντού!