Ορυχεία και real estate στη θέση του φυσικού πλούτου της Ελλάδας
Οι σχιζοφρενείς δολοφόνοι με τα πριόνια και τα μνημόνια χτυπούν αλύπητα. Με παρέμβασή του στο Συμβούλιο Υπουργών Περιβάλλοντος στο Βίλνιους της Λιθουανίας, ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Γιάννης Μανιάτης, άνοιξε το θέμα του περιορισμού του Δικτύου Natura 2000, σκιαγραφώντας τις ελληνικές προτεραιότητες στη νέα προγραμματική περίοδο 2014-2020. Συγκεκριμένα, αναφερόμενος «στο μέγεθος της πρόκλησης που αποτελεί η ολοκληρωμένη διατήρηση και διαχείριση των περιοχών Natura 2000, εν μέσω εξαιρετικά δυσμενών οικονομικών συνθηκών, δεδομένου ότι καταλαμβάνουν το 27% των χερσαίων εδαφών και το 6% της θαλάσσιας έκτασης της χώρας μας», κατέστησε σαφές πως για την ηγεσία του υπουργείου, προτεραιότητα δεν αποτελεί η διατήρηση, προστασία και ανάδειξη του φυσικού πλούτου της Ελλάδας και η υποστήριξη των φορέων προστασίας που βρίσκονται υπό κατάρρευση. Αντιθέτως, κύριος στόχος των παρεμβάσεων που ετοιμάζονται στις 443 ελληνικές περιοχές του Natura 2000 είναι η αξιοποίηση του εθνικού ορυκτού πλούτου που, σύμφωνα με μελέτες του ΙΓΜΕ, αποτελεί ένα «σεντούκι» κρυμμένο στα έγκατα της ηπειρωτικής Ελλάδας, συνολικής αξίας 80-100 δισ. ευρώ. Με τη χαρακτηριστική φράση ότι «το μετάλλευμα δεν μπορεί να εξορυχθεί παρά μόνον από την περιοχή στην οποία βρίσκεται, αλλιώς θα μείνει κρυμμένος θησαυρός», η πλευρά του ΥΠΕΚΑ δίνει το στίγμα των σχεδιασμών της. Στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων το αποθεματικό δυναμικό των κυριότερων μετάλλων της χώρας (νικέλιο, χρώμιο, μόλυβδος-ψευδάργυρος, χαλκός, ασήμι, αντιμόνιο, μαγγάνιο, μόλυβδος-βολφράμιο και αλουμίνα) βρίσκεται σε περιοχές υψηλής περιβαλλοντικής προστασίας, σε αιωνόβια δάση και βιοτόπους. Επίσης, το νέο καθεστώς προστασίας στις περιοχές Natura 2000 θα εξυπηρετήσει και θα διευκολύνει τουριστικές και οικιστικές επενδύσεις. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι «το καθεστώς της υπερπροστασίας λειτουργεί εχθρικά» και ότι, «όταν αναπτυχθούν οικονομικές δραστηριότητες, οι τοπικές κοινωνίες θα κερδίζουν εισόδημα και θέσεις απασχόλησης», μια ρητορική που εκμεταλλεύεται φανερά την ανεργία που μαστίζει τον ελληνικό λαό. Σύμφωνα με πληροφορίες, το πιθανότερο σενάριο είναι πως θα αλλάξει η ιεράρχηση της προστασίας των περιοχών του δικτύου. Δηλαδή, θα υπάρχει απόλυτη προστασία στο στενό πυρήνα της προστατευόμενης περιοχής, ενώ θα επιτρέπονται επενδύσεις και εκμεταλλεύσεις στην ευρύτερη ζώνη της χαρακτηρισμένης περιοχής, όπως ορυχεία, ξενοδοχεία κ.λπ.(!). Όμως, η κατρακύλα και το περιβαλλοντικό, αλλά και εθνικό και ηθικό έγκλημα, δεν σταματά εδώ. Σε ερώτησή της στη Βουλή για το θέμα η βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, Ηρώ Διώτη, ανέφερε πως «στις λίστες του ΤΑΙΠΕΔ περιλαμβάνονται δεκάδες περιοχές του Δικτύου NATURA, αν και απαγορεύεται. Οι Φορείς Διαχείρισης Προστατευομένων Περιοχών, όπου έχουν απομείνει, φυτοζωούν αφού το ΥΠΕΚΑ τους έχει κόψει τη χρηματοδότηση […]. Επιπλέον, απαρατήρητο δεν περνά ούτε το ν/σ που κατέθεσε το υπουργείο Δικαιοσύνης για την “επιτάχυνση εκδίκασης ένδικων μέσων στο Συμβούλιο της Επικρατείας για την υλοποίηση επενδύσεων”, αφού στο άρθρο 1 ξεκαθαρίζεται ότι το νέο τμήμα Ζ’ που δημιουργείται στο ΣτΕ θα ασχολείται κατ’ αποκλειστικότητα με υποθέσεις που αφορούν τη νομοθεσία για την αξιοποίηση και εκμετάλλευση εν γένει του ορυκτού πλούτου της χώρας». Έτσι το προστατευόμενο οικοσύστημα, ένα από τα καμάρια της Ελλάδας, μιας χώρας που κατέχει ίσως τη μεγαλύτερη βιοποικιλότητα στην Ευρώπη και δεκάδες ενδημικά είδη, η οποία είναι παγκοσμίως γνωστή για το φυσικό της πλούτο, θα καταστραφεί.
Κατάργηση των Φορέων Διαχείρισης
Εκτός από την επίθεση στον πυρήνα του Δικτύου Natura, πρέπει να σημειωθεί και η επίθεση στους φορείς που διαχειρίζονται όλες τις προστατευόμενες περιοχές, οι οποίοι αποτελούν τα εργαλεία της ελληνικής πολιτείας ώστε να προστατεύονται περιοχές που αποτελούν, σύμφωνα με τα λόγια των εργαζομένων στους φορείς, τα «διαμάντια της ελληνικής φύσης». Παρά τις αρχικές δυσκολίες, οι Φορείς Διαχείρισης στηριζόμενοι κυρίως στον ζήλο των εργαζομένων τους -στη συντριπτική τους πλειοψηφία συμβασιούχοι- κατέφεραν να αντιστρέψουν το αρνητικό κλίμα απέναντί τους και να πείσουν τις τοπικές κοινωνίες για το οφέλη που παρέχουν οι προστατευόμενες περιοχές.
Λειτουργούν, όπως καταγγέλλουν οι εδώ και πολλούς μήνες απλήρωτοι εργαζόμενοι, «με κοινοτικά κονδύλια, χωρίς καμία στήριξη από τον κρατικό Προϋπολογισμό». Όλα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα η χώρα μας να διατηρεί τη θλιβερή παγκόσμια πρωτιά, να κάνει λόγο για διαχείριση προστατευόμενων περιοχών χωρίς ύπαρξη τακτικού προσωπικού, με φορείς που καλούνται να λειτουργήσουν χωρίς να μπορούν να πληρώσουν ούτε τους λογαριασμούς του τηλεφώνου. Και όλα αυτά αφορούν το 27% των προστατευόμενων περιοχών. Το υπόλοιπο 73% «παραμένει χωρίς κανένα σχήμα διοίκησης ή διαχείρισης, εγκαταλελειμμένο στην τύχη του».
Ως αποτέλεσμα, εκτός από την απουσία προστασίας, η χώρα μας αδυνατεί να ανταποκριθεί στις διεθνείς της υποχρεώσεις και στις κοινοτικές οδηγίες, όπως η Επιστημονική Παρακολούθηση των ειδών πανίδας, χλωρίδας και των οικοτόπων και τη σύνταξη της εξαετούς έκθεσης παρακολούθησης, που έπρεπε να παραδοθεί τον Ιούνιο, γεγονός που θα επιφέρει σημαντικά πρόστιμα.
Η λύση που επέλεξε η κυβέρνηση σε όλα τα προαναφερθέντα προβλήματα, είναι η από τον Ιανουάριο κατάργηση των Φορέων Διαχείρισης, ακόμα και νεοσυσταθέντων, όπως της Λίμνης Καστοριάς, αλλά και η συγχώνευση αυτών, όπως της Καρπάθου-Σαρίας με… το φαράγγι της Σαμαριάς.
Και ύστερα ήρθαν οι «επενδυτές»…
Ηλίας Σταθάτος