Ξεκίνησα να διαβάζω τα Ακροδάχτυλα (εκδόσεις Πόλις), την πρώτη ποιητική συλλογή της Τσαμπίκας Χατζηνικόλα, στο μετρό. Θα σκεφτείτε πως ήταν ο πιο ακατάλληλος χώρος. Κι όμως…
Οι στίχοι με συνεπήραν κι ήταν σα να βρισκόμουν σε ένα άλλο ταξίδι κι όχι μέσα στους συρμούς της καθημερινότητάς μου.
«…κι αγάπησα αυτούς που λάτρεψαν / τη σπίθα των θλιμμένων ματιών, / τις δυο ρυτίδες στο στόμα δίπλα, / εκεί που γέλιο και θλίψη τρεμοπαίζουν σιωπηλά»
Βουτιά στη σελίδα του βιβλίου, κι όπως όταν βγαίνεις από μια βουτιά στη θάλασσα, ο κόσμος είναι διαφορετικός: «εγώ θα βλέπω –για όσο ζω– / την πανσέληνο να ανατέλλει κάθε βράδυ / μέσα στο βλέμμα σου»
Και τότε σκέφτεσαι πως θα ήθελες να είναι κάπως έτσι τα πράγματα: «Κράτησες μπροστά στο στόμα μου / την παλάμη σου / θέλοντας να αισθανθείς τις λέξεις μου»
Η ποίηση, κι ας το ξεχνάμε, σε βοηθά: «Ν’ αναμετριέσαι / με σκοτάδια και θεριά / ελπίζοντας / στη λύτρωση μιας καταιγίδας / που θα μπορούσε να ξεπλύνει/ μνήμες, / τουλάχιστον εκείνες / που θα ‘θελες να σβήσεις»
Η φωνή από τα μεγάφωνα «Δουκίσσης Πλακεντίας, τερματικός σταθμός, παρακαλούνται οι επιβάτες να αποβιβαστούν» σε προσγειώνει στην πραγματικότητα, όμως όλα πια έχουν μεταμορφωθεί γύρω σου.
Συνέντευξη στον Κώστα Στοφόρο
Ποίηση και μάλιστα με έντονο το ερωτικό στοιχείο. Τι είναι αυτό που σας οδήγησε στη γραφή και την έκδοση των Ακροδάχτυλων;
Η γραφή αυτών των ποιημάτων ήταν αποτέλεσμα της ανάγκης μου να εκφράσω όσα με πονούσαν και με πονούν. Η έκδοσή τους έγινε ύστερα από πρόταση του ίδιου του κυρίου Γκιώνη (εκδόσεις Πόλις). Μετά την πρότασή του, απευθύνθηκα στον καθηγητή Αρχαιολογίας κύριο Πέτρο Θέμελη, επόπτη μου στο διδακτορικό, για να επιλέξουμε όσα θα μπορούσαν να εκδοθούν. Ο κύριος Θέμελης είναι και εκείνος που πρότεινε τον τίτλο Ακροδάχτυλα.
Ψευδαισθήσεις, Σώματα, Κόσμος. Γιατί χωρίσατε το βιβλίο σε αυτά τα μέρη;
Οι ψευδαισθήσεις είναι όσα μας τρέφουν, είναι συχνά ένα κίνητρο για να συνεχίσουμε στο ίδιο μοτίβο ή ακόμα και για να πάμε παρακάτω ελπίζοντας. Τα σώματα αποτελούν το χειροπιαστό αλλά και άπιαστο μαζί, αφού πολλές φορές συνεχίζουμε να αγαπάμε εκείνα που δεν έχουν πια καμιά θέση στη ζωή μας. Ο κόσμος, τέλος, είναι ό,τι μας περικλείει, ο πραγματικός, ο κόσμος των άλλων, αλλά και εκείνος που πλάθουμε εμείς και που θα θέλαμε να μας περιβάλλει.
Οι λίγες λέξεις, με το συμπυκνωμένο νόημα ή με την ένταση της μοναδικής εικόνας που εμφανίζουν μπροστά στα μάτια σου, σε βάζουν ν’ αναμετρηθείς άμεσα με τον εαυτό σου, χωρίς περιθώρια αναλύσεων, μόνο εδώ και τώρα
Γράφετε «…ζητώντας το απίθανο / σαν να ‘ναι αυτό το μόνο ικανό για να σε σώσει / από τον κόσμο / και τον εαυτό σου». Εσείς το ζητάτε το απίθανο;
Η ζωή δεν έχει ενδιαφέρον, χωρίς την αναζήτηση του ξεχωριστού και του απίθανου, σε όποια μορφή και αν μας αποκαλύπτεται. Και μπορεί κανείς να το ζητήσει και να το ζήσει τελικά σε πολλές εκφάνσεις της ζωής του, αρκεί να είναι ανοιχτός και δεχτικός. Για μένα το απίθανο αποκαλύπτεται στις λεπτομέρειες και στις καθημερινές συζητήσεις με τους φίλους μου, μέσα από τις οποίες ανακαλύπτω ακόμα κομμάτια του εαυτού μου.
«Ανακάλυψε ο ποιητής / γεμάτος τρόμο / ότι δεν ήταν η πόλη που χανόταν / ήταν ο ίδιος / μέσα σε δρόμους σκοτεινούς του νου / και του αξεδιάλυτου παρόντος του»… Με αφορμή αυτούς τους στίχους σας, ήθελα να σας ρωτήσω: γιατί η ποίηση σήμερα δεν έχει την απήχηση που είχε παλιότερα;
Ίσως γιατί η ανάγνωση της ποίησης θέλει μεγαλύτερη προσήλωση ή έστω –όπως λένε κάποιοι φίλοι μου– την κατάλληλη ψυχολογική διάθεση. Οι λίγες λέξεις με το συμπυκνωμένο νόημα, ή με την ένταση της μοναδικής εικόνας που εμφανίζουν μπροστά στα μάτια σου, σε βάζουν ν’ αναμετρηθείς άμεσα με τον εαυτό σου, χωρίς περιθώρια αναλύσεων, μόνο εδώ και τώρα.
Ο Αλέξης Πάρνης είπε σε μια συνέντευξη του πως «ήταν έγκλημα ότι αφαιρέσαμε από τον λαό την έμμετρη ποίηση που τη διάβαζε και του άρεσε… Υπάρχει τώρα εργαζόμενος άνθρωπος που διαβάζει ποίηση; Τότε διάβαζαν και οι εργαζόμενοι. Στη Ρωσία, όμως, βλέπεις στο μετρό πολλούς ανθρώπους που πάνε στη δουλειά τους να διαβάζουν ποίηση. Επειδή οι Ρώσοι διατηρήσανε τη ρίμα, η οποία δίνει στον άνθρωπο την αίσθηση της αρμονίας…» Εσείς θα γράφατε με ρίμα;
Δεν το έχω προσπαθήσει, αλλά νομίζω πως δεν θα μπορούσα να γράψω με ρίμα. Η ποίηση δεν έχει να κάνει με το τελείωμα των στίχων, αλλά με τη μουσικότητα και το ταίριασμα των λέξεων σ’ αυτούς. Και η αρμονία σίγουρα δεν είναι μόνο αποτέλεσμα της ρίμας. Εξάλλου, η ποίηση είναι για μένα αποτέλεσμα της ψυχολογικής κατάστασης στην οποία βρίσκομαι τη στιγμή που γράφω. Η ρίμα απαιτεί αυτό που έγραψες να το τροποποιήσεις πολλές φορές για να πετύχεις το επιθυμητό αποτέλεσμα και κατά συνέπεια να αφαιρέσεις μέρος του συναισθήματος, όπως αυτό εκφράστηκε αυθόρμητα στην αρχική μορφή του κειμένου σου.
* Ο πίνακας του εξωφύλλου και η φωτογραφία του βιβλίου είναι του Σάμη Σαμπώχ