Μπαίνουμε σε μια εποχή πρωτόγνωρη – Αλλαγές απαιτούνται στον τρόπο με τον οποίο στεκόμαστε απέναντι στα «φαινόμενα» της προσωπικής και κοινωνικής μας ύπαρξης
Αη Βασίλης μπαίνει σ’ ένα ακριβό κέντρο διασκέδασης και αρχίζει να γαζώνει τους πάντες. Νταλίκες σε τρελή πορεία σκοτώνουν δεκάδες ανθρώπους που περπατούν αμέριμνοι. Αστυνομικός με πολιτικά δημιουργεί την πιο κινηματογραφική σκηνή του 2016, πυροβολώντας τον Ρώσο πρέσβη.
Ο κόσμος μέσα στον οποίο ζήσαμε μέχρι τώρα δεν υπάρχει πια. Όσο γρηγορότερα το πιστέψουμε και το αποδεχτούμε τόσο το καλύτερο. Όλα δείχνουν ότι μπαίνουμε σε μια εποχή ασυνήθιστη και πρωτόγνωρη. Οι αλλαγές δεν αφορούν πια κάποια καλυτέρευση ή χειροτέρευση, κάποια ποσοτικά δεδομένα που τροποποιούνται, αλλά κάτι βαθύτερο.
Οι αλλαγές αφορούν τον ίδιο τον τρόπο με τον οποίο στεκόμαστε απέναντι στα «φαινόμενα» της προσωπικής και κοινωνικής μας ύπαρξης. Όχι μόνο για όσα θα βιώσουμε «αυτοί καθαυτοί» και «αυτά καθαυτά», αλλά και για όσα θα χρειαστεί να κατατάξουμε στο μυαλό, να χωρέσουμε στο νοητικό μας σύμπαν και σίγουρα στα συναισθήματά μας. Κι ενώ ισχύει ότι πάντα «ανέτοιμους» μας συναντούν οι τομές, τουλάχιστον ας μην είμαστε παντελώς ανυποψίαστοι. Έστω κι αν από την επίγνωση μιας κατάστασης μέχρι την πράξη παρεμβάλλονται πολλά ακόμα πράγματα.
Ο φόβος είναι πια διαρκής
Η ουσία είναι ότι ζούμε και εθιζόμαστε σε μια κατάσταση όπου σε άλλες εποχές θα αποτελούσε εξαίρεση ή ακραίο γεγονός. Ο φόβος είναι πια διαρκής, η ζωή στη Δύση έρχεται εγγύτερα στον παγκόσμιο μέσο όρο, δηλαδή ανασφάλεια, αβεβαιότητα, κίνδυνος απώλειας «κατά τύχη». Μα και σαν να ζούμε τα προεόρτια μιας νέας φάσης όπου το καθεστώς έκτακτης ανάγκης που επιβάλλεται σε όλες τις μεγάλες πόλεις, σε όλες τις γωνιές του πλανήτη, θα είναι η μόνη πραγματικότητα. Οι κάθε μορφής συρράξεις, η οργανωμένη και τυφλή βία, η στρατιωτική και παραστρατιωτική σύγκρουση, θα είναι απλά η καθημερινότητά μας.
Η φαντασμαγορία των χτυπημάτων και η υπέρμετρη, προπαγανδιστική προβολή της βιαιότητας, μπορεί να αποτελούν μια αποκάλυψη για τη βαρβαρότητα που ποτέ δεν έλειψε από τον πλανήτη, ενόσω η Δύση εξουσίαζε και παρασιτούσε τις φτωχότερες χώρες και λαούς. Μήπως για αρκετά χρόνια είμαστε απλά οι τυχεροί του πλανήτη όλοι εμείς που γεννηθήκαμε στην περιβόητη Δύση; Ή μήπως και μέσα στην ίδια τη Δύση παραμένουμε τυχεροί, στο ρόλο κάποιων που απλά περιγράφουν τη βαρβαρότητα; Έτσι λοιπόν, οι τρόποι που «επιλέγονται» από τους τρομοκράτες είναι παρμένοι και συμβατοί με τη δυστυχία – και τα αδιέξοδά της – που κατακλύζει εκατομμύρια ανθρώπους στις περισσότερες γωνιές και ζώνες της γης. Δεν έχουν καμιά σχέση με τα αποδεκτά μέτρα της αγανάκτησης και της διαμαρτυρίας, γι’ αυτό και «δεν το χωρά ο νους μας». Κατά μία έννοια ευτυχώς. Με μια ακόμα προσθήκη όμως: Το να μην συνηθίσουμε στη βαρβαρότητα ακούγεται σωστό, αλλά στην πραγματικότητα έχουμε συνηθίσει τη βαρβαρότητα που ασκείται απέναντι σε άλλους, ίσως και πολύ δίπλα μας.
Πώς θα νιώθαμε λοιπόν αν ένας παρανοϊκός μπορούσε να κινηματογραφεί μερικές από τις χιλιάδες αυτοκτονίες που θερίζουν τις δυτικές, ευρωπαϊκές κοινωνίες; Θα υπήρχε μέτρο σύγκρισης με τους αποκεφαλισμούς του ISIS που βλέπουμε ζωντανά στο διαδίκτυο; Θα ταραζόμασταν το ίδιο, περισσότερο ή λιγότερο; Τραβηγμένη αναλογία και ρητορικό ίσως το ερώτημα.
Αλίμονο αν φτάσουμε σε μια κατάσταση όπου μια αρχή ή μια εξουσία θα μπορούν να αποτρέπουν με επιτυχία κάθε είδους χτύπημα. Κανένα μέσο, τεχνικό ή στρατιωτικό δεν μπορεί να καταργήσει πλήρως τη δυνατότητα και την ικανότητα κάποιου να θυσιαστεί και να σκοτώσει με τόσο παράδοξο και ευφάνταστο τρόπο. Δεν λέμε ότι είναι κάποιοι «τρελοί» και «αποφασισμένοι» που αλλάζουν τα παγκόσμια δεδομένα, αλλά ότι οι ειδικές νομοθεσίες, τα προληπτικά μέτρα καταστολής, οι στρατιωτικές τεχνολογίες δεν πρόκειται να μετριάσουν το φαινόμενο. Μοιάζει σαν το τζίνι να είναι πραγματικά ανεξέλεγκτο. Όπλα, γνώση και αποφασιστικότητα κυκλοφορούν ορφανά για κάθε επίδοξο μάρτυρα. Αυτό δεν οδηγεί σε παραίτηση και προσευχή –ξανά η θρησκεία- για να μη μας βρει το κακό. Απλά σημαίνει αντίσταση σε κάθε προσπάθεια να τεθεί ολοκληρωτικός έλεγχος πάνω στις ζωές μας υπό την απειλή ή και την πραγματικότητα της τυφλής βίας.
Κοντά 30 χρόνια πριν, ο Παναγιώτης Κονδύλης, εντός γενικότερων σκέψεων για την τρομοκρατία, έγραφε: «Η “παγκοσμιοποίηση”, δεν θα είναι μονόπλευρη, όπως διατείνονται οι ιδιοτελείς ή οι αφελείς θιασώτες της, δεν θα αφορά δηλαδή μόνον τις χρηματιστηριακές και τις επενδυτικές εργασίες ή τα “ανθρώπινα δικαιώματα”, αλλά θα επεκταθεί εξ ίσου και στην ανομία, στο οργανωμένο και στο ανοργάνωτο έγκλημα, στη διεκδίκηση των πάντων εκ μέρους των πάντων, όπου τον αγώνα των κρατών και των εθνών θα τον διαδεχθεί, τουλάχιστον εν μέρει, ο αγώνας ανθρώπου προς άνθρωπο».
Κάτι παραπάνω θα υπάρχει ως αιτία από απλά τον θρησκευτικό φανατισμό και τη μισαλλοδοξία κάποιων. Η ένταξη ή η μαζική υποστήριξη εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων στους τρομοκράτες, η δημιουργία σταθερών ή δυναμικών εστιών και υβριδικών κρατών δείχνει μάλλον ότι αυτή η συνθήκη αποτελεί μια ορισμένη διέξοδο. Πάντα ελλείψει άλλων, αλλά αυτό είναι μια κοινοτοπία. Όπως είναι εξίσου σαφές ότι πίσω από τα τρομοκρατικά χτυπήματα αποκαλύπτεται η προώθηση γεωπολιτικών και άλλων επιδιώξεων που ο ανύπαρκτος ειρηνικός και δημοκρατικός κόσμος των διευθετήσεων δεν επιτρέπει. Η τρομοκρατία μοιάζει σαν να ορίζει έναν τρόπο αντίστασης, αλλά και κάτι παραπάνω. Δεν είναι μόνο κάποιοι εξαθλιωμένοι, αλλά υπάρχει γνώση, οργάνωση, μανιφέστα, πρόταση για έναν τρόπο οικονομικής και κοινωνικής ζωής.
Οι παίκτες είναι πολλοί. Κράτη, έθνη, πολυεθνικές, αγορές, κυβερνήσεις, τρομοκράτες, λαοί, κινήματα. Οι συσχετίσεις μεταξύ τους μπερδεμένες. Φίλοι, εχθροί, σύμμαχοι τακτικοί ή καρδιακοί. Όπως και τα πεδία αντιπαράθεσης. Οικονομία, πολιτική, γεωπολιτική, στρατός, αλλά και νόημα.
Τραγικοί και ενδιαφέροντες καιροί.