«Φυσικά, όσον αφορά την ιστορική προέλευση μιας αριστοκρατικής κοινωνίας (και άρα την προϋπόθεση γι’ αυτή την προαγωγή του τύπου “άνθρωπος”), δεν πρέπει να τρέφουμε ανθρωπιστικές αυταπάτες: η αλήθεια είναι σκληρή. Ας ομολογήσουμε χωρίς περιστροφές πώς ξεκίνησε μέχρι τώρα κάθε ανώτερος πολιτισμός πάνω στη γη! Άνθρωποι μιας φύσης ακόμα φυσικής, βάρβαροι με κάθε φοβερή σημασία της λέξης, αρπακτικοί άνθρωποι που διέθεταν ακόμη μια αλώβητη δύναμη θέλησης κι έναν πόθο για εξουσία, ρίχτηκαν πάνω σε πιο αδύνατες, πιο πολιτισμένες, πιο φιλειρηνικές, εμπορικές ίσως ή ποιμενικές ράτσες ή πάνω σε γέρικους κουρασμένους πολιτισμούς, που οι τελευταίες ζωτικές δυνάμεις τους τρεμόσβηναν μέσα σ’ ένα πυροτέχνημα πνεύματος και διαφθοράς. Η ευγενής κάστα ήταν πάντα στην αρχή η βάρβαρη κάστα: η υπεροχή της έγκειτο όχι στη σωματική της δύναμη αλλά στην ψυχική – ήταν πιο πλήρεις άνθρωποι (πράγμα που σημαίνει επίσης, σε κάθε επίπεδο, “πιο πλήρη ζώα”)» (Νίτσε, Πέρα από το καλό και το κακό, αφορισμός 257).

Το ενδιαφέρον σ’ αυτή τη συνοπτική γενεαλογία της «αριστοκρατίας» είναι ότι αποτυπώνει τη βαθύτερη προέλευση των κυρίαρχων ομάδων μέσα στην ιστορία, αυτών που έλκουν την εξουσία και τα προνόμιά τους από το αίμα: όχι κάποιο «ευγενές» αίμα που κληρονομούν από γενιά σε γενιά, αλλά το αίμα των άλλων που χύνουν. Νομιμοποιημένες εκ των υστέρων με την επίκληση καταγωγικών μύθων, θεϊκών δυνάμεων και ανώτερων ιδεωδών, τούτες οι ομάδες προέρχονται ουσιαστικά από άγριους και αρπακτικούς βαρβάρους, που ωθούνταν από μια άσβεστη θέληση για δύναμη, με την ευρεία –ζωτική και ψυχική, δημιουργική όσο και καταστροφική– σημασία που αποδίδει στον όρο ο Νίτσε. Γεγονός που σφραγίζει τη θέση και το ρόλο τους στη συνέχεια.

Η πρόκληση είναι λοιπόν να αναμετρηθεί κανείς μ’ αυτή τη θεώρηση της εξουσίας χωρίς να την αποσιωπήσει ή να την εξωραΐσει, αλλά ούτε και να χάσει, μέσα από την εύκολη απόρριψή της, την τεράστια κριτική σημασία της για τον σημερινό κόσμο

«Το ουσιώδες σε μια καλή και υγιή αριστοκρατία είναι όμως ότι δεν αισθάνεται σαν λειτουργία, είτε της μοναρχίας είτε της κοινότητας, αλλά σαν νόημα και ύψιστη δικαίωσή τους – ότι δέχεται επομένως με ήσυχη συνείδηση τη θυσία αναρίθμητων ανθρώπων που για το χατίρι της πρέπει να καταπιεστούν και να περισταλούν σε ατελείς ανθρώπους, σε δούλους και σε όργανα. Η βασική της πίστη πρέπει να είναι ότι η κοινωνία δεν πρέπει να υπάρχει για χάρη της κοινωνίας, αλλά μόνο ως υποδομή και σκαλωσιά επί της οποίας ένα εκλεκτό ον μπορεί να ανέλθει στην υψηλότερη αποστολή του και εν γένει σε μια υψηλότερη ύπαρξη» (αφ. 258).

Μ’ άλλα λόγια, μια τέτοια ομάδα δεν έχει τη συνείδηση ότι ανήκει και συμβάλλει σε μια ευρύτερη κοινωνία στην οποία οφείλει την ευημερία της, αλλά ότι βρίσκεται επικεφαλής μιας εξανδραποδισμένης μάζας που δεν της είναι τίποτα παραπάνω από υπόβαθρο, εργαλείο και αναλώσιμο υλικό. Η διαφορά τέτοιων παραδοσιακών κυρίαρχων ομάδων από τις πολιτικές, οικονομικές και πνευματικές ελίτ του νεωτερικού κόσμου είναι φανερή, καθώς οι τελευταίες επιζητούν την νομιμοποίηση των εξουσιών τους στο όνομα της λαϊκής κυριαρχίας, της ισότητας απέναντι στο νόμο, της αξιοκρατίας και των δημόσιων λειτουργημάτων που αναλαμβάνουν. Εμφανίζονται δηλαδή ως «πρώτοι υπηρέτες του λαού» και «όργανα του κοινού καλού», κι αυτή η «ηθική υποκρισία» είναι σημάδι ότι «το αγελαίο ένστικτο της υπακοής έχει κληρονομηθεί με τον καλύτερο τρόπο και σε βάρος της τέχνης του διατάζειν» (αφ. 199). Τούτο δεν ακυρώνει ούτε αφήνει πίσω την προηγούμενη διάγνωση, παρά είναι ίσα-ίσα το έναυσμά της. Ο Νίτσε ξεκινάει ακριβώς από την αντίθεσή του –ένα είδος αλλεργίας θα ’λεγε κανείς– προς το «δημοκρατικό γούστο» και τις «μοντέρνες ιδέες» που προωθούν τα «κακώς ονομαζόμενα ελεύθερα πνεύματα» των «ισοπεδωτών»· μέσα από τα «ίσα δικαιώματα» και τη «συμπόνια για καθετί που υποφέρει» βλέπει να επιδιώκεται «η καθολική πράσινη ευτυχία του βοσκότοπου της αγέλης, με ασφάλεια, σιγουριά, άνεση, ελάφρυνση της ζωής για όλους». Και ανατρέχει στο «αριστοκρατικό» παρελθόν για να παρουσιάσει όλα αυτά τα «θέλγητρα της εξάρτησης» ως έκπτωση των παλιών αξιών της πειθαρχίας και της ιεραρχίας, που σφυρηλατούν αντίθετα «το είδος “άνθρωπος”» στις πιο αντίξοες συνθήκες – εκεί όπου υπεισέρχονται «η σκληρότητα, η βία, η δουλεία, οι κίνδυνοι του δρόμου και της καρδιάς, το κρύψιμο, ο στωικισμός, η τέχνη της απόπειρας και κάθε λογής διαβολιά … καθετί κακό, επίφοβο, τυραννικό, αρπακτικό, φιδίσιο στον άνθρωπο … » (αφ. 44).

* * *

Τα εμπόδια που θέτει σε μας αυτή η προκλητικά ωμή και κυνική προβολή βάρβαρων ενστίκτων και δοκιμασιών –«πέρα από το καλό και το κακό»– δεν αίρονται από το γεγονός ότι ο Νίτσε τη συμπληρώνει με πλήθος λεπτότερων, αντισταθμιστικών αποχρώσεων και λυτρωτικών προεκτάσεων (1) και πρώτα απ’ όλα με τη μετουσίωση της βαρβαρικής θέλησης για δύναμη στη διαμόρφωση ελεύθερων πνευμάτων και στην προοπτική του Υπερανθρώπου (που κάθε άλλο παρά αυταρχικός δεσπότης και ισχυρός άνδρας είναι· μάλλον ένα είδος μοναχικού σοφού και ποιητή, όπως τον προαναγγέλλει ο Ζαρατούστρα). Το σκάνδαλο (που συνέβαλε, μαζί με τη μεταθανάτια εκδοτική τύχη του έργου του, στην παρεξηγημένη συσχέτισή του με το ναζισμό) είναι η απερίφραστη κατάφασή του σ’ αυτό το άγριο, αντιανθρωπιστικό, σχεδόν απάνθρωπο πλέγμα αξιών, το τόσο ξένο στην προοδευτική ηθική και τη δημοκρατική ευαισθησία μας· κατάφαση που συνοδεύεται, όπως θα όφειλε άλλωστε, από μια δηκτική κριτική αυτής ακριβώς της ευαισθησίας, σε όλες τις πολιτικές εκδοχές της (φιλελεύθερες, σοσιαλιστικές, αναρχικές, που γίνονται όλες ένα «στη θεμελιώδη και ενστικτώδη εχθρότητα εναντίον κάθε άλλης μορφής κοινωνίας εκτός από εκείνη της αυτόνομης αγέλης» – αφ. 202). Η πρόκληση είναι λοιπόν να αναμετρηθεί κανείς μ’ αυτή τη θεώρηση της εξουσίας χωρίς να την αποσιωπήσει ή να την εξωραΐσει στο όνομα του υπόλοιπου μεγαλόπνοου έργου, αλλά ούτε και να χάσει, μέσα από την εύκολη απόρριψή της, την τεράστια κριτική σημασία της για τον σημερινό κόσμο.

Το ζήτημα δεν είναι απλό. Ο Νίτσε εμφανίζει τις σύγχρονες αξίες σαν ένα μείγμα πανουργίας και αφέλειας, υποκρισίας και πλάνης, συμμόρφωσης και αποχαύνωσης, που διαβρώνει τη θέληση για δύναμη, η οποία δεν παύει πάντως, ξεστρατισμένη και εξασθενημένη, να δρα μέσα απ’ αυτές και να πετυχαίνει τους αλλοιωμένους έστω σκοπούς των κυρίαρχων. Αν αντιμάχεται τη διάβρωση δεν είναι επειδή συμμερίζεται κατ’ ανάγκην αυτούς τους σκοπούς, αλλά επειδή η προώθησή τους κρατάει αρκετά υγιή την κοινωνία ώστε να εκπληρώνει τον βασικό προορισμό της: να γεννάει τα λίγα εκείνα ελεύθερα πνεύματα από τα οποία θα προκύψουν οι ακόμη λιγότεροι «υπεράνθρωποι» – «Ένας λαός είναι η παράκαμψη της φύσης για να φτάσει σε έξι-επτά μεγάλους άνδρες. – Ναι: και ύστερα να τους αντιπαρέλθει» (αφ. 126).

Μας είναι δύσκολο να συμμεριστούμε αυτή την ιδιότυπη ευγονική. Έχουμε όμως κάθε λόγο, πίσω από τα σύγχρονα (μετα)δημοκρατικά στερεότυπα που λειτουργούν είτε ως συνειδητά ψεύδη είτε ως ευσεβείς πόθοι, αλλά και ως μαζικά ήθη και κομφορμιστικές συμπεριφορές, να αναγνωρίσουμε τη θέληση για δύναμη που συσκοτίζουν· αυτή που διέπει τελικά, με περισσότερη ή λιγότερη αποτελεσματικότητα (και χωρίς να αποκλείει κάποιες δημιουργικές παρεκκλίσεις), τις καταπιεστικές και εκμεταλλευτικές πρακτικές των ελίτ και τις σχέσεις εξουσίας που επιβάλλουν. Κι έχουμε επίσης κάθε λόγο να κατανοήσουμε άλλες, θετικές και αρνητικές, αθώες και ένοχες, γόνιμες και ευνουχισμένες, εκφράσεις της θέλησης για δύναμη, που διατρέχουν τη δική μας στάση μέσα στον κόσμο. Οι αμφίσημες σχέσεις μας με τους εθνοτικά και πολιτισμικά «άλλους» –φιλοξενία, αλληλεγγύη, ξενοφοβία, πόλεμος– και ίσως ακόμη πιο χαρακτηριστικά με τη φύση –προστασία, φιλοζωία, σφαγή, υποδούλωση, στυγνή εκμετάλλευση– είναι από τα πιο εύγλωττα παραδείγματα. Μέσα απ’ αυτά μπορούμε μάλιστα να εννοήσουμε καλύτερα, κατ’ αναλογία, τη δράση των κυρίαρχων στην ιστορία και τον τρόπο με τον οποίο μας αντιμετωπίζουν μέχρι και σήμερα (2). Η τρομερή αλήθεια, που αστράφτει στο δαιμονικό βλέμμα του Νίτσε, ενώ κρύβεται καλά από το αγγελικό προσωπείο της συναίνεσης, είναι ότι, γι’ αυτούς, ο λαός, η μάζα, το πλήθος δεν ήταν ποτέ κάτι άλλο από ξένοι – κι ούτε πολύ παραπάνω από ζώα.

(1) Βλ., για παράδειγμα, κάποιες σκέψεις για τη μουσική, τη Γερμανία και το Νότο, από τους αφορισμούς 254 και 255, τις οποίες σχολιάζω στον Δρόμο, φύλλο 253, 7/3/2015.

(2) Κινούμαστε πάντα εδώ στο πεδίο που ορίζει η ίδια η νιτσεϊκή σκέψη. Το ερώτημα από ποια εναλλακτική θέση θα μπορούσε να αναμετρηθεί κανείς μ’ αυτή τη ριζική ερμηνεία της εξουσίας θα εξεταστεί σε επόμενο κείμενο με αναφορά σε αντίπαλες προσεγγίσεις, όπως αυτή του Πιοτρ Κροπότκιν.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!