Συνεπῶς δὲν θὰ ἤξερα, καὶ δὲν θά ’πρεπε, νὰ διαλέξω ἀνάμεσα στὸν Καρυωτάκη καὶ στὸν Γρυπάρη μὲ τὸν Αἰσχύλο του… Κι ἡ ρουλέτα δὲν σταματᾶ ἐδῶ. Ὁ Ἄρης Ἀλεξάνδρου τὶς μεταφράσεις τοῦ Μαγιακόβσκι καὶ τῆς Ἀχμάτοβα, ποὺ μᾶς ἔδωσε, μόνο μὲ τὸ πεζὸ «Κιβώτιό» του τὶς ἀνταγωνίζεται. Ὁ Πολυλᾶς, ἂν ἐξαιρέσουμε τὸν «Ἐρασιτέχνη», ἕνα ἄψογο, προγραμματικὸ σονέτο, μᾶς ἔδωσε μόνο ὑπέροχες μεταφράσεις. Ἀντιθέτως, ὁ Καβάφης δὲν λειτουργοῦσε ἔτσι. Ἀλλὰ τὸν Καλλίμαχο θὰ τὸν διαβάζαμε πολὺ πιὸ φιλολογικά, ἂν στὴν παράδοσή μας δὲν ὑπῆρχε ὁ Καβάφης. Ὁπότε μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι, κατὰ κάποιον τρόπο, ὁ Καβάφης μέσω τοῦ πρωτότυπου ἔργου του «μετέφρασε» τοὺς Ἀλεξανδρινούς: τὸ κλίμα, τὸν τύπο εὐαισθησίας τους. Ἡ ρουλέτα περνᾶ ἀπ’ ὅλες τὶς θέσεις, σημασία ἔχει ἂν κερδίζεις…
Ἀπ’ τὴ μιὰ λοιπόν, καθένας διαλέγει ὅ,τι τοῦ πηγαίνει. Ἀπ’ τὴν ἄλλη, καθὼς σιγὰ-σιγὰ ἀποκτοῦμε ἐπίγνωση τῶν ὅρων ἐργασίας μας, ἐποπτεία τοῦ ἀντικειμένου μας καὶ συνείδηση τῶν προβλημάτων φόρμας καὶ τεχνικῆς, τὸ γοῦστο μας ριζώνει σὲ κάτι ὁλοένα καὶ πιὸ «ἀντικειμενικό»: Ἐλπίζουμε ὅτι διαλέξαμε κείμενα ποὺ ἀξίζουν οὕτως ἢ ἄλλως. Κι ὅτι τὰ κείμενα ποὺ διαλέξαμε συνδυάζονται σὲ μιὰν ἐναλλακτικὴ εἰκόνα γιὰ τὴ λογοτεχνία, ἐπιτρέπουν νὰ κοιτάξουμε ἀπὸ ἄλλη γωνία, λοξά, τὸ ἀδιάσπαστο τοπίο ποὺ ὀνομάζουμε Ποίηση καὶ νὰ κατανοήσουμε ἀλλιῶς τὴ συνοχή του…
Ὑπ’ αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις, θεωρῶ ὅτι ἡ ἐπιλογὴ τοῦ Ἄρη Ἀλεξάνδρου νὰ μεταφράσει ἔτσι ὅπως μετέφρασε εἰδικὰ ρώσους ποιητὲς τοῦ Μοντερνισμοῦ εἶναι κρίσιμη: Μαθαίνουμε γιὰ τὴ συνοχὴ τοῦ τοπίου κάτι ποὺ παρέμενε θαμμένο κάτω ἀπὸ ἰδεολογήματα συναφή, τάχα, πρὸς τὴν «οὐσία» τοῦ μοντερνισμοῦ. Ἐξηγοῦμαι:
Οἱ Ρῶσοι μοντερνιστὲς ἐπεδίωξαν νὰ κατανοήσουν τί σημαίνει μορφή. Ἡ ὁμοιοκαταληξία, ἡ στιχοποιία, ἡ προσωδία, τὰ μέτρα, ὁ ἐπιτονισμός, ἡ εἰκόνα τοῦ ποιήματος πάνω στὴ σελίδα ἀλλὰ καὶ τὸ ἠχητικὸ εἴδωλό του: ὅλα ἐτέθησαν ἐπὶ τάπητος. Αὐτὰ ἀκριβῶς τὰ στοιχεῖα ἐξασφαλίζουν τὴ συνοχὴ τοῦ τοπίου. Βεβαίως, ἀκόμη κι ἐδῶ, ὅπου ὁ μοντερνισμὸς ἐκτελωνίστηκε λειψά, ἔτσι ὥστε νὰ ταυτιστεῖ μὲ τὸν «ἐλεύθερο στίχο», ὅλοι οἱ καλοὶ ποιητές μας ἀνασυγκροτοῦν, μὲ ἄλλοτε ἄλλο τρόπο, τὰ στοιχεῖα τῆς φόρμας, τὰ ὁποῖα ὑποτίθεται πὼς ἐκ προοιμίου ἀπεμπόλησαν: Ἀπ’ τὸν Ἐλύτη ὣς τὸν Ἀσλάνογλου, ἀπ’ τὸν Ἐγγονόπουλο ὣς τὸν Φωκᾶ καὶ τὸν Λεοντάρη θὰ τὸ δεῖτε αὐτό. Ὅμως οἱ Ρῶσοι μοντερνιστὲς ἐπέμειναν καὶ στὰ προφανὴ στοιχεῖα, στὸ «γράμμα» τῆς φόρμας: ρίμες, μέτρα κ.λπ. Κράτησαν τὸ πρόβλημα φωτισμένο ἀπὸ παντοῦ, προφύλαξαν τὴν πληρότητά του. Κατὰ τὴ δική μου ἐντύπωση μάλιστα (ἀλλὰ ἐδῶ περνᾶμε σὲ ἄλλο θέμα), ἡ ἐπιλογὴ αὐτῶν τῶν προφανῶν στοιχείων ἐγγυᾶται τὴν ἀπόλυτη ἐλευθερία δίχως τὴν ὁποία δὲν μπορεῖ νὰ ἐξελιχθεῖ τὸ παιγνίδι.
Καὶ ἡ ἐλευθερία εἶναι ἑνιαία: προϋποθέτει πάντοτε τὴν ἀναίρεση τῆς λήθης – ποὺ ἡ διάχυσή της, ἀντιθέτως, βρίσκεται στὸν πυρήνα τοῦ μεταμοντέρνου πραξικοπήματος.
Μοῦ φάνηκε λοιπὸν πὼς ὑπὸ τὴν αἰγίδα τοῦ συμπλέγματος «Ἐλευθερία καὶ Μοῦσες» καὶ σὲ ἔντυπό της Ἀριστερᾶς δὲν θὰ ἦταν, ἀπὸ κάθε ἄποψη, ἄσκοπο νὰ δημοσιοποιήσω, ὡς φόρο τιμῆς στὸν Ἀλεξάνδρου, δοκιμὲς μεταφράσεων τριῶν ποιημάτων τοῦ προγραμματικὰ λησμονημένου ἐπὶ πολὺ καὶ βαθύτατα ἐλεύθερου μὲς στὴν ἐξορία του ποιητῆ τοῦ ρωσικοῦ μοντερνισμοῦ Ὀσὶπ Ἐμίλιεβιτς Μαντελστάμ. Χρονολογῶ τὰ ποιήματα καὶ διασαφηνίζω τὴ συγκυρία. Ἂν διαβαστοῦν τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο, προκύπτει μιὰ ἱστορία ποὺ δὲν θὰ τὴν κατάφερνα νὰ τὴν διηγηθῶ (καὶ μιὰ ἄποψη ποὺ δὲν θὰ κατάφερνα νὰ τὴν ἐκθέσω) ἐξίσου καλά.
[ΤΕΤΡΑΣΤΙΧΟ]*
Στερώντας μου τὴ θάλασσα, τὸ τρέξιμο, τὴν πτήση,
δεσμεύοντάς με νὰ μετράω μὲ βῆμα ἀργὸ τὴ γῆ,
τί καταφέρατε; Δεῖτε τί ἔχετε κερδίσει:
Κινῶ τὰ χείλη μου – νὰ τὰ δεσμεύσει ποιὸς μπορεῖ;
[Μάιος 1935]
*Διατηρῶ τὸν πρῶτο στίχο σὲ μετάφραση Ἄρη Ἀλεξάνδρου (Διάλεξα, Τυπογραφεῖο Κείμενα, Ἀθήνα 1984), τιμῆς ἕνεκεν. Ὁ δεύτερος διαμορφώνεται ἔτσι ὥστε νὰ διασώζει, ὅσο γίνεται, τὴ διπλὴ σημασία τῆς λέξης «stopa»: «πόδι» καὶ «μετρικὸς πούς». Ὅλο τὸ ποίημα, ποὺ συνετέθη στὸ Βορονέζ, τόπο ἐξορίας τοῦ Μαντελστάμ, ἀπηχεῖ τοὺς στίχους τοῦ (πρότυπου) ἐξόριστου ποιητῆ Ὀβίδιου («Tristia», 3, 7): «Ὅ,τι νὰ στερηθῶ γινόταν, μοῦ τὸ στέρησαν. / Μένει τὸ δῶρο μου, ἀξεχώριστο ἀπὸ μένα, / παρηγοριά μου: ἐδῶ δὲν ἔχει ἰσχὺ ὁ Καίσαρας».
[Ο ΛΥΚΟΣ] *
Γιὰ νὰ ὑψωθοῦν οἱ ἄνθρωποι, γιὰ ν’ ἀκουστεῖ
ὁ κεραυνὸς τῶν ἐπερχόμενων αἰώνων,
στερήθηκα τὴν εὐτυχία, τὴν τιμή,
τὴ θέση ποὺ εἶχα στὸ συμπόσιο τῶν προγόνων.
Ὅπως σὲ λύκο τσοπανόσκυλα, μοῦ ρίχνεται
ἡ ἐποχή μου – ὅμως δὲν μὲ γεννῆσαν λύκοι.
Πάρε με, κρύψε με σὰν σκοῦφο στὸ μανίκι
τῆς σιβηριανῆς προβιᾶς σου, στέππα, ἂν γίνεται –
γιὰ νὰ μὴ βλέπω τοὺς δειλούς, τὸ λερὸ χιόνι,
τὰ ματωμένα ὀστὰ δεμένα στὸν τροχό.
Γιὰ μένα οἱ ἀλεποῦδες μὲ φῶς ἀρκτικὸ
κι ἁγνὴ ὀμορφιὰ νὰ φέγγουν ὅταν θὰ νυχτώνει.
Μέσα στὴ νύχτα ὅπου κυλάει ὁ Γενισέι
καὶ τ’ ἄστρα ἀγγίζουν οἱ σημύδες – ἐκεῖ κρύψε με.
Δὲν ἔχω λύκου αἷμα στὶς φλέβες – πίστεψέ μέ!
Θὰ μὲ σκοτώσει ὁ ὅμοιός μου – ὅταν βρεθεῖ.
[17-28 Μαρτίου 1931]
[ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ ΣΤΑΛΙΝ] *
Ζοῦμε – καὶ σὰν νὰ λείπει ἡ γῆ κάτω ἀπ’ τὰ πόδια μας.
Λίγο πιὸ πέρα – δὲν ἀκούγονται τὰ λόγιά μας.
Μὰ ὅταν συνομιλοῦμε (ἤ, ἔστω, ἔτσι πιστεύουμε),
τὸν ὀρεσείβιο τοῦ Κρεμλίνου μνημονεύουμε.
Τὰ δάχτυλά του εἶναι – σκουλήκια χορτασμένα.
Τὰ λόγια – ἀπόλυτα σὰν βάρη μολυβένια.
Μουστάκι – κατσαρίδα ποὺ κρυφογελάει.
Μπότες – νὰ καθρεφτίζεται ὅποιος προσκυνάει.
Γύρω, ἡγετίσκοι – σβέρκοι εὔκαμπτοι ἢ σπασμένοι,
ἐν μέρει ἄνθρωποι κι ἀθύρματα ἐν γένει.
Κι ἀκοῦς χρεμέτισμα ἢ ρόγχο ἢ κάποια μείξη
ὅταν πετάγεται γιὰ νὰ δαχτυλοδείξει.
Νόμους σφυρηλατεῖ σὰν νὰ μᾶς πεταλώνει
στὸ αὐτί, στὸ μάτι ἤ – κάπου μὲς στὸ παντελόνι.
Καὶ κάθε φόνος μὲ μιὰν αἴσθηση εὐεξίας
πληροῖ τὸ στέρνο αὐτοῦ τοῦ γιοῦ τῆς Ὀσσετίας.
[Νοέμβριος 1933]
*Αὐτὰ τὰ σατιρικὰ δίστιχα ὁ Μαντελστὰμ τὰ διάβασε σὲ λιγοστοὺς γνωστούς. Κάποιος ἀνάμεσά τους τὸν κατέδωσε. Ἔτσι ἐξορίστηκε γιὰ πρώτη φορά. Πέθανε καθ’ ὁδὸν πρὸς τήν (δεύτερη) ἐξορία, πέντε χρόνια ἀργότερα.