Σημαιοφόροι της «εθνικής» συνευθύνης φυλαχτείτε από των παιδιών τα τεράστια μάτια. Του Μάρκου Δεληγιάννη
Τούτες τις καυτές ημέρες του καλοκαιριού, σκαρφαλωμένος σε ακτή απόμακρη, τη μοναξιά αποζητάς. Το βλέμμα σου ακολουθεί του κύματος την εμμονή καθώς ακούραστο κάνει την ίδια πληκτική κίνηση δοκιμάζοντας του βράχου την αδιαλλαξία. Σε λίγο ο ήλιος θα γύρει στου πελάγου την αγκαλιά , φορώντας τη βιολετί φορεσιά του κι η σκέψη πιο γρήγορη απ’ της αστραπής το διάβα θ’ ανοίξει τα κιτάπια της να μελετήσει το ταξίδι της ημέρας που πέρασε, να καταγράψει της νύχτας το σκοτάδι που σε λίγο καταφθάνει.
Αναρωτιέσαι. Μήπως η μοναξιά είναι του ανθρώπου η μόνη σοφία; Έτσι που ξέπεσαν οι άνθρωποι, οι ιδέες, οι λέξεις δεν υπάρχει λόγος πια να τρέχεις νυχτιάτικα παρέα με πανό, σημαίες κι απ’ το στόμα σου να βγαίνει η οργή ξεγυμνωμένη; Δε βαριέσαι, λες, μου φτάνει ένα κομμάτι θάλασσα ν’ αγναντεύω, όσο χωράει του βλέμματος η χωρητικότητα. Φτάνει ν’ αδράξεις εκείνο το φως που χάνεται αμέριμνα στου ορίζοντα τα βάθη, ψάχνοντας άλλους ουρανούς να φωτίσει, και ν’ αφουγκραστείς το στερνό αντίο που σου στέλνουν οι λιμανίσιοι γλάροι, καθώς ετοιμάζουν το βραδινό τους φαγητό. Μας αρκούν όλα αυτά; Καιρός ν’ αποκτήσουμε μια νέα επαφή με τη φύση.
Αυτά συμβαίνουν στις ήρεμες ακρογιαλιές. Αλλά όμως υπάρχουν κι άλλες παραλίες. Είναι οι αποκλεισμένες γλώσσες στεριάς απ’ τη μανιασμένη θύελλα που μαίνεται εδώ και τόσο καιρό. Ο άνεμος αμείλικτος ξεριζώνει κάθε έρεισμα. Όλος ο τόπος σείεται. Τ’ αγριοπούλια χιμάνε στις φωτισμένες γωνιές. Η θάλασσα αγριεμένη έτοιμη να παρασύρει ό,τι απαντήσει στο διάβα της. Είναι το αγριεμένο κύμα του κέρδους. Πιο άσπλαχνο κι απ’ της φύσης τα στοιχειά, πιο άπληστο απ’ του καρχαρία τη λαιμαργία. Το κέρδος που επιτίθεται και πολιορκεί εννέα μήνες τώρα ανθρώπινες οντότητες. Ζωντανές υπάρξεις που διεκδικούν το αυτονόητο, το δικαίωμα ν’ ατενίζουν κι αυτοί το χρώμα του άπειρου ουρανού, ν’ ανασαίνουν ανεμπόδιστα της φύσης το οξυγόνο, να κοιτάζουν χωρίς δισταγμό τον ερχομό της αυριανής ανατολής.
Βραδιάζει, κι άλλη μια μέρα, σε λίγο, θα οδηγηθεί στο εκτελεστικό απόσπασμα του χρόνου. Κάποια παιδιά θα κοιμηθούν νηστικά τρέμοντας. Τα όνειρά τους θα είναι τόσο διαφορετικά. Δεν κλαίνε όμως. Δεν επαιτούν. Κρατούν στα χέρια τους ένα πελώριο Γιατί! Εσείς, όλοι οι σημαιοφόροι της «εθνικής» συνευθύνης, φυλαχτείτε από των παιδιών τα τεράστια μάτια όταν εκπέμπουν θυμό ανημέρωτο. Αλήθεια, όταν το ξεμασκάρεμα ολοκληρωθεί πως θ’ αντικρύσετε της νιότης την οργή; Με τα ΜΑΤ; Ή με την αμέριστο συνδρομή των «έγκριτων» δημοσιογράφων; Τι θα πείτε εσείς, της συνετής συναίνεσης οι διαπρύσιοι κήρυκες, στους συνταξιούχους που τους απαγορεύετε να υπάρχουν; Πως το επιβάλλει του έθνους η σωτηρία, η εξόντωση κάποιων κοινωνικών ομάδων. Και τι θα πείτε στους απεργούς της Χαλυβουργίας, εσείς όλοι οι λεπτεπίλεπτοι αριστεροί; Πως, πάλι, πρέπει η σύνεση να επικρατήσει; Τα άδεια στομάχια, όμως, ποιος τα ρωτάει;
Αλίμονο, θλιβεροί ικέτες που εκλιπαρούν την υπαλληλική τρόικα, διαφεντεύουν τη ζωή μας. Οι φερέγγυοι επαίτες τείνουν την παλάμη στους τροϊκανούς, ικετεύουν μια ελεημοσύνη, μια προσφορά, έστω ασήμαντη, και σ’ αυτούς που τόσο πιστοί φάνηκαν στα κελεύσματα της διεθνούς των τοκογλύφων. Ένα τίποτα, ένα αντίδωρο, κάτι να δείξουν κι αυτοί, στον έρημο λαό, πως οι θυσίες τους επιτέλους θ’ αναγνωριστούν, κάποτε, στου Άδη τα σκοτεινά μονοπάτια.
Προτάσσουν έωλα επιχειρήματα: Πρέπει να υπάρχει σύμπνοια, ενότητα, εργασιακή ειρήνη, γιατί έτσι η χώρα θα γίνει ελκυστική στους ξένους επενδυτές. Τι φενάκη! Αλήθεια από τότε που έγινε κράτος λεύτερο ο τόπος μας, η ίδια επωδός επαναλαμβάνεται. Ακατάπαυστα μιλάμε για επενδύσεις. Αδιάκοπα καλούμε τους ξένους να καταθέσουν τον οβολό τους εδώ. Μα αυτή η πολιτική της επαιτείας απέτυχε παταγωδώς. Αυτοί έρχονται μόνο σαν τουρίστες. Οι φερέγγυοι ηγέτες μας πιστεύουν πάντα στους ξένους προστάτες. Ψάχνουν εναγώνια για στηρίγματα, περιφέρονται από δω κι από εκεί, σαν τσιγγάνοι. Το αποτέλεσμα παραμένει το ίδιο πάντα: Η χώρα μόνιμα χρεωμένη στους αδηφάγους τοκογλύφους.
Καιρός, σύντροφοι, να εγκαταλείψουμε πια τα έρημα ακρογιάλια, τους αδιάκοπους μονόλογους, τον ναρκισσισμό, που μας καταδιώκει. Καιρός να εγκαταλείψουμε τις καπνισμένες αίθουσες των συσκέψεων κι ας τρέξουμε στο πλευρό των αγωνιζόμενων της Χαλυβουργίας. Καιρός να γίνουμε όλοι εργάτες της.
Ας απλώσουμε τα χέρια κι ας τραγουδήσουμε με φωνή καθάρια τα ξεχασμένα μας τραγούδια: βράχια, βράχια /ενωθείτε / χέρια, χέρια/ τα βουνά και τα λαγκάδια/πιάστε το τραγούδι / πολιτείες και λιμάνια μπείτε στο χορό/Σήμερα παντρεύουμε τον Ήλιο/ τον Ήλιο με τη νύφη τη μονάκριβη/την Πασχαλιά.
Αναρωτιέσαι. Μήπως η μοναξιά είναι του ανθρώπου η μόνη σοφία; Έτσι που ξέπεσαν οι άνθρωποι, οι ιδέες, οι λέξεις δεν υπάρχει λόγος πια να τρέχεις νυχτιάτικα παρέα με πανό, σημαίες κι απ’ το στόμα σου να βγαίνει η οργή ξεγυμνωμένη; Δε βαριέσαι, λες, μου φτάνει ένα κομμάτι θάλασσα ν’ αγναντεύω, όσο χωράει του βλέμματος η χωρητικότητα. Φτάνει ν’ αδράξεις εκείνο το φως που χάνεται αμέριμνα στου ορίζοντα τα βάθη, ψάχνοντας άλλους ουρανούς να φωτίσει, και ν’ αφουγκραστείς το στερνό αντίο που σου στέλνουν οι λιμανίσιοι γλάροι, καθώς ετοιμάζουν το βραδινό τους φαγητό. Μας αρκούν όλα αυτά; Καιρός ν’ αποκτήσουμε μια νέα επαφή με τη φύση.
Αυτά συμβαίνουν στις ήρεμες ακρογιαλιές. Αλλά όμως υπάρχουν κι άλλες παραλίες. Είναι οι αποκλεισμένες γλώσσες στεριάς απ’ τη μανιασμένη θύελλα που μαίνεται εδώ και τόσο καιρό. Ο άνεμος αμείλικτος ξεριζώνει κάθε έρεισμα. Όλος ο τόπος σείεται. Τ’ αγριοπούλια χιμάνε στις φωτισμένες γωνιές. Η θάλασσα αγριεμένη έτοιμη να παρασύρει ό,τι απαντήσει στο διάβα της. Είναι το αγριεμένο κύμα του κέρδους. Πιο άσπλαχνο κι απ’ της φύσης τα στοιχειά, πιο άπληστο απ’ του καρχαρία τη λαιμαργία. Το κέρδος που επιτίθεται και πολιορκεί εννέα μήνες τώρα ανθρώπινες οντότητες. Ζωντανές υπάρξεις που διεκδικούν το αυτονόητο, το δικαίωμα ν’ ατενίζουν κι αυτοί το χρώμα του άπειρου ουρανού, ν’ ανασαίνουν ανεμπόδιστα της φύσης το οξυγόνο, να κοιτάζουν χωρίς δισταγμό τον ερχομό της αυριανής ανατολής.
Βραδιάζει, κι άλλη μια μέρα, σε λίγο, θα οδηγηθεί στο εκτελεστικό απόσπασμα του χρόνου. Κάποια παιδιά θα κοιμηθούν νηστικά τρέμοντας. Τα όνειρά τους θα είναι τόσο διαφορετικά. Δεν κλαίνε όμως. Δεν επαιτούν. Κρατούν στα χέρια τους ένα πελώριο Γιατί! Εσείς, όλοι οι σημαιοφόροι της «εθνικής» συνευθύνης, φυλαχτείτε από των παιδιών τα τεράστια μάτια όταν εκπέμπουν θυμό ανημέρωτο. Αλήθεια, όταν το ξεμασκάρεμα ολοκληρωθεί πως θ’ αντικρύσετε της νιότης την οργή; Με τα ΜΑΤ; Ή με την αμέριστο συνδρομή των «έγκριτων» δημοσιογράφων; Τι θα πείτε εσείς, της συνετής συναίνεσης οι διαπρύσιοι κήρυκες, στους συνταξιούχους που τους απαγορεύετε να υπάρχουν; Πως το επιβάλλει του έθνους η σωτηρία, η εξόντωση κάποιων κοινωνικών ομάδων. Και τι θα πείτε στους απεργούς της Χαλυβουργίας, εσείς όλοι οι λεπτεπίλεπτοι αριστεροί; Πως, πάλι, πρέπει η σύνεση να επικρατήσει; Τα άδεια στομάχια, όμως, ποιος τα ρωτάει;
Αλίμονο, θλιβεροί ικέτες που εκλιπαρούν την υπαλληλική τρόικα, διαφεντεύουν τη ζωή μας. Οι φερέγγυοι επαίτες τείνουν την παλάμη στους τροϊκανούς, ικετεύουν μια ελεημοσύνη, μια προσφορά, έστω ασήμαντη, και σ’ αυτούς που τόσο πιστοί φάνηκαν στα κελεύσματα της διεθνούς των τοκογλύφων. Ένα τίποτα, ένα αντίδωρο, κάτι να δείξουν κι αυτοί, στον έρημο λαό, πως οι θυσίες τους επιτέλους θ’ αναγνωριστούν, κάποτε, στου Άδη τα σκοτεινά μονοπάτια.
Προτάσσουν έωλα επιχειρήματα: Πρέπει να υπάρχει σύμπνοια, ενότητα, εργασιακή ειρήνη, γιατί έτσι η χώρα θα γίνει ελκυστική στους ξένους επενδυτές. Τι φενάκη! Αλήθεια από τότε που έγινε κράτος λεύτερο ο τόπος μας, η ίδια επωδός επαναλαμβάνεται. Ακατάπαυστα μιλάμε για επενδύσεις. Αδιάκοπα καλούμε τους ξένους να καταθέσουν τον οβολό τους εδώ. Μα αυτή η πολιτική της επαιτείας απέτυχε παταγωδώς. Αυτοί έρχονται μόνο σαν τουρίστες. Οι φερέγγυοι ηγέτες μας πιστεύουν πάντα στους ξένους προστάτες. Ψάχνουν εναγώνια για στηρίγματα, περιφέρονται από δω κι από εκεί, σαν τσιγγάνοι. Το αποτέλεσμα παραμένει το ίδιο πάντα: Η χώρα μόνιμα χρεωμένη στους αδηφάγους τοκογλύφους.
Καιρός, σύντροφοι, να εγκαταλείψουμε πια τα έρημα ακρογιάλια, τους αδιάκοπους μονόλογους, τον ναρκισσισμό, που μας καταδιώκει. Καιρός να εγκαταλείψουμε τις καπνισμένες αίθουσες των συσκέψεων κι ας τρέξουμε στο πλευρό των αγωνιζόμενων της Χαλυβουργίας. Καιρός να γίνουμε όλοι εργάτες της.
Ας απλώσουμε τα χέρια κι ας τραγουδήσουμε με φωνή καθάρια τα ξεχασμένα μας τραγούδια: βράχια, βράχια /ενωθείτε / χέρια, χέρια/ τα βουνά και τα λαγκάδια/πιάστε το τραγούδι / πολιτείες και λιμάνια μπείτε στο χορό/Σήμερα παντρεύουμε τον Ήλιο/ τον Ήλιο με τη νύφη τη μονάκριβη/την Πασχαλιά.
Σχόλια