https://niemandsrose-niemandsrose.blogspot.com/
Niemandsrose
Φύλο: Γυναίκα
Απασχόληση: Κασκαντέρ
blogger από τον Ιούνιο
του 2007
Πίσω από αυτό το λιτό, και ολίγον σουρεάλ, προφίλ, τι να κρύβεται άραγε;
Του κανενός το ρόδο. Κασκαντέρ.
«Ξεφυλλίζοντας», αποκαλύπτεται μια σύγχρονη γυναίκα με οικογένεια, δουλειά, μάλλον υψηλών απαιτήσεων και προφανή διάθεση για παρατήρηση όλων όσων γίνονται γύρω της. Όχι χωρίς να βάλει λίγο βαθύτερα το μαχαίρι και να διατυπώσει σκέψεις και διαπιστώσεις.
Μέσα από το δικό της βίωμα, αλλά και μέσα από μια ευαίσθητη κοινωνικά ματιά, τα μεγάλα και τα μικρά βάσανα των ανθρώπων του καιρού μας. Ίσως με έμφαση στο συνδυασμό των αντιτιθέμενων ρόλων της γυναίκας. Και άλλοτε με καυστικό λόγο, γειωμένο στην αβάσταχτη, πλέον, καθημερινότητα των ανθρώπων γύρω της.
Είμαστε κάτι αρκούδες που δεν χειροκρότησε κανένας
Τρεις παρά τέταρτο. Έχω μόλις σχολάσει. Είμαι από τους τυχερούς. Έχω δουλειά, ωράριο, οχτάωρο, δεν έχω βάρδιες, έχω μονιμότητα, πληρώνομαι στην ώρα μου, έχω προοπτικές εξέλιξης, έχω κέφι για δουλειά, δεν έχω δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία. Είμαι το καλό αρκουδάκι που κάθε πλουσιοκόριτσο θα ‘θελε ως μεταβατικό αντικείμενο.
Τρεις παρά τέταρτο. Στέκομαι ακίνητη μπροστά στο πράσινο φανάρι. Πράσινο για τους πεζούς. Δυο μπουλούκια πεζοί, από τη μια και την άλλη πλευρά του δρόμου. Θέλω να πάω σπίτι μου. Δεν με βαστούν τα πόδια μου. Είμαι στο πόδι απ’ τις έξι. Θέλω να βγάλω τα ρούχα που βρωμάνε καυσαέριο, να φάω, να ξαπλώσω, να ξεκουραστεί το σώμα μου, να ηρεμήσει το κεφάλι μου, να μην είμαι ευγενική, να μη χαμογελάω υποκριτικά, χωρίς εντολές, χωρίς ιεραρχίες, χωρίς. Κάθε μεσημέρι το σπίτι γίνεται η Ιθάκη μου. Αυτά τα 40 λεπτά ποδαρόδρομος μέσα στης πόλης την αιθάλη, κι έπειτα συγκοινωνίες, όρθια μέσα στου άλλου τη μασχάλη, ώσπου να φτάσω, είναι Γολγοθάς. Είμαι το αρκουδάκι που κουράστηκε να το παίζουν.
Η απόλυσή σου, το ψωμί μου
«Θα απεργήσεις αύριο τελικά;» τον ρώτησα χωρίς να τον κοιτάζω. Με το βλέμμα στερεωμένο κάπου αλλού. Όπως μαθαίνουν, μέρα τη μέρα, να (μην) κοιτάζονται οι άνθρωποι που ορκίστηκαν αιώνια πίστη και αφοσίωση. Αφοσιωμένοι σε κάποια οθόνη, πιστοί στη ρουτίνα τους. Αλλά ας μη μιλάμε για έρωτα και σχέσεις. Έχουμε πόλεμο κάθε λογής. Δεν ταιριάζει στην περίσταση.
«Ναι». Μια ευπρεπής απάντηση σε μέρες εργασιακού θρίλερ. Μια άρτια απάντηση σε ερώτηση ολικής άγνοιας. Καθολικής άγνοιας, όπως φάνηκε.
Κάποτε έρχεται η στιγμή ν’ αποφασίσεις με ποιους θα πας και ποιους θ’ αφήσεις. Κι ενώ ο άντρας μου δεν πολέμησε στο μέτωπο, σαν τον παππού, τρέμει το φυλλοκάρδι μου μην μού ‘ρθει μια μέρα λαβωμένος. Μην μού ‘ρθει μέρα. Γιατί συνήθως έρχεται νύχτα στο σπίτι μας. Μην γυρίσει κουρέλι από μια αιφνιδιαστική απόλυση.
Όπως εκείνοι οι έξι συνάδελφοί του που απολύθηκαν λίγο πριν το μεσημεριανό. Τους ζήτησε ο μάνατζερ ιδιαιτέρως. Τους ανακοίνωσε ότι απολύονται. Μετά μάζευαν τα μικροαντικείμενά τους απ’ το γραφείο. Έναν τον ήξερε. Έτσι μου είπε. Ο άντρας μου. Που σηκώνεται κάθε πρωί να πάει στα χαρακώματα του ιδιωτικού τομέα, αντί να μείνει σπίτι να κάνουμε έρωτα. Και αν κάναμε έρωτα, δεν θα κάναμε πόλεμο. Έχει ήδη ειπωθεί. Αλλά δεν είμαστε γραφικοί να αναπαράγουμε αντιπολεμικά σλογκανάκια των ‘60s. Εδώ όλα κυλούν ομαλά. Μια κρίση είναι. Πώς κάνεις έτσι; Και η Αίγυπτος δεν είναι Βιετνάμ. Και οι ΗΠΑ δεν είναι δαίμονας, διάολε. Πώς δεν το βλέπεις;
«Είσαι σίγουρος;» Εγώ δεν είμαι σίγουρη. Αυτός είναι. Θα απεργήσει. Αφού έγινε συνέλευση. Από τους 3.500 εργαζόμενους, συμμετείχαν και ψήφισαν κάπου 600. Καμιά δεκαπενταριά καταψήφισαν την πρόταση του σωματείου για απεργία. Όμως το 1/6 του συνόλου των εργαζομένων ήταν ήδη πλειοψηφία. Στη συνέλευση. Και έτσι αποφασίστηκε η 48ωρη, στην οποία αν δεν συμμετείχες ήσουν απεργοσπάστης. Αλλά ούτε αυτή η ευκαιρία σου δινόταν, αφού το σωματείο θα έβαζε λουκέτα στις κεντρικές εισόδους. Λουκέτα και γιουχαΐσματα.
«Ναι.» Ο άντρας μου έχει μάθει σκοποβολή, εκεί στα χαρακώματα. Για δες τον τώρα που μου δείχνει πώς οπλίζει τις αντιστάσεις του. Ένα «ναι» μικρό σαν σφαίρα.
«Και δεν φοβάσαι μην είσαι στους 100 που θα απολύσουν;» Η απεργία είχε οργανωθεί μετά την απόλυση των έξι και πριν την επικείμενη απόλυση των εκατό. Έτσι νόμιζα. Εκατό στους τρεισήμισι χιλιάδες δεν είναι λίγοι; Πες το και θα σου ανοίξω το κεφάλι με ένα ναι.
«Δεν θα είμαι.» Απόψε αυτή η σιγουριά τού έχει μακρύνει πολύ τα γένια του, έχει αγριέψει την έκφρασή του, του έχει φορέσει διαγώνια στο στέρνο ζώνη με φυσίγγια και το όπλο παρά πόδας. Ίδιος ο παππούς. Επιτέλους.
«Πώς είσαι τόσο σίγουρος;» Τον σιγοντάρω. Και τον κοιτάω. Αναζητώ το βλέμμα του. Δεν τον αμφισβητώ. Δεν τον προκαλώ. Συνοδεύω σαν δεύτερη φωνή την τόλμη του ως την έξοδό της. Θέλω να τον δω να εκτελεί. Να εκτελεί το χρέος του προς τους συναδέλφους, όχι μόνο προς τα αφεντικά.
«Τους απέλυσαν ήδη.»
Και τότε άρχισε αυτό το αιμάτινο πολυβόλο που έχω αριστερά στο στήθος να πυροβολεί κατά ριπές. Λύτρωση. Δεν ήμαστε εμείς στους εκατό. Επιβιώσαμε. Ντροπή για τη λύτρωση. Και αμέσως λύπη. Βαθιά. Δακρύζω και για τα δυο. Που σκοτώθηκε ο γιος του γείτονα, όχι ο δικός μου. Πόσο εκτός εποχής είναι αυτός ο συναισθηματισμός μου. Να θυμηθώ να τον χαρίσω σαν παλιό ρούχο σε κάποιο φιλανθρωπικό μπαζάρ. Για τους εκατό που μάζεψαν τα πράγματά τους μέρα μεσημέρι και γύρισαν σπίτι ηττημένοι. Για τα συνάδελφα σκυλιά που κυνηγούσαμε μαζί ένα ψευτοκόκκαλο, και που τα κλώτσησαν έξω, πώς μπορώ να πω, η απόλυσή σου, το ψωμί μου;