Του Μάρκου Δεληγιάννη. Έκπληκτα μάτια κι αφτιά καταγράφουν της τηλεόρασης την πληροφόρηση.

Άκουσον, άκουσον: Η αστυνομία κατήγαγε ακόμη μια περιφανή νίκη κατά των αναρχικών και λοιπών αντιδραστικών κύκλων, που επιζητούν την αποσταθεροποίηση της ελληνικής δημοκρατίας, με τη σύλληψη δεκαπεντάχρονου μαθητή που συμμετείχε σε διαμαρτυρία κατά των μέτρων που αποβλέπουν στον εκσυγχρονισμό της Παιδείας.
Πού καταντήσαμε! Ανεύθυνα μειράκια να διασαλεύουν την έννομο τάξη καθ’ ην στιγμήν η διορισμένη επίτροπος καταβάλλει άοκνες προσπάθειες, ώστε το σχολείο να εξακολουθεί να λειτουργεί χωρίς βιβλία, χωρίς θέρμανση, χωρίς δασκάλους, με πεινασμένους μαθητές. Αγνώμονες, κοπανατζήδες συρρέουν στο Σύνταγμα και παρακωλύουν την κίνηση, βοηθούν στο βάθεμα της ύφεσης και πάνω απ’ όλα δυσφημίζουν το όνομα της πατρίδας στην Ε.Ε.
Παράλληλα, η αστυνομία εξάρθρωσε, κατόπιν υποδείξεων των δυνάμεων κατοχής, σπείρα της διεθνούς των αναρχικών, μέλη της οποίας διαδήλωναν τη συμπαράστασή τους προς τον σκληρά δοκιμαζόμενο ελληνικό λαό, έξωθεν της γερμανικής πρεσβείας.
Αυτά στο Σύνταγμα. Και στην Ολυμπία, του Φοίβου η λύρα κομματιασμένη, ρημαγμένη, τα συντρίμμια της πεταμένα στων σκουπιδιών τη χοάνη, παρέα με αγάλματα ακρωτηριασμένα, δεν θα ηχήσει ξανά, την ομορφιά να διαλαλήσει πως είναι του μέλλοντος η ηθική. Αλίμονο, ο Φοίβος δεν πρόλαβε να φτερουγίσει πέρα μακριά, στον ίσκιο κάποιου ιωνικού περιστυλίου, κι από εκεί ν’ ατενίζει τις ευγενικές γραμμές καθάριου ορίζοντα. Τον πρόλαβαν οι ευτραφείς κύριοι, αυτοί που ξέρουν πώς να τακτοποιούν τη συνείδηση και να χοντραίνουν το πορτοφόλι τους. Αυτοί βεβήλωσαν τη Λύρα! Κι ο χρησμός ο δελφικός, όσο η νύχτα του νέου ολοκληρωτισμού θα διαρκεί, αυτός θα είναι σε ισχύ: «Πέστε στο βασιλιά, πως έπεσε κατάχαμα ο μαγικός αυλός, κι ούτε ο Φοίβος Απόλλων μένει πια εδώ, ούτε φυτρώνει η δάφνη που προμαντεύει, ούτε κυλάει το γάργαρο νερό απ’ την πηγή, και το νερό που στέρεψε δεν τραγουδάει πια». Κι η μνήμη ευθύς αμέσως τις άγκυρες βιράρισε για ταξίδι μακρινό, τότε που με των όπλων την ισχύ, οι στρατιές των Ναζί βίασαν την πανάρχαια πόλη.
Έτσι και τότε. Το χιόνι έλιωνε και το ποτάμι κατέβαζε μέσα στη νύχτα σκισμένες στολές, κομματιασμένες σημαίες. Τα χωριά έρημα, κλειστά παράθυρα, σαν του τυφλού τα μάτια, που θωρούν μόνο τα μέσα. Οι ναοί βομβαρδισμένοι, οι τάφοι ανοιχτοί, τα αγάλματα -των αιώνων κραυγή-ακρωτηριασμένα. Στους τοίχους σβησμένα συνθήματα. Πού και πού κάποια ντουφεκιά ηχούσε κι ύστερα η σιγή της ήττας.
Μόνο εκείνοι, οι αιώνιοι μαχητές, κατηφόριζαν νηστικοί, με άρβυλα ξεσκισμένα. Χωρίς όπλα -τα’ χανε από καιρό κρύψει- ίσως περίμεναν της άνοιξης τον ερχομό. Διαβήκανε τα σκοτεινά δρομάκια, βαδίζοντας ξυστά στον τοίχο και χάθηκαν μέσα στη νύχτα. Μόνο οι καύτρες των τσιγάρων, καθώς ανεβοκατέβαιναν, θύμιζαν μικρές κόκκινες εκρήξεις. Κι όταν έφτασαν σ’ εκείνο το σταυροδρόμι, ακολούθησαν την πινακίδα που έγραφε: Προς τον ήλιο! Κι ύστερα μοίρασαν το λίγο ψωμί και πρόφεραν με της καρδιάς το στόμα τη λέξη: Σύντροφε! Ανέσυραν απ’ τις κρυψώνες όσες σημαίες είχαν μείνει αλώβητες απ’ την καταστροφή και σκέπασαν τις παγωμένες πλάτες τους. Και με της πείνας τον καημό και την πίκρα να θεριεύει μέσα τους, φύλαξαν ευλαβικά τις λέξεις, σαν ήλιο ανοιξιάτικο: Σύντροφοι! Όλοι μαζί να χτίσουμε του Φοίβου τον ναό και της Πυθίας τον χρησμό να διαψεύσουμε. Εμπρός! πάλι όμορφοι να γίνουμε γιατί πολύ πονέσαμε.
Της μνήμης το ταξίδι τέλειωσε, μα αυτή είναι σαΐτα, σχίζει τα περασμένα, σημαδεύει τα μελλούμενα.
Κι αν τα χρόνια πέρασαν η ίδια μπότα θρυμματίζει τους ανδριάντες των θεών μας, ποδοπατάει τους τάφους των προγόνων. Καταστρέφει το φως, τη ζεστασιά, το όνειρο, όλα όσο με τόσο πόνο συντηρήσαμε.
Μόνο που ο νέος ολοκληρωτισμός δεν χρειάστηκε όπλα για να κυριεύσει τα κάστρα μας. Αργυρώνητοι φύλακες άφησαν τις καστρόπορτες ανοιχτές. Και τώρα αδίστακτοι κλέφτες, κλεπταποδόχοι, προαγωγοί, καταδότες εμπορεύονται στα διεθνή παζάρια τα δάση μας, τα ποτάμια μας. Οδηγούν στην ξενιτιά τη νιότη. Εκτελούν το χαμόγελο. Φυλακίζουν τη ματιά.
Αναίσχυντοι, στη σύγκλητο της παρακμής, ντύνουν την αρπαγή με νομιμότητα. Ψηφίζουν νόμους, καθιστούν την κλοπή θεάρεστη πράξη.
Θέλουν να μας πείσουν πως ο θάνατος κυριαρχεί παντού. Πως τα τραγούδια μας, οι φωνές μας, οι γέννες μας δεν υπήρξαν ποτέ. Εύκολη η σπορά της φρίκης, αποτρόπαιη η θέα του καρπού της!
Καιρός να ανασύρουμε κι εμείς τις καταχωνιασμένες λέξεις, να τις απλώσουμε στις αυλές μας, κάτω από την ευεργεσία του βρόχινου νερού, κι αφού τις πλύνουμε να τις κάνουμε τραγούδι. Σύντροφοι! Όλοι μαζί ν’ αναστήσουμε του Φοίβου τη Λύρα, να διαψεύσουμε της Πυθίας το Χρησμό.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!