Οι κινήσεις Ερντογάν, η στάση ΗΠΑ-ΕΕ και η εθελοτυφλία του ελληνικού πολιτικού κόσμου
Του Σπύρου Παναγιώτου
Η ευθεία αμφισβήτηση των συνόρων στο Αιγαίο και στη Θράκη δεν είναι καινούργιο στοιχείο στην εξωτερική πολιτική της Τουρκίας. Εδώ και δεκαετίες, ανεξάρτητα από κυβερνήσεις και χούντες που διαδέχονταν η μια την άλλη στη διακυβέρνηση της γείτονος, ο σχεδιασμός για αλλαγή των συνόρων και οι μεθοδεύσεις που τον υπηρετούσαν, ήταν κοινό και μόνιμο χαρακτηριστικό της εξωτερικής πολιτικής της. Μόνιμη ήταν η ανοχή ή υποδαύλιση αυτών των επιδιώξεων από τις ΗΠΑ και τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, για διαφορετικούς λόγους και υπό την επίδραση συσχετισμών και επιδιώξεων κάθε φορά.
Το ίδιο μόνιμη ήταν και η έλλειψη στοιχειώδους σχεδίου αντιμετώπισης του τουρκικού επεκτατισμού από την ελληνική πλευρά. Ο φόβος απέναντι στο «θηρίο» οδηγούσε σε αγωνιώδη προσπάθεια υποτίμησης του κινδύνου και καταφυγή στην «προστασία» των μεγάλων δυνάμεων που όμως όλο και πιο φανερά στέκονταν, για οικονομικούς και γεωστρατηγικούς λόγους, στο πλευρό της Άγκυρας.
Η μακρόχρονη αυτή παράδοση του διεθνούς και ελλαδικού παράγοντα συνεχίζεται και στις μέρες μας.
Η πολιτική των μεγάλων δυνάμεων στο Αιγαίο
Οσον αφορά την αμερικάνικη και γερμανική πολιτική δεν υπάρχουν ερωτηματικά για τη στάση τους απέναντι στην Ελλάδα και τα θαλάσσια σύνορα του Αιγαίου. Η χώρα πολύπλευρα δεμένη με τα μνημόνια και το χρέος θεωρείται δεδομένη, αδύναμη να προκαλέσει την παραμικρή ανησυχία στους σχεδιασμούς τους. Για τις ΗΠΑ το Αιγαίο έχει μετατραπεί σε νατοϊκή θάλασσα και ο διαμελισμός του στον 25ο μεσημβρινό αποτελεί στην πράξη καθεστώς.
Οι Αμερικανοί παρακολουθούν από τα πλοία τους, απαθείς τις συνεχείς τουρκικές παραβιάσεις θαλάσσιων και εναέριων συνόρων, ενώ στη πράξη έχουν αποδεχθεί όλους τους ισχυρισμούς της Τουρκίας στη χάραξη του επιχειρησιακού σχεδίου της νατοϊκής αρμάδας που περιπολεί με πρόσχημα τον έλεγχο των προσφυγικών ροών.
Από την άλλη πλευρά, και παρά την «ενόχληση» που προκαλούν το άνοιγμα του Ερντογάν στη Ρωσία και οι δηλώσεις του για εμπλοκή των ΗΠΑ στο πραξικόπημα του Ιούλη, έχουν δώσει πράσινο φως για την τουρκική εισβολή στη Συρία και σιωπούν στην παράταση για ένα χρόνο των στρατιωτικών της επιχειρήσεων, εκεί που στην ουσία μετατρέπουν την εισβολή σε κατοχή.
Με αυτή την έννοια δεν προκαλεί εντύπωση η στάση του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών σχετικά με τις αμφισβητήσεις Ερντογάν για τη συνθήκη της Λωζάννης και θεωρεί διμερές το θέμα καλώντας σε «διάλογο» μεταξύ «δύο συμμάχων».
Αντίστοιχη στάση κρατά η Βόννη απέναντι στην Τουρκία. Παρά τα τελεσίγραφα Ερντογάν για ακύρωση της συμφωνία ΕΕ – Τουρκίας για το προσφυγικό, η Γερμανία και ολόκληρη η Ε.Ε έχει θωρακισθεί έναντι των ανεξέλεγκτων προσφυγικών ροών ορίζοντας σαν ευρωπαϊκά σύνορα τα βόρεια της Ελλάδας. Την ίδια στιγμή τα νησιά του Αιγαίου έχουν μετατραπεί σε ζώνη κυριαρχίας της Frontex και προορίζονται για μόνιμες αποθήκες ψυχών. Η γερμανική πολιτική διολισθαίνει σε έναν απροσχημάτιστο φιλο-τουρκισμό καθώς η Τουρκία αποτελεί πολύτιμη αγορά για τα οικονομικά της συμφέροντα και την
αναβάθμιση της παρουσίας της σε Αιγαίο και Μ. Ανατολή.
Οι δηλώσεις του εκπροσώπου του γερμανικού Υπ. Εξωτερικών Μάρτενς, «για τη γερμανική κυβέρνηση μπορώ μόνο να πω γι’ αυτό ότι μας είναι γνωστό πως υπάρχουν διαφορές, εδώ και δεκαετίες, απόψεων μεταξύ της Τουρκίας και της Ελλάδας για την οριοθέτηση των συνόρων τους. Η γερμανική κυβέρνηση είναι της άποψης ότι αυτές οι διαφορές πρέπει να επιλυθούν ειρηνικά και κατά τα άλλα απέχει από το να εκφράσει άποψη και σίγουρα δεν θα πάρει το μέρος κανενός», δεν αφήνουν περιθώρια για παρανοήσεις.
Υποχωρητικότητα και ραγιαδισμός
Η στάση της ελληνικής κυβέρνησης αποτελεί συνέχεια της στάσης ολόκληρου του αστικού πολιτικού κόσμου που για δεκαετίες υιοθέτησε πολιτική κατευνασμού της τουρκικής συμπεριφοράς, υποχωρητικότητας απέναντι στις διεκδικήσεις της, αλλά και πλήρους υποταγής στους σχεδιασμούς των ΗΠΑ – ΕΕ με την ελπίδα ότι θα αποφευχθούν τα χειρότερα.
Είναι προφανές ότι το δίδυμο Τσίπρα- Κοτζιά προσπαθεί να υποβαθμίσει την εχθρική συμπεριφορά του Ερντογάν, ώστε να απαλλαγεί από την υποχρέωση μιας σοβαρής στάσης στην ευθεία αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας.
Οι δηλώσεις του προέδρου της Βουλής Ν. Βούτση «ανησυχώ λιγότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στο παρελθόν» και η μέσω διαρροών του ΥΠΕΞ απάντηση στις δηλώσεις Ερντογάν αποτελεί την ουσιαστική πλευρά της ελληνικής στάσης.
Την ίδια στιγμή ήταν η πολιτική της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ που άνοιγε την όρεξη και νομιμοποιούσε τις αμφισβητήσεις του Τούρκου προέδρου. Οι πρόσφατες δηλώσεις του πρωθυπουργού Τσίπρα ότι δεν υπάρχουν θαλάσσια σύνορα στο Αιγαίο, για να δικαιολογήσει την ανυπαρξία πολιτικής για το προσφυγικό και να παραδώσει το Αιγαίο στο ΝΑΤΟ, τώρα γυρίζουν μπούμεραγκ.
Τα πήγαινε -έλα κυβερνητικών αξιωματούχων στην Τουρκία, τα κοινά υπουργικά συμβούλια και η συνέχιση λειτουργίας κοινών επιτροπών για την επίλυση «επιμέρους διαφορών» σήμερα αντιμετωπίζουν μια ποιοτική κλιμάκωση της τουρκικής στάσης, καθώς όλα εντάσσονται στα προβλήματα που κληροδότησε η συνθήκη της Λωζάννης που σήμερα αμφισβητείται. Η ελληνική πλευρά σιωπά μπροστά στην πρόκληση για όσα η δήλωση Ερντογάν περικλείει και σιωπά θέλοντας να «δει» τις εξελίξεις σαν «προϊόν εσωτερικών αντιπαραθέσεων» και άρα χωρίς μεγάλη σημασία. Έτσι συνεχίζεται η στήριξη στο καθεστώς Ερντογάν, υπερθεματίζεται η «ευρωπαϊκή προοπτική» της Τουρκίας, γίνονται αποδεκτές όλες οι ρυθμίσεις για τη μετατροπή της Ελλάδας σε αποθήκη ψυχών και συνεχίζεται απρόσκοπτα ο εκβιαστικός διάλογος για επίσπευση της «επίλυσης» του Κυπριακού στα πλαίσια ενός νέου σχεδίου Ανάν.
Η ελληνική κυβέρνηση κάνει ότι δεν καταλαβαίνει ότι ολόκληρος ο πολιτικός κόσμος της Τουρκίας διεκδικεί άμεσα 16 ελληνικά νησιά, ορισμένα κατοικημένα, και ονειρεύεται ότι μέσα στο ταραγμένο τοπίο της Μ. Ανατολής μπορεί να περισωθεί παραχωρώντας νέες βάσεις στις ΗΠΑ στην Κάρπαθο και άλλα νησιά μας.
Λανθασμένη ανάγνωση από την Αριστερά
Η Αριστερά όλων των αποχρώσεων αρνείται να αντιληφθεί το πρόβλημα Αιγαίο και κυρίως αδυνατεί να αντιληφθεί τη στενή διαπλοκή του εθνικού ζητήματος με το κοινωνικό και κατά συνέπεια τον ενιαίο και αδιαίρετο χαρακτήρα του αντιϊμπεριαλιστικού και αντικαπιταλιστικού χαρακτήρα της πολιτικής διεξόδου.
Ένα μεγάλο μέρος της (ΚΚΕ- ΑΝΤΑΡΣΥΑ), αντιλαμβάνονται την Ελλάδα σαν ιμπεριαλιστική χώρα, ίσως υποδεέστερη στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα, και κατά συνέπεια την υπόθεση των συνόρων, σαν ανταγωνισμό δύο αστικών τάξεων για διεύρυνση των χώρων οικονομικής εκμετάλλευσης. Η αντίληψη αυτή, όχι μόνο κλείνει τα μάτια στο μνημονιακό καθεστώς που έχει επιβληθεί στη χώρα και τη μετατροπή της σε μισο-αποικία χωρίς στοιχειώδη κυριαρχία, οδηγεί όχι απλά στην μη αναγνώριση της απειλής που συνιστά η Τουρκία αλλά και στην απονομή ίσων ευθυνών στις δύο πλευρές.
Ένα άλλο κομμάτι της, προσκολλημένο σε έναν εθελόδουλο ευρωπαϊσμό και ραγιαδισμό αντιλαμβάνεται ότι ο όποιος κίνδυνος, αποτέλεσμα της καθυστέρησης της τουρκικής πολιτικής, θα αποσοβηθεί στα πλαίσια των ευρωπαϊκών αρχών και αξιών. Η αντίληψη αυτή, εξαντλείται στην επιμονή για προτάσεις «καλής γειτονίας», εξευμενισμού και στήριξης της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας, ενώ στηρίζεται στην εκτίμηση ότι η στάση της Τουρκίας είναι προϊόν «εσωτερικών πιέσεων» και άρα η υποστήριξη στο καθεστώς Ερντογάν θα περιορίσει τις συνέπειες. Η στάση αυτή οδηγεί αναπόφευκτα στην αδιαφορία για το «γκριζάρισμα» του Αιγαίου, αρνείται να δει τα προβλήματα που συσσωρεύονται στη Θράκη, δεν αντιλαμβάνεται το προσφυγικό σαν γεωπολιτικό όπλο στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς (ανάγοντας το σε θέματα δικαιωμάτων) και βολεύεται σε μια λύση ανάλογη του σχεδίου Ανάν στη Κύπρο, ανεξάρτητα από το αν αυτό σημαίνει διάλυση της υπόστασης της.
Οι απλοί καθημερινοί άνθρωποι αντιλαμβάνονται την απειλή που σηματοδοτεί η τουρκική πολιτική και τους κινδύνους που περικλείει ο τούρκικος επεκτατισμός για τη χώρα. Παρά τη σύγχυση και τον αποπροσανατολισμό που επικρατεί, γίνεται αντιληπτό ότι δεν μπορεί να υπάρξει διέξοδος για τη χώρα χωρίς σχέδιο και προσανατολισμό για το θέμα της εθνικής κυριαρχίας. Με αυτή την έννοια η υποτίμηση από την Αριστερά του κινδύνου που σημαίνει ο τούρκικος επεκτατισμός συμβάλλει στο να αφήνει έκθετη την κοινωνία σε απειλές και κινδύνους που δυναμώνουν και απειλούν να κατεδαφίσουν όσα έχουν εναπομείνει από τα 7 χρόνια μνημόνιο που έχει επιβληθεί στη χώρα.