Δεκαπέντε χρόνια μετά το Μάη του ’68, η εξέγερση πέρασε στην παράδοση, ενσωματώθηκε στην από καθέδρας κοινωνιολογία της Δύσης σαν «νεανικά σκιρτήματα» ή σαν απόδειξη, για τους σοσιαλίζοντες α λα Μιτεράν ή Παπανδρέου, πως η νεολαία δε νοιάζεται για τις «ποσοτικές» διεκδικήσεις, αλλά για τις «ποιοτικές» όπως λ.χ. συνδιοικήσεις-συμμετοχές, με δύο λόγια για «θεσμικές» αλλαγές και διεκδικήσεις.

Για την «Ανατολή» καταχωρήθηκε σαν μια απόδειξη της χρεοκοπίας του αυθορμητισμού, του αριστερισμού, του ανέφικτου μικροαστικού ριζοσπαστισμού και της αναπόφευκτης συμμαχίας του με τη CIA, και τους πράκτορες του διεθνούς ιμπεριαλισμού.

Για τους «πολεμιστές που κουράστηκαν», από τους «νέους φιλόσοφους» της Γαλλίας μέχρι τους «επίγονους» υποστηριχτές του σεβασμού του υπαρκτού συσχετισμού δυνάμεων, πρόκειται για μια ιστορία που σαν ιστορία έχει περάσει στα μουσειακά αξιοπερίεργα.

Να μιλήσεις για το Μάη του ‘68 στην Ελλάδα το 1983 σημαίνει πως κατέχεσαι από αθεράπευτη ρομαντική νοσταλγία ή πως ανήκεις στην κατηγορία των «παράξενων» και «ιδιόμορφων» περιπτώσεων. Σ’ αυτήν κατατάσσονται όλοι όσοι δεν δέχονται να υποταχθούν στους κανόνες του συμφωνημένου παιχνιδιού, όσοι δεν καθορίζουν τα ενδιαφέροντά τους από τις κάθε φορά μόδες, με δύο λόγια όσοι δεν δέχονται πως το μέλλον του κόσμου αναγκαστικά είναι διπλής κατεύθυνσης, είτε στο δρόμο των Ρίγκαν, Θάτσερ και των παραλλαγών τους, είτε στο δρόμο του Αφγανιστάν, της Καμπότζης και της Βαρσοβίας,

Τελικά, δεν ενοχλούμαστε να μας λένε «ιδιόμορφες» «παράξενες» περιπτώσεις κλπ κλπ, γιατί στο κάτω-κάτω στον κόσμο της ισοπέδωσης, της «εξάλειψης κάθε πρωτοτυπίας και ατομικότητας» κι αυτά τα λέει ο εορταζόμενος και σκυλευόμενος Μαρξ, η «εξαίρεση» επιβεβαιώνει τον κανόνα. Και τούτο σημαίνει πως ο κόσμος αυτός πρέπει ν’ αλλάξει! Εκτός αν οι υμνητές του Μαρξ θεωρούν πως ο τέτοιος κόσμος είναι ο καλύτερος, που θα μπορούσε να υπάρξει. Και δεν έχει σημασία αν στη θέση του «καλύτερου» μπαίνει η γνωστή κατευναστική για να μη πούμε ναρκωτική καραμέλα του μοναδικού «εφικτού» κόσμου.

Όταν αναφερόμαστε στο Μάη του ’68 δεν περιοριζόμαστε στο Γαλλικό Μάη μονάχα. Περικλείνουμε στην έννοια αυτή το σύνολο των κινημάτων, που συγκλόνισαν τον κόσμο σε Δύση και Ανατολή, στα χρόνια της δεκαετίας του 1960 και των αρχών του 1970. Εντάσσουμε στο «Μάη του ’68» κινήματα όπως της ιαπωνικής νεολαίας του 1960, της αμερικάνικης νεολαίας του τέλους του 1960, της κινέζικης νεολαίας, της γαλλικής, της ιταλικής και της γερμανικής.

Και αυτά ενδεικτικά μονάχα. Εντάσσουμε σ’ αυτό το «Μάη του ’68» τα μεγάλα απεργιακά κινήματα και τις κινητοποιήσεις της γαλλικής και της ιταλικής εργατικής τάξης, την παγκόσμια κινητοποίηση κατά του βρώμικου πολέμου στο Βιετνάμ αλλά και όλες τις ιδεολογικές και πολιτιστικές διεργασίες που αναμόχλευσαν όλη τη μέχρι τότε ομοιομορφία, και την υποτιθέμενη αδρανούσα «σταθερή παράδοση» Δύσης και Ανατολής. Γι’ αυτό πρέπει να ξεχωρίσουμε δύο πράγματα: τους αντικειμενικούς όρους που καθόρισαν τα ξεσπάσματα, τις εξεγέρσεις και τις κινητοποιήσεις από το ένα μέρος και τη στάση που πήραν απέναντι σ’ όλα αυτά, εξουσίες, κόμματα, μηχανισμοί κ.λπ. σε Δύση και Ανατολή. Γιατί είτε το θέλουν είτε όχι ο κόσμος δεν είναι ο ίδιος όπως ήταν πριν το «Μάη του ’68». Όλοι αναπροσαρμόσθηκαν, άλλαξαν ρούχα, κοστούμια, γλώσσα, καμώματα, επιστρατεύθηκαν μηχανισμοί που αδρανούσαν, δημιουργήθηκαν νέοι, από την πλευρά των εξουσιών. Όσον αφορά τις «μάζες» και μ’ αυτό εννοούμε το πραγματικό «υποκείμενο» των κοινωνικών μετασχηματισμών, είτε αποκαλούνται «περιθωριακές» είτε «βασικές» —και τούτο όχι με την έννοια βέβαια του Μάο Τσετούνγκ— δεν είναι πια οι ίδιες. Το γεγονός πως στο χειριστικό οπλοστάσιο το ισχυρότερο όπλο είναι η επίκληση του «εφικτού» ή «μη εφικτού» στόχων, ιδεών, προγραμμάτων κ.λπ. αποτελεί την καλύτερη απόδειξη.

Ο «Λόρδος Μπάιρον του 20ου αιώνα» —όπως αυτάρεσκα υπέβαλλε να τον ονομάζουν, ο Αντρέ Μαλρώ, υπουργός Πολιτισμού στην κυβέρνηση Ντε Γκωλ το Μάη του ’68 μίλησε τότε για «κρίση του πολιτισμού» προσπαθώντας να κρατήσει την εικόνα του πάντα ανοιχτού στις ιδέες και τα γεγονότα διανοούμενου-σταυροφόρου από την υπαρκτή ιδιότητα του υπουργού που συγκρούονταν άμεσα με τους ταραξίες, θα συμφωνήσουμε με τον χαρακτηρισμό αυτό αλλά με «κάποιους» περιορισμούς και προεκτάσεις μαζί: Τη λέξη «πολιτισμός» την αντικαθιστούμε με τη λέξη «κόσμος». Δηλ. το σύστημα των κοινωνικών σχέσεων Δύσης και Ανατολής. Από τότε και στη χώρα μας ακόμα επιστρατεύεται ο Μαλρώ, και έχουμε άφθονη φιλολογία γύρω από την κρίση αυτή σε προπόσεις επίσημων γευμάτων, σε άρθρα και διαλέξεις όπου επιστρατεύεται ο Αριστοτέλης, το αρχαίο ελληνικό πνεύμα και όλη η γνωστή φιλολογία που έχει γίνει μόδα δεξιά και «αριστερά» για επιστροφές στις «ρίζες», στη «φύση» για να υπερνικηθεί αυτή η κρίση.

Όμως επειδή το συγκεκριμένο είναι πάντα σύνθεση πολλών προσδιορισμών, υπήρξαν συγκεκριμένες αιτίες και στο πεδίο του αντικειμενικού και του υποκειμενικού που προσδιόρισαν τα ξεσπάσματα και την έκταση και την ορμή των κυμάτων αυτού που ονομάζεται «νεανικό σκίρτημα» όπως και την υποχώρησή τους.

κάθε ρεφορμισμός χαρακτηρίζεται
από τον ουτοπισμό της στρατηγικής του
και τον οπορτουνισμό της ταχτικής του

Η δεκαετία του 1950 σφραγίσθηκε από γεγονότα, όπως το πέρασμα από τον «ψυχρό πόλεμο» στην «ύφεση» με το γνωστό πρώτο στάδιο της πολιτικής της αμερικανοσοβιετικής συνεργασίας. Επιχειρήθηκε τότε να υπαχθούν στη συνεργασία αυτή όλα τα υπαρκτά και ορατά προβλήματα: από το μοίρασμα των ζωνών επιρροής μέχρι την κατάργηση της ταξικής πάλης, είτε αυτή εκφραζόταν άμεσα είτε μέσω εθνικών ή άλλων κινημάτων. Η θεωρία της «κατάσβεσης των σπινθήρων».

Η συνεργασία αυτή προϋπόθετε ορισμένες παραδοχές, έστω κι αν αυτές διακηρύχνονταν ανοιχτά ή όχι.

Μια από τις παραδοχές αυτές ήταν πως η «Ανατολή» μετά το «λιώσιμο των πάγων» στέκονταν εκστατική μπροστά στα «θαύματα» της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης και αναδιάρθρωσης είτε εκφράζονταν με το «γερμανικό θαύμα» των Αντενάουερ – Ερχάρτ, είτε με το «ιταλικό θαύμα» της κεντροαριστεράς. Πάνω απ’ όλα βέβαια το «μεγάλο θαύμα» της αμερικάνικης μαζικής παραγωγής καταναλωτικών ειδών απαραίτητων, χρήσιμων ή μη και της αμερικάνικης τεχνολογίας.

Η παραδοχή αυτή ήταν απόρροια μιας κεντρικής παραδοχής. Το πρότυπο που «εξάγονταν», προβάλλονταν, διακηρύχνονταν δεν ήταν πια μια κοινωνία μεταβατική που πασχίζει να μετασχηματισθεί, αλλά μια κοινωνία που πρέπει να πασχίσει να προσαρμοσθεί. Άλλοθι για την προσαρμογή: ο κίνδυνος από τα ατομικά και πυρηνικά όπλα, οι «συνέπειες της προσωπολατρίας» που πίσω από την «εγκληματολογία» αποκαλύπτονταν η ιδεολογία της εδραιωμένης πια πολυκέφαλης τεχνοκρατίας, που με παραμορφωτικούς φακούς πρόβαλλε πλευρές της πράξης της μετάβασης όπως λ.χ. τη μη μαζική παραγωγή καταναλωτικών ειδών χρήσιμων ή μη, την καθυστέρηση της γεωργίας κ.ά. με δύο λόγια «ξανάχυνε», στα δικά της μέτρα και ανάγκες στερέωσης της κυριαρχίας της, την ιστορία της μετάβασης και έβγαζε τα δικά της πραχτικά συμπεράσματα.

Αρχικά μέσα από τις τυμπανοκρουσίες και τους θορύβους, τον άφθονο βερμπαλισμό, όπου ανακατεύονταν «θαψίματα του καπιταλισμού», «ειρηνικοί ανταγωνισμοί», «κουμπιά που έβαζαν σε κίνηση πυραύλους και διέλυαν τους αντίπαλους σε λίγα λεπτά», μαζί με επιστροφή σε γνήσιους λενινισμούς, σε εργατισμούς, σε επίκληση μεγάλων πνευμάτων του παρελθόντος και άγνωστων μορφών του μέλλοντος. Όμως το όνειρο της συνεργασίας σε αγαστή σύμπνοια των Δύο Μεγάλων για την επιβολή της τάξης και της ηρεμίας στον κόσμο διαλύθηκε σαν καπνός. Και επειδή συνέβηκε αυτό χρειάστηκε το πέρασμα στη δεύτερη φάση ή στάδιο, που συνέπεσε, όχι τυχαία, με το πρώτο κύμα των εκρήξεων των κινημάτων που αποτέλεσαν τον προπομπό του «Μάη του ’68».

Στον ίδιο τον καπιταλιστικό κόσμο το μεταπολεμικό «μπουμ», τα θαύματα πέρα και δώθε του Ατλαντικού προσδιόρισαν μια άλλη αιτία διάλυσης των ελπίδων και της στρατηγικής της αμερικανοσοβιετικής ηγεμονίας. Οι συνεταίροι πρώην υποτελείς, της Ευρώπης, στον «ψυχρό πόλεμο» αρχίζουν να διεκδικούν και να ανησυχούν. Οι ηττημένες και οι συννικήτριες δυνάμεις ανταγωνίζονται την πέρα του Ατλαντικού ηγεμονική δύναμη.

Η ολοκλήρωση της ανασυγκρότησης απαιτεί μια αναδιάρθρωση. Έτσι οι βρώμικοι πόλεμοι, συνοδεύουν την καπιταλιστική αναδιάρθρωση που εμφανίσθηκε με εκείνο που ονομάζεται πολυεθνικές. Από την άλλη πλευρά το διεθνές οικονομικό σύστημα που δημιουργήθηκε στα χρόνια του πολέμου μπαίνει στην πρώτη μεγάλη κρίση του σαν έκφραση του τέλους της μεταπολεμικής ανασυγκρότησης και αναδιάρθρωσης του καπιταλισμού.

Όπως ήταν επόμενο στα χρόνια αυτά καταδείχθηκε η αναντιστοιχία ανάμεσα στις απαιτήσεις και ανάγκες της νέας πραγματικότητας, που αναπήδησε από τις μεγάλες συγκρούσεις του 1940-50, και στην απάντηση που έδινε σ’ αυτές το τοτινό παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα. Μια από τις τέτοιες αναντιστοιχίες ήταν πως για πρώτη φορά, ύστερα από ολόκληρες δεκαετίες, αναπτύχθηκαν αγώνες και κινήματα έξω από την τροχιά του κομμουνιστικού κινήματος. Κάτι περισσότερο: το ίδιο το κομμουνιστικό κίνημα εκχώρησε το ρόλο του σε άλλες δυνάμεις είτε με την «άγνοια» των τέτοιων κινημάτων, αν όχι και με την καταδίκη τους, είτε με καιροσκοπικές αναγορεύσεις σαν αυθεντικών σοσιαλιστικών, πολιτικών κινημάτων, και κοινωνικών ομάδων που σφετερίσθηκαν την ηγεσία ορισμένων από τα κινήματα αυτά.

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Αλγερινής Επανάστασης για τον πρώτο τύπο στάσης, η στάση απέναντι στον αραβικό εθνικισμό για το δεύτερο τύπο. Θεωρητικά η σύγκλιση παρά τη φαινομενική διαφωνία των απόψεων του Τολιάττι για τον «επαναστατικό ρόλο» της αστικής τάξης, της σοσιαλδημοκρατίας και των «θέσεων» των σοβιετικών για τον «μη καπιταλιστικό δρόμο ανάπτυξης».

Οι τέτοιες στάσεις που υποτίθεται πως έδιναν απαντήσεις στα νέα προβλήματα θα αποτελέσουν τον πρόλογο για την αμαλγαμοποίηση του πραξικοπηματισμού και του «μαρξισμού», κύριο χαρακτηριστικό του τέλους της δεκαετίας του 1960 και των επόμενων δεκαετιών της σοβιετικής πολιτικής.

Έτσι γεννήθηκε ένα υποκατάστατο του επαναστατικού μαρξισμού, του προλεταριακού διεθνισμού, μια «προλεταριακή» έκδοση της «επανάστασης από τα πάνω», που μετατρέπει τα «κάτω», τις μάζες των καταπιεζόμενων και εκμεταλλευόμενων σε εξάρτημα των «φωτισμένων» αστικών στοιχείων, που κατά τις περιστάσεις βαφτίζονται σοσιαλιστές, επαναστάτες ριζοσπάστες, προοδευτικά και εθνικά πατριωτικά στοιχεία, που πραγματώνουν εκείνο που θα έπρεπε να πραγματώνουν οι μάζες, αλλά αυτό που πραγματώνουν βέβαια, κάθε άλλο παρά έχει σχέση με τις επιθυμίες και τις ανάγκες των μαζών. Η προσαρμογή των εθνικοαπελευθερωτικών και εθνικοδημοκρατικών κινημάτων ακολουθεί την προσαρμογή της σοσιαλιστικής και κομμουνιστικής προοπτικής, όπως είναι επόμενο, στην τροχιά άσκησης «παγκόσμιας πολιτικής».

Αυτοί οι επαναπροσδιορισμοί όπως θα λέγαμε σήμερα του περιεχομένου του κοινωνικού μετασχηματισμού προκάλεσαν διαφοροποιήσεις, συγκρούσεις, ανακατατάξεις στο εσωτερικό του κομμουνιστικού κινήματος.

Κορυφαία στιγμή στο τέλος της δεκαετίας του 1950 ήταν αυτό που ονομάσθηκε σινοσοβιετική διένεξη. Ύστερα από διαδοχικές φάσεις εσωτερικών συγκρούσεων, προσωρινών συμφωνιών και συμβιβασμών η αντιπαράθεση θα αναπτυχθεί για να φτάσει στη μεγαλύτερη όξυνση στα χρόνια ’68-’69 κι όχι τυχαία. Είναι η πρώτη μεγάλη απόπειρα, γιατί ασφαλώς κανείς δεν μπορεί να υποστηρίξει προεξοφλώντας το μέλλον, πως ήταν και η τελευταία, να επαναπροσδιορισθεί η πείρα του σοσιαλισμού και του κομμουνιστικού κινήματος, όχι με την έννοια της προσαρμογής, αλλά με την έννοια της προώθησης «κατά κύματα», της επίθεσης με την πιο πλήρη έννοια για την «κατάχτηση του ουρανού». Αν και αυτά μυρίζουν λίγο «παλαιοντολογικά» βέβαια. Ο Μάο είναι στον τάφο του και βασιλεύει η γνωστή μετριοκρατία-τεχνοκρατία κι αυτό όχι τυχαία. Όταν το 1957 ο Μάο Τσετούνγκ δήλωνε στη Μόσχα πως ο «ανατολικός άνεμος είναι δυνατότερος από το δυτικό άνεμο» έδινε και μια τελευταία μάχη για να περάσει ενωμένο ολόκληρο το τότε «αναδομημένο» κομμουνιστικό κίνημα σ’ αυτή την έφοδο κατά κύματα: για την κατάχτηση στόχων που θα το έφερναν κοντά στο τελικό σκοπό·για τελευταία φορά σε τέτοιου είδους συναθροίσεις μέσα στο «παλιό» πνεύμα των κομμουνάρων του Παρισιού και των πρωτοπόρων του Οχτώβρη προσδιορίσθηκε το πνεύμα του «συσχετισμού δυνάμεων». Όχι γιατί διαθέτουμε μονάχα τόσα όπλα και τόσες μηχανές, αλλά κύρια και πρωταρχικά γιατί έχουμε μαζί μας τόσα και τόσα εκατομμύρια ανθρώπων, τόσες και τόσες μάζες καταπιεζόμενων, και απέναντί μας έχουμε έναν διαιρεμένο αντίπαλο που μπορούμε να τον διαιρέσουμε ακόμα περισσότερο. Αβυσσαλέα απόσταση χωρίζει εκείνη την αντίληψη με αυτή, που αποτελεί τον κεντρικό άξονα της έννοιας των συσχετισμών που στέκεται στη βάση αυτού που χθες ήταν μπρεζνιεφισμός με Μπρέζνιεφ και σήμερα μπρεζνιεφισμός με Αντρόπωφ.

Και ακριβώς αυτός ο «ανατολικός άνεμος» φύσηξε στη Δύση, από τις Ενωμένες Πολιτείες μέχρι τη Δυτική Γερμανία και από τη Νότια Αμερική μέχρι την Ιαπωνία και αντίστροφα στα χρόνια αυτά. Μετά την περίοδο εγκλωβισμού της νεολαίας και πρώτα απ’ όλα της φοιτητικής, στις μητροπόλεις του καπιταλισμού, στα πανεπιστημιακά γκέτο-κάμπους, με τους μακαρθισμούς στις ΕΠΑ, το κυνήγι των υπόπτων στη Δ. Γερμανία του «θαύματος», γεγονότα και «μακρινά» και «κοντινά», από την εξέγερση της ιαπωνικής φοιτητικής νεολαίας, της νεολαίας της Ν. Κορέας, της Τουρκίας, το 1960. Από το ξεπούλημα του αλγερινού λαού από την ηγεσία του «Κ.Κ. Γαλλίας», τις καταδίκες και τις μανούβρες των σοβιετικών για να καθίσουν ήσυχα οι βιετναμέζοι, μέχρι το ξέσπασμα της Πολιτιστικής Επανάστασης στην Κίνα, ο «ανατολικός άνεμος», σαρώνει κάθε γωνιά και των Μητροπόλεων και των πρώην αλλά και των τότε αποικιών. Σε κάθε χώρα παίρνει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, όπως ιδιαίτερα χαρακτηριστικά παίρνει η κοινή προσπάθεια της κατάπνιξής του. Αλλά οι παρανομαστές είναι κοινοί και στη μια πλευρά και στην άλλη.

Νάσαι νέος
και σώπα!

Η ιθύνουσα ή οι ιθύνουσες τάξεις στις μητροπόλεις του καπιταλισμού και στις διάμεσες χώρες στα χρόνια της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης 1945-1960 υιοθετώντας τα υπερατλαντικά πρότυπα, αναδιάρθρωσαν και την παιδεία συνολικά, αλλά και πιο ιδιαίτερα τη λεγόμενη Ανώτατη Παιδεία. Πανεπιστημιακά κάμπους α λα Ναντέρ στο Παρίσι, «Πανεπιστημιουπόλεις» α λα Κουπόνια –Ζωγράφου στην Ελλάδα, την ίδια πάνω-κάτω περίοδο. Οι φοιτητές στις άκρες των πόλεων ή κι έξω από τις πόλεις. Υπάρχουν τα γκέτο για τους μαύρους, υπάρχουν τα γκέτο για τους ευαίσθητους, ανήσυχους έστω, φοιτητές. Η επιδρομή των πολυεθνικών, η ενίσχυση του κρατικού μηχανισμού, οι ανταγωνισμοί σε κρατικούς ή μη κρατικούς τομείς, η επέκταση της «επιστημονικής οργάνωσης της εργασίας», η αναδιάρθρωση της παραγωγικής-τεχνολογικής βάσης, μέσα κι έξω από το εργοστάσιο, η μεγάλη ανακάλυψη των σύγχρονων χειρισμών της περιβόητης «συναίνεσης», επέβαλαν και καθόρισαν αυτή την κούρσα στην εξειδίκευση, στην «ταιηλοροποίηση» της πανεπιστημιακής ή μετα-πανεπιστημιακής παραγωγής. Η Ναντέρ, καμάρι και καρπός συνδυασμένων προσπαθειών γαλλικών και εξωγαλλικών εγκεφάλων, θα ήταν το εργαστήρι παραγωγής ψυχολόγων, κοινωνιολόγων κ.λπ., έτσι που το παν/μιο να απαντήσει στις ανάγκες της αναδιάρθρωσης. Επιχειρήθηκε άλλωστε και πιο πριν, κύρια μετά την προσαρμογή της δεκαετίας του 1950 η χρησιμοποίηση του «μαρξισμού της προσαρμογής» για την ικανοποίηση των αναγκών του καπιταλισμού. Αυτό δε συνέβηκε μονάχα στη Ναντέρ, αλλά στα περισσότερα παν/μια των μητροπόλεων και τούτο άμεσα με τη συνεργασία στις περισσότερες περιπτώσεις των «φορέων» του μαρξισμού.

Μαρξιστές ψυχολόγοι, κοινωνιολόγοι, φιλόσοφοι άρχισαν από τότε να δουλεύουν για να ικανοποιούν συγκεκριμένες ανάγκες επιχειρήσεων, κρατών. Και σήμερα αυτό θεωρείται απόλυτα φυσικό και θετικό: «Ο μαρξισμός διαβρώνει από τα μέσα τον καπιταλισμό». Η εξέγερση στη Ναντέρ πέρα από την προβολή άλλων αιτημάτων ή και μέσα από τέτοια αιτήματα, ανεξάρτητα αν είχε συνειδητοποιηθεί και πόσο, αποτελούσε μια εκδήλωση καταδίκης αυτής της τερατογονίας.

Κι εδώ εκδηλώθηκε ακόμα μια «τομή» θα λέγαμε σε σχέση με το παρελθόν. Η «τομή» αυτή σχετίζεται με το ότι για πρώτη φορά σε τέτοια έκταση στις καπιταλιστικές μητροπόλεις έπαιξαν το ρόλο καταλύτη σε γενικότερα ξεσηκώματα, κινήματα νεολαίας και ιδιαίτερα φοιτητικής νεολαίας. Στο παρελθόν εκτός από την τσαρική Ρωσία στις αρχές του αιώνα μας, στις αποικιακές, ημιαποικιακές και εξαρτημένες χώρες οι κινητοποιήσεις της σπουδαστικής νεολαίας είχαν ιδιαίτερο βάρος και τούτο είχε υπογραμμισθεί, ιδιαίτερα στη δεκαετία 1920-30 από το κομμουνιστικό κίνημα της εποχής –και τούτο σχετιζόταν με τα άμεσα αντιιμπεριαλιστικά-δημοκρατικά αιτήματα. Η «τομή» βρίσκεται ακόμα και στον άμεσα αντικαπιταλιστικό χαρακτήρα των τέτοιων κινημάτων, αλλά και στην ουσιαστική ταυτότητα των στόχων των κινημάτων αυτών στις καπιταλιστικές μητροπόλεις με εκείνους της νεολαίας των άλλων περιοχών του κόσμου.

Έτσι όπως ήταν επόμενο τα κινήματα στις καπιταλιστικές μητροπόλεις πέρα από τους ίδιους γενικούς στόχους χρωματίζονται με ιδιαιτερότητες που δεν υπήρχαν στα κινήματα της Κίνας, της Ιαπωνίας, ή της Λατινικής Αμερικής.

Και γι’ αυτό υπήρξαν πολλοί που ξαφνιάστηκαν για την παρουσία αιτημάτων ανοιχτά πολιτικών, αιτημάτων αδιανόητων για προηγούμενες γενιές φοιτητών, αλλά και νέων γενικά –και γι’ αυτό αναγκαστικά όλοι έδωσαν «εξετάσεις»… Ξεχνούσαν πως είχαν μπροστά τους μια νεολαία που είχε μεγαλώσει με τις προσδοκίες που καλλιεργούνταν, από τη μια, από την αδιάκοπη τεχνολογική ανάπτυξη, αλλά και με την αγωνία και τους φόβους, που θα είχε για το μέλλον τους αυτή η ίδια η ανάπτυξη, που από τα μικρότερα χρόνια τους είχαν γίνει αντικείμενα – αγορά: παιδική αγορά, εφηβική αγορά, «τηνέιτζερς» και Χαλλινταίη, τηλεόραση, αποσμητικά και διεγερτικά, όλοι αυτοί οι τομείς που επενδύονταν κεφάλαια και κεφάλαια, που πρόβαλαν συνταγές, τρόπους περπατήματος, ντυσίματος, ψυχαγωγίας, που υπαγόρευαν μια ορισμένη γλώσσα, ή ακόμα και ορισμένα αισθήματα. Σήμερα αυτά έχουν γίνει κατάσταση, συνήθεια, ρουτίνα, αυτονόητα πράγματα. Αλλά τότε η εξέγερση ήταν εξέγερση ενάντια σ’ αυτά τα πράγματα. Μπορεί η εξέγερση όταν καταλάγιασε να τη διαδέχθηκε η αξιοποίηση ακριβώς της εξέγερσης στα πράγματα εκείνα, που ήταν αξιοποιήσιμα για την αγορά. Όπως η εξέγερση ενάντια στην υποκρισία και τον καθωσπρεπισμό των διαπροσωπικών σχέσεων, της οικογένειας, των ερωτικών δεσμών κ.λπ., όταν υποχώρησαν τα κύματά της, μετασχηματίσθηκε λ.χ. στη μεγάλη αγορά του σεξ, με όλες τις άλλες παρεπόμενες βιομηχανίες και αγορές.

Κι όπως ήταν επόμενο μια εξέγερση και μάλιστα σε καπιταλιστική μητρόπολη αναταράζει από τα βάθη την κοινωνία. Η δυνατότητα έκφρασης των επιθυμιών, των αναγκών, έδωσε την ευκαιρία να εκφρασθούν καταστάσεις, που αξιοποιήθηκαν έντεχνα και για τη δυσφήμιση των κινημάτων αλλά και για την αξιοποίησή τους.

Αυτή ήταν η μία πλευρά. Η άλλη πλευρά αφορά την εξέγερση ενάντια στην «υπαρκτή», εναλλακτική λύση που πρόσφερε στους λαούς ο σοσιαλισμός α λα Χρουτσώφ-Μπρέζνιεφ. Και η εξέγερση αυτή πυροδοτούνταν από την αναπτυσσόμενη στην Κίνα Πολιτιστική Επανάσταση.

Στα χρόνια του «Μάη ’68» είχε καταδειχθεί για τους εξεγερμένους η φενάκη της επιστροφής στο «γνήσιο λενινισμό». Γεγονότα όπως η θυσία του Τσε το 1967 στη Βολιβία και η εγκατάλειψή του το λιγότερο, με τη σε συνέχεια, μεταθανάτια σκύλευσή του από εκείνους που τον εγκατέλειψαν, ήταν πρόσφατα. Όπως η όλη στάση αυτού που γενικότερα αποκαλούνταν κομμουνιστικό κίνημα απέναντι στα εθνικοαπελευθερωτικά και λαϊκά κινήματα.

Έτσι η εξέγερση ενάντια στον καπιταλισμό συνδέονταν αναπόσπαστα με την εξέγερση σ’ αυτό που προβάλλονταν σαν σοσιαλισμός.

Πιο ειδικότερα: η κριτική στο αστικό πανεπιστήμιο και στο «σοσιαλιστικό» παν/μιο εμπνέονταν και από την κριτική του παν/μιου στην Κίνα, από την Πολιτιστική Επανάσταση, αλλά και από την πείρα της ίδιας της σπουδαστικής νεολαίας. Όσο και αν παρουσιάσθηκε και παρουσιάζεται βέβαια και τώρα σαν «άρνηση της γνώσης», και άλλα γνωστά στερεότυπα, αποτελούσε ολότελα «νέο φαινόμενο», «νέο πράγμα». Κι εδώ πέρασε στην επίσημη περί Μάη παράδοση πως οι φοιτητές είχαν δίκιο, για τα όσα καταμαρτυρούσαν ενάντια στο σύστημα των εξετάσεων, ενάντια στην από καθέδρας διδασκαλία, για το ότι δεν παίρνονταν η άποψή τους για τα ζητήματα της διοίκησης αλλά και των προγραμμάτων σπουδών, όπως «πέρασε» πως οι φοιτητές και οι νέοι είχαν δίκιο γιατί δεν τους «αφήσαμε έναν καλύτερο κόσμο» και για τούτο διαμαρτυρήθηκαν για το «βιομηχανικό πολιτισμό». Απ’ αυτά τα «δίκαια» και «λογικά» —που αποτελούν ωστόσο αυτοκαταδίκη για τον δήθεν αφηρημένο αρνητισμό των κινημάτων— πόσα και ποια εφαρμόσθηκαν και στο γαλλικό παν/μιο και στα άλλα παν/μια, όπου στο μάθημα της Κοινωνιολογίας λέγονται αυτά τα «καλά», («να πούμε και του στραβού το δίκιο») για το «Μάη»;

Τότε βέβαια, όχι μονάχα τα παραπάνω ήταν σωστά και δίκαια, αλλά και άλλα πολλά… Το πρόβλημα ήταν να αποδυναμωθεί η κριτική που αγκάλιαζε όλο το σύστημα. Και δίνουμε σήμερα «κάτι» για να το πάρουμε αύριο πίσω. Όπως και έγινε. Κι έτσι βγήκε πως η συνδιοίκηση ήταν βασικό αίτημα του Μάη. Ενώ η συνδιοίκηση ήταν όπλο της παλινόρθωσης με το νόμο Ε. Φόρ…

Έτσι η αξιοποίηση, διαστροφή, προσαρμογή συνθημάτων του Μάη, ιδεών, πραχτικών αφορούσε και αφορά όλες τις πλευρές. Εκτός από μια: που βέβαια είναι η κύρια και που χωρίς αυτήν ο Μάης μετατρέπεται σε εκδήλωση καταναλωτών, σε εκδήλωση μεταρρυθμιστών του εκπαιδευτικού συστήματος, που θέλουν να κάνουν πιο γερά τα πτυχία κλπ κλπ: της ανοιχτής εξέγερσης ενάντια στον καπιταλισμό και στον υπαρκτό σοσιαλισμό.

Αποδείχθηκε έτσι για άλλη μια φορά, και πως το κεφάλαιο δεν υποχωρεί μπροστά σε τίποτα για να βγάλει κέρδος, αλλά και πως οι χειρισμοί του, για την ιδιοποίηση και διαστροφή, επομένως, πραγμάτων που κατευθύνονται εναντίον του, είναι ανάλογοι με τη δύναμή του, .την παράδοση του, αλλά και τους δεσμούς ή τις συμμαχίες του, που γίνονται δυνατοί όταν διαμορφώνεται ένας ορισμένος συσχετισμός δυνάμεων. Ιδιαίτερα για τη Γαλλία, ενώ την καθολική σπουδαστική εξέγερση την ακολούθησε καθολική απεργιακή κινητοποίηση με καταλήψεις εργοστασίων, επιστημονικών κέντρων, ακόμα και γραφείων ποδοσφαιρικών εταιρειών, απέναντι σ’ αυτή τη γενική απαίτηση για αλλαγή των πάντων, μεθοδικά, σχεδιασμένα, σε αγαστή σύμπνοια αντιπαρατάχθηκε για πρώτη φορά με τέτοιο κυνικό τρόπο η συνδυασμένη δράση της εξουσίας, του κεφαλαίου και του «αντιπάλου» της από παράδοση, του «κόμματος της εργατικής τάξης» και της ηγεσίας των συνδικάτων. Για να απομονωθεί το σπουδαστικό κίνημα, το νεολαιίστικο κίνημα από το εργατικό κίνημα, με πρωτοβουλία του ίδιου του Πομπιντού γίνεται επειγόντως η δεύτερη συμφωνία του Γκρενέλ που δίνονται «ουσιαστικές αυξήσεις» στις αποδοχές ύστερα από το γιουχάισμα που έφαγαν οι συνδικαλιστές ηγέτες μετά την ,πρώτη συμφωνία που δίνονταν μικροπράγματα. Το κεφάλαιο, η εξουσία κινητοποιούνταν για να δυναμώσουν τη θέση του «αντιπάλου» τους απέναντι στην εργατική τάξη αφού αυτός ο «αντίπαλος» είναι ο βασικός τους σύμμαχος σε τέτοιες κρίσιμες στιγμές. Κι έτσι μπορούν μεθοδικότερα να αντιμετωπίσουν έναν-έναν και χωριστά τους πραγματικούς εχθρούς τους. Μετά τον πρώτο αυτό χειρισμό, επιστρατεύονται οι απειλές των τανκς —η ιστορία θα επαναληφθεί εδώ με απόλυτη αντιγραφή με το γνωστό «Καραμανλής ή τανκς»— και σε συνέχεια περνάνε στην επίθεση με την προκήρυξη εκλογών κάτω από την ατμόσφαιρα αυτής της απειλής.

Το χρώμα της θεωρίας είναι γκρίζο
πράσινο είναι, φίλε μου, το δέντρο της ζωής
Γκαίτε

Ο Γαλλικός Μάης αποτέλεσε ένα πεδίο αντιπαράθεσης, ανεξάρτητα από την έκβαση των πραγμάτων, δύο διαφορετικών αντιλήψεων σχετικά με την πολιτική. Και υπήρξαν δύο διαφορετικές αντιλήψεις έστω κι αν αυτοί που έκφρασαν αρχικά —όσο την έκφρασαν— την αντίθεση με το «καθιερωμένο παιχνίδι» έπεσαν στο τέλος στην τροχιά αυτού του καθιερωμένου παιχνιδιού.

Στην αρχική περίοδο όπως ήταν επόμενο ανταγωνίζονταν, μέσα στο κίνημα ή κι έξω απ’ αυτό, θεωρώντας το «φοιτητικά καμώματα», ομάδες, οργανώσεις και κινήσεις που πάσχιζαν να βάλουν τη σφραγίδα τους ή να το επηρεάσουν, το χαρακτηριστικό του ήταν, πως στηρίζονταν στην ανεξάρτητη δράση των μαζών ενάντια σε όλους τους «καθιερωμένους» πολιτικούς σχηματισμούς.

Την τέτοια πρακτική, που αναπηδούσε από τις ίδιες τις απαιτήσεις των μαζών, την ακολουθούσαν αναγκαστικά —όσο την ακολουθούσαν— οι περισσότεροι απ’ όσους προβλήθηκαν τότε σαν ηγέτες του κινήματος. Και τούτο ακριβώς δείχνει, πως δεν επρόκειτο όπως λεγόταν και λέγεται, για «καμώματα» και «μηχανορραφίες» μικροομάδων. Αφού οι περισσότερες απ’ αυτές αιφνιδιασμένες από το ανεπάντεχο επιστράτευαν κλασικά, από εγχειρίδια βέβαια καθόλου τριτοδιεθνιστικά, όπως λέγεται συχνά, πρότυπα, και μη βρίσκοντας έτοιμο, μονταρισμένο το πρωτοπόρο απόσπασμα που θα καθοδηγούσε το κίνημα αναζήτησαν από την αρχή υποκατάστατο. Τέτοια υποψήφια υποκατάστατα ήταν το Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα, τότε του Ροκάρ, που παρίστανε τότε τον υπερτριτοδιεθνιστή Μπολσεβίκο που «έβγαινε από τα αριστερά» στους πάντες, και αργότερα στο πρόσωπο του κ. Μιτεράν που θεώρησε τον εαυτό του βέβαιο πρόεδρο από τότε, αφού διόρισε και πρωθυπουργό τον μακαρίτη Μαντέλ Φρανς. Ένας από τους λόγους της υποχώρησης του κινήματος, είναι και αυτή η προσαρμογή που σημειώθηκε ερήμην των μαζών, εναντίον τους.

Οι περισσότεροι συντριπτικά, απ’ όσους προβλήθηκαν σαν πρωταγωνιστές και ηγέτες του κινήματος, προέρχονταν από την Ένωση Κομμουνιστών Σπουδαστών του «ΚΚΓ», με εμπειρίες από την πολιτική των διωγμών από την ηγεσία αυτού του κόμματος, όταν το 1960 οργάνωσαν και πραγματοποίησαν διαδήλωση ενάντια στο βρώμικο πόλεμο κατά του λαού της Αλγερίας, που χτυπήθηκε χτηνώδικα από την αστυνομία και που τα θύματα τα κάλυψε λήθη και ανάθεμα. Ένα άλλο μέρος προέρχονταν από αριστερές σοσιαλιστικές ομάδες και αναρχικούς σχηματισμούς. Τέλος υπήρχαν οι ηγέτες της Ομοσπονδίας Μαρξιστικών-Λενινιστικών Νεολαιών, που εμπνέονταν από το Κ.Κ. Κίνας και από την Πολιτιστική Επανάσταση αλλά στο μεγαλύτερο μέρος τους και από τον Αλτουσέρ.

Δεν ήταν δυνατόν να δημιουργηθεί αυτός ο «φορέας», που απαιτούσαν οι καιροί, παρά μονάχα αν «διαβάζονταν» το γεγονός με άλλους από εκείνους τους παραμορφωτικούς φακούς που διέθεταν όλοι αυτοί. Τούτο δε σημαίνει, παρά την κατοπινή στάση αρκετών, πως δεν πάσχισαν να το κάνουν. Και όλος αυτός ο μόχθος και το αίμα δεν πήγαν κι ούτε θα πάνε χαμένα παρά τις ροκάνες και τις σειρήνες της απογοήτευσης και της αποστασίας.

Η βασική παραμορφωτική εκδήλωση ήταν η αδυναμία να μεταφράσουν πραχτικά, δηλαδή δημιουργικά, την ουσία της Πολιτιστικής Επανάστασης στη Γαλλία, θα το επιχειρήσουν οι οργανώσεις «υπόθεση του Λαού» και «Προλεταριακή Αριστερά» μετά το Μάη αλλά με περισσότερο δογματισμό και «πολιτική αλά Γαλλικά».

Ανεξάρτητα απ’ όλα αυτά, η ακινησία, η «σταθερότητα» σε όλους τους τομείς αναστατώθηκαν. Και με τούτο δεν εννοούμε τις παραχωρήσεις της ντεγκωλικής κυβέρνησης σε όλους τους τομείς, που διευκόλυναν βέβαια την παλινόρθωση της τάξης και της συνοχής που είχε αναταραχθεί, αλλά το ίδιο το γεγονός πως η παλινόρθωση χρειάσθηκε να ρίξει στην πλάστιγγα όλες τις δυνάμεις και τις κάθε είδους εφεδρείες στο πολιτικό, κοινωνικό, ιδεολογικό-πολιτιστικό τομέα, για να πετύχει μια «συναίνεση» με το γλυκό τρόπο και το ματσούκι. Γι’ αυτό χρειάσθηκε η γαλλική μεγαλοαστική τάξη να απαλλαγεί κι από το μεγάλο της σύμβολο, τον Ντε Γκωλ, ίσως γιατί σαν σύμβολο μιας άλλης εποχής δεν ήταν πια συνεργάσιμος και προσαρμόσιμος στις μετά το Μάη ανάγκες της. Και πετάχτηκε χωρίς να κινηθούν τα τανκς… Ίσως ήταν κάπως άταχτος, γι’ αυτήν, μέσα στην τάξη που επέβαλε.

Η γενιά του Μάη στη Γαλλία στη μεγάλη της μάζα, όσο κι αν τραγικά αδιέξοδα σφράγισαν τη ζωή πολλών απ’ όσους πάσχισαν να ξανακάνουν το Μάη από άλλους δρόμους, χωνεύει την πείρα και του ίδιου του Μάη και των αποπειρών να ξαναγινεί ο Μάης και τούτο αφορά όχι μονάχα αυτή τη γενιά, αλλά και τη σημερινή. Η κατάθλιψη, η ξεραΐλα και το καφκικό κλίμα που επικρατεί στις κοινωνικές, πολιτικές και πνευματικές σφαίρες της χώρας το υπογραμμίζουν, τα βεντετιλίκια του μεγάλου συνέταιρου του Μιτεράν, και η αποτρόπαια μούχλα και ο σκοταδισμός του πάλαι ποτέ κόμματος που αποτέλεσε την «τιμή και τη συνείδηση της Γαλλίας» Κάποτε οι κερασιές θα ξανανθίσουν…

Μιλάνε πολλοί σήμερα αναφερόμενοι στην Πολωνία με το γνωστό «η τάξη αποκαταστάθηκε στη Βαρσοβία». Αλλά το πρόβλημα είναι πολύ μεγαλύτερο, είναι παγκόσμιο, όταν αναφερθούμε στο παγκόσμιο κίνημα της νεολαίας της δεκαετίας του 1960-70. Η αναταραχή σταμάτησε. Η τάξη αποκαταστάθηκε στον κόσμο. Στην Κεϋλάνη χρειάστηκε να χώσουν στη φυλακή όλους τους νέους. Στην Κίνα, δίπλα στους γνωστούς και επώνυμους της «Συμμορίας των Τεσσάρων», οι μετριοκράτες που διοικούν «αναμορφώνουν» τεράστιες αριθμητικά μάζες νέων, αφού πέρασαν από το ντουφέκι, σύμφωνα με τα δικά τους λεγόμενα, αρκετές εκατοντάδες. Στην Ιταλία οι πολιτικοί κρατούμενοι, ύποπτοι για «μπριγκαντισμό» ή ύποπτοι γενικά ξεπερνούνε τις 5.000. Στη Δυτική Γερμανία οι ίδιες οι αρχές δηλώνουν πως οι φακελωμένοι ηλεκτρονικά είναι 20.000.000. Κι αυτοί «ύποπτοι για τρομοκρατία». Και το δυτικογερμανικό σύστημα έχει γίνει πρότυπο για όλες τις πολιτισμένες χώρες.

Ένα «νεανικό σκίρτημα» και μετά 15 χρόνια χρειάζεται τέτοια μέτρα για να αποτραπεί η επανάληψη του;

Φυσικά κάθε μεγάλο κίνημα στην παγκόσμια ιστορία δεν χαρακτηρίσθηκε παρά μονάχα από κάποια «νεανικά» και όχι «γεροντικά» σκιρτήματα. Επομένως η ουσία δεν βρίσκεται σε κάποιο χάσμα των γενιών αλλά κάπου βαθύτερα. Και όσο επιπόλαιοι είναι εκείνοι που ήθελαν ή θέλουν την επανάληψη με τον ίδιο τρόπο γεγονότων, που από την ίδια τη φύση τους έχουν μια πλευρά που είναι ανεπανάληπτη —κάθε γεγονός ενέχει θα λέγαμε αυτή την πλευρά— άλλο τόσο επιπόλαιοι είναι εκείνοι που θεωρούν σαν μια παρεκτροπή, σαν ένα «σπασμό» αυτό που συνδέεται με το «’68». Ο γνωστός προκλητής δακρύων και ορισμένου είδους σπασμών Αλέξανδρος Δουμάς υιός, συγγραφέας της «Κυρίας με τας καμελίας», είχε χαρακτηρίσει την Κομμούνα του Παρισιού «σπασμό» γενετήσιο της ανικανοποίητης σεξουαλικά «αλητείας» του Παρισιού. Και ο χαρακτηρισμός είχε γίνει της μόδας για κάμποσα χρόνια…

Η προσαρμογή επί το κοσμιότερο δεν είναι και πολύ ουσιαστική. Εξάλλου φαίνεται για τους μαρξιστές θεωρητικούς επί των «σκιρτημάτων» πως τα γεροντικά σκιρτήματα είναι πάντα αποστάγματα πείρας, ωριμότητας και σοφίας και επομένως αυτά είναι θετικά και προωθητικά.

Όμως, για μια διάρκεια δέκα και πάνω χρόνων, εκατομμύρια νέοι σε όλα τα σημεία σχεδόν του κόσμου, αγωνίζονταν όχι μονάχα για δικά τους στενά συμφέροντα, αλλά πρώτα απ’ όλα και κύρια για υποθέσεις, που αφορούσαν μακρινούς λαούς, ενάντια σε συγκεκριμένους πολέμους και τελικά, κι όχι τελευταία, για την αλλαγή του συστήματος κοινωνικών σχέσεων, σε όλες του τις μορφές και εκδηλώσεις. Έξω από τους πρωτοπόρους στην πάλη αυτή κομμουνιστές της Κίνας, ποια δύναμη στον κόσμο τους συμπαραστάθηκε και ποια δεν τους πολέμησε; Τούτο το γεγονός δεν αποτελεί από μόνο του την απόδειξη πως επρόκειτο το λιγότερο για έκφραση μιας θέλησης «να αλλάξει ο κόσμος», που δεν ήταν θέληση μονάχα αυτών των νέων αλλά των μεγάλων μαζών, των «βασικών μαζών» σύμφωνα με την έννοια του Μάο Τσετούνγκ;

Είχαμε μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο πολλά τέτοια διεθνούς έκτασης και απήχησης γεγονότα, που συνένωσαν, τόσες τεράστιες μάζες εκατομμυρίων νέων σε τόσα εκτεταμένα μέτωπα πάλης; Και γιατί τότε όλο αυτό το οπλοστάσιο νόμων, ηλεκτρονικών μηχανισμών, μέτρων και διωγμών τόσα χρόνια μετά από το «σπασμό» ή «σκίρτημα» αυτό;

Το δύσκολο είναι αυτό
που μπορεί να γίνει αμέσως
Το αδύνατο είναι εκείνο
που χρειάζεται περισσότερο χρόνο

Ο «Μάης ’68» δεν μπορεί να τοποθετηθεί έξω από τη συγκεκριμένη εποχή του. Και αυτό σημαίνει ειδικότερα έξω από την παρατεταμένη αντιπαράθεση μέσα στο κομμουνιστικό κίνημα στις δεκαετίες 50-70. Το ότι στο Μάη εκφράσθηκαν ή και «ηγεμόνευσαν» σε ορισμένες περιπτώσεις κύκλοι, στοιχεία, ομάδες, που βρίσκονταν έξω από την πολεμική ή τη σύγκρουση αυτή, μια και ήταν επίγονοι της ονομαζόμενης «παλιάς κομμουνιστικής αριστεράς» ή και έξω απ’ αυτήν, αυτό ήταν συνέπεια συγκεκριμένων συσχετισμών, που είχε δημιουργήσει ήδη αυτή η ίδια η πολεμική και αντιπαράθεση.

Κι όπως ήταν επόμενο η μεθοδολογία, η γενικολογία, η αφηρημένη συνθηματολογία στην πραχτική δραστηριότητα εκείνων που «ηγεμόνευσαν» δεν ήταν απαλλαγμένη από το ιδεολογικό οπλοστάσιο που κουβαλούσαν, αλλά και από πλήθος προκαταλήψεις και συμπλέγματα. Φυσικά υπάρχουν πολλές περιπτώσεις, που πολλοί απ’ αυτούς ενέργησαν σε αντίθεση με όλα αυτά και ήταν επόμενο να υπάρξουν τέτοια παραδείγματα, αφού είχαν να κάνουν με μια κίνηση μαζών, που παρέσυρε σχήματα και πραγματικά ιδεολογήματα. Γι’ αυτό, εκείνο που ανέδειξε η κίνηση των μαζών πέρασε πάνω και πέρα απ’ όλα αυτά. Έτσι, αν η Πολιτιστική Επανάσταση στην Κίνα, η τελευταία αλλά και η μεγαλύτερη φάση της αντιπαράθεσης στο τοτινό κομμουνιστικό κίνημα στάθηκε ο πυροδότης, που έθεσε σε κίνηση όλα αυτά τα κινήματα, οι ίδιες οι ατέλειές της, ατέλειες που εντάσσονται στους συσχετισμούς δυνάμεων που διαμορφώνονται μέσα στην ίδια την πορεία της, αλλά και σε ιδιαίτερες καταστάσεις, που αποτελούσαν τη διεθνή πλευρά της από την άποψη των συσχετισμών, έδιναν λαβή σ’ ένα πλήθος από ομάδες, οργανώσεις, κύκλους να επιδείχνουν το πιο άκριτο δογματισμό και σουϊβισμό, αντίθετο με το πνεύμα και την ίδια την ουσία της Πολιτιστικής Επανάστασης.

Έτσι προστιθέμενος ο δογματισμός και ο σουϊβισμός στους παλιούς δογματισμούς, σχήματα, προκαταλήψεις που κουβαλούσαν, όσοι προέρχονταν από την «παλιά κομμουνιστική αριστερά», οδηγούσαν σε γενικολογίες, ψευδαισθήσεις, υπερθεματισμούς, και τα παρόμοια.

Εκείνοι, που αντιπροσώπευαν το μαρξιστικό-λενινιστικό κίνημα, στις χώρες της καπιταλιστικής μητρόπολης, ασχολούνταν περισσότερο με «χρίσματα», ταξίδια, χαιρετισμούς και διπλωματία, παρά με το να πασχίσουν να αντιληφθούν τη νέα πραγματικότητα. Και πολλά από όσα έκαναν, και έκαναν άνθρωποι που ανήκουν σ’ αυτήν την πλευρά, τα έκαναν πέρα και ενάντια στα καμώματα των «κορυφών» τους. Δε συνέβηκε το ίδιο σε πολλές άλλες χώρες·γι’ αυτό οι γενικεύσεις που τόσο συνηθίζονται στον τόπο μας, είναι γενικεύσεις που τις υπαγορεύουν γνωστές σκοπιμότητες και επίσης γνωστό κληρονομικό μένος εναντίον εκείνων, που αποκαλούνται γενιές τώρα δογματιστές και «σταλινικά αποβράσματα».

Το κίνημα της εξωκοινοβουλευτικής, επαναστατικής, αντιρεφορμιστικής, ριζοσπαστικής και όπως αλλιώς θέλετε να ονομαστεί η Αριστερά, δεν ηττήθηκε στο Πανεπιστήμιο αλλά κυρίως έξω από αυτό στις προσπάθειές του να συνδεθεί μ’ άλλους κοινωνικούς χώρους και να ανοίξει νέους δρόμους.

Τρεις παρατηρήσεις στη μια διαπίστωση.

Πρώτη παρατήρηση: Η υποχώρηση των κινημάτων αυτών ήταν αποτέλεσμα συσχετισμού δυνάμεων σε όλους τους τομείς, ιδεολογικό, πολιτικό, οργανωτικό.

Σαν προδρομικά κινήματα που πρόβαλλαν νέους στόχους, μια νέα ποιότητα, μια νέα αντίληψη που επαναπροσδιόριζε με την έννοια της αποκατάστασης του περιεχομένου του νέου συστήματος κοινωνικών σχέσεων, δεν μπορούσαν να επιβληθούν γιατί τους έλλειπαν τα στοιχεία εκείνα που θα τους έδιναν διάρκεια και σταθερότητα.

Παρατήρηση δεύτερη: Τα κινήματα αυτά είχαν μεγάλη επιρροή μέσα στα πανεπιστήμια και γενικά στον πληθυσμό του εκπαιδευτικού μηχανισμού. Τίθεται το πρόβλημα: ποια τα όρια ανάπτυξης ενός κινήματος σ’ ένα επιμέρους αλλά νευραλγικό χώρο όπως το πανεπιστήμιο σε σχέση με το επίπεδο ανάπτυξης του επαναστατικού κινήματος. Ή αλλιώτικα: είναι δυνατή η ανάπτυξη και μέχρι ποιου βαθμού του φοιτητικού κινήματος σε αναντιστοιχία με άλλα κινήματα; Τα κινήματα αυτά ήρθαν να καλύψουν ένα κενό στην κοινωνία, να υπογραμμίσουν προβλήματα και όχι να υποκαταστήσουν τις βασικές κοινωνικές δυνάμεις και το ρόλο τους. Η επιρροή λοιπόν αυτών των κινημάτων έφτασε μάλλον σε κάποιο μάξιμουμ μέσα στους πανεπιστημιακούς χώρους. Η πάρα πέρα ανάπτυξή τους ήταν πλέον συνάρτηση της έκβασης της μάχης σε άλλα επίπεδα.

Παρατήρηση τρίτη: Υπήρξε και υπάρχει ως τα σήμερα μια αναντιστοιχία ανάμεσα στο τι πρόβαλλαν τα ξεσπάσματα αυτά και στις οργανωτικές συγκροτήσεις που τα ακολούθησαν.

Οι οργανωτικές συγκροτήσεις είναι σχεδόν πάντα πιο «κάτω» από τις απαιτήσεις που τα ίδια τα ξεσπάσματα έβαλαν. Δεν μιλάμε καθόλου για κάποιες γκρούπες που είδαν καχύποπτα τα ξεσπάσματα αυτά, ενώ οι λίγες εξαιρέσεις του γενικού κανόνα σχετίζονταν με την υπερδιόγκωση κάποιων στοιχειακών αντιδράσεων που παρατηρούνταν στους κοινωνικούς χώρους. Έλειπε δηλαδή μια συνολικοποίησή της, μια συνολική θεώρηση.

Ενώ οι οργανώσεις της επαναστατικής αριστεράς μαζικοποιήθηκαν μετά τα ξεσπάσματα αυτά, στον ιδεολογικό εξοπλισμό τους βάρυναν περισσότερο κάποια στοιχεία που προϋπήρχαν χωρίς να κάνουν κάποιο προχώρημα στις απαιτήσεις «για νέα θεωρία, νέα οργάνωση».

Σε γενικές γραμμές τούτα τα κινήματα δεν είχαν συγκεκριμένη συναίσθηση των στόχων που έβαζαν και στηρίζονταν περισσότερο στον αυθορμητισμό των μαζών και λιγότερο στο δικό τους ρόλο σαν φορείς τις επανάστασης. Δηλαδή περίμεναν ο αυθορμητισμός των μαζών να κάνει τη δική τους δουλειά.

Το ότι οι οργανωτικές συγκροτήσεις, από ιδεολογικό εξοπλισμό υστερούσαν και άρα κάθε μια κλεινόταν σε ένα σύστημα απόψεων, δεν βρίσκεται σε αντίθεση ούτε αναιρεί την προηγούμενη φράση.

Γιατί συνέβηκε περίπου αυτό το γεγονός: Όσο απομακρυνόμασταν χρονικά από τα διάφορα ξεσπάσματα, σε περιόδους όμως αρκετής ακόμα ευφορίας, παρατηρούνταν ταυτόχρονα η όλο μεγαλύτερη στεγανοποίηση των διάφορων οργανώσεων από τη μια, και η όλο μεγαλύτερη-εντονότερη τάση μεγένθυνσης στοιχειακών – αυθόρμητων αντιδράσεων από την άλλη.

Η διαπίστωση: Τα κινήματα αυτά, σ’ όλη την εικοσάχρονη πορεία τους, ήταν ο μοναδικός πολιτικός χώρος, παρ’ όλες τις αδυναμίες του, που εναντιώθηκε στο σύνολο του συστήματος των κοινωνικών σχέσεων, που εναντιώθηκε στην καπιταλιστική αναδιάρθρωση ή τον εκσυγχρονισμό, υπερασπίστηκε τα ιδεολογικά και υλικά συμφέροντα της εργατικής τάξης, και κράτησε μια πραγματική διεθνιστική στάση υπεράσπισης όλων των προλεταριακών και απελευθερωτικών αγώνων.

Γι’ αυτό συνάντησε όλη τη λύσσα της αστικής τάξης και των ρεβιζιονιστικών κομμάτων, των δυνάμεων δηλαδή που στηρίζουν το ενιαίο σήμερα σύστημα κοινωνικών σχέσεων. Κι όταν λέμε λύσσα κυριολεκτούμε: η τελειοποίηση των κατασταλτικών μηχανισμών, απαραίτητης αναδιάρθρωσης του αστικού κράτους, δοκιμάστηκε πάνω στα κινήματα αυτά.

Γι’ αυτό όση περιφρόνηση και ειρωνεία χρειάζονται όσοι από τα κινήματα αυτά ανακάλυψαν το λάθος τους και είτε παριστάνουν τους νέους φιλόσοφους, είτε τους θεωρητικούς σοσιαλδημοκρατίας και ρεβιζιονισμού, για τους υπόλοιπους και την προσπάθειά τους χρειάζεται τουλάχιστον κάποιος σεβασμός και προσοχή στην κριτική. Οι εύκολες και εκ του ασφαλούς κριτικές, οι φωνασκίες περί «αριστερισμού» καλύτερα να αποφεύγονται. Γιατί αυτός ο χώρος χτυπήθηκε άγρια, διένυσε κάποιες περιπέτειες, και τραγωδίες ακόμα, που αν μη τι άλλο έδειχνε την αφοσίωση χιλιάδων ανθρώπων σ’ αυτήν την υπόθεση. Περισσότερη σεμνότητα λοιπόν. Και η κάθε κριτική, που πρέπει να γίνεται, οφείλει να λαμβάνει υπόψη της και αυτή την πλευρά του ζητήματος.

Η ήττα αυτών των κινημάτων και η υποχώρησή τους, δε σβήνουν το γεγονός πως μ’ αυτήν την ήττα ή υποχώρηση προβλήθηκε ο χαρακτήρας της προσαρμογής των δυνάμεων εκείνων που εμφανίζονται σαν «νικητές». Προσπάθησαν να «εμπεδώσουν» σε μεγάλες μάζες το «αναπόφευκτο» της αιωνιότητας της σχέσης-κεφάλαιο, το «εφικτό» της διατήρησης της ίδιας χαμοζωής που απορρέει από τη σχέση αυτή, και το εφικτό «ρεαλιστικών» στόχων της διαιώνισης των σημερινών κοινωνικών σχέσεων.

Η προσαρμογή επενεργεί και πάνω σε πολλούς που εξακολουθούν να αρνούνται την ένταξή τους στο σύστημα. Η μόδα του αντι-αριστερίστικου πνεύματος (που άλλωστε καλλιεργείται συστηματικά από σοσιαλιστικούς σχηματισμούς στην Ευρώπη και εδώ) μπερδεύει δύο διαφορετικά πράγματα: τις πλευρές εκείνες που εμπόδισαν τα κινήματα αμφισβήτησης να ξεπεράσουν τον προδρομικό χαρακτήρα τους με εκείνα που αποτέλεσαν τον όρο ύπαρξής τους.

Το ζήτημα δεν βρίσκεται στην απόρριψη των τελευταίων. Αλλά στην ανάπτυξή τους.

Γι’ αυτό ο «αριστερισμός» με την έννοια του πραγματικά αληθινού, νέου που πρόβαλλαν στον ιδεολογικό, πολιτικό και μαζικό τομέα, είναι ζωτικά αναγκαίος όσο ποτέ άλλοτε.

Ο «αριστερισμός» που πρέπει να εξαλειφθεί είναι, ανάμεσα σε άλλα, τα παρακάτω:

• Η επιμονή σε αποσπασματική και συχνά καιροσκοπική προβολή γενικών συνθημάτων στη θέση μιας γενικής αντίληψης που να αρθρώνονται τα επιμέρους και να την υπηρετεί. Λ.χ. τα «μίνιμουμ» προγράμματα συχνά είναι στην πράξη μάξιμουμ και αντίστροφα. Οι «μεσολαβήσεις» που απομακρύνουν στο αόρατο μέλλον δεν είναι ίδιες με τις μεσολαβήσεις που υπηρετούν το σκοπό και τον φέρνουν κοντύτερα.

• Η περιφρόνηση της καθημερινής, επίμονης δουλειάς και η προσκόλληση στο θαύμα των λαμπερών εκρήξεων του «αυθορμητισμού». Η έλλειψη σταθερότητας στην επιδίωξη της επίτευξης ενός αποτελέσματος και η εύκολη θεωρητικοποίηση της έλλειψης σταθερότητας.

• Η ευκολία στην «παραγωγή θεωρίας». Η περιφρόνηση της επεξεργασίας της απλής πείρας και η προσκόλληση στην κατασκευή ή στη λειτουργία αφηρημένων εννοιών. Η «παραγωγή θεωρίας» δεν κατευθύνεται έτσι στο «αφαιρετικά συγκεκριμένο». Αυτό προκύπτει σε πολλά επίπεδα. Από το μικρό ως το «μεγάλο».

• Το πνεύμα του «μικρόκοσμου». Αυτό που έχει αξία «ανάμεσά μας» ανάγεται σε γενική αξία. Τα αρχηγιλίκια και τα εύκολα αναθέματα. Το κοίταγμα των μαζών σαν μια ανόργανη ύλη που «εμείς την πλάθουμε» ή αντικείμενο αφ’ υψηλού παρατήρησης κ.λπ. κ.λπ.

Όπως αναφέρεται παραπάνω, στη Γαλλία και την Ιταλία δημιουργήθηκαν οι συσχετισμοί, που έκριναν την έκβαση της μάχης. Ιστορικά, η μάχη στο πεδίο της εργατικής τάξης ήταν αδύνατο να κερδηθεί με τους στόχους που έθετε και με το συγκεκριμένο τρόπο που δόθηκε. Ήταν όμως δυνατό να ριζώσουν μέσα στην εργατική τάξη οι «νέες ανερχόμενες δυνάμεις». Αλλά αυτό προϋπόθετε άλλον ιδεολογικό εξοπλισμό, άλλη προοπτική και επομένως άλλον τρόπο ενέργειας.

Το ότι έγιναν όσα έγιναν από την πλευρά όσων πάλεψαν στη Γαλλία και Ιταλία π.χ., μέσα στους κόλπους της εργατικής τάξης δεν είναι λίγα. Και αποτελούν πολύτιμη πείρα, τόσο με τη θετική, όσο και την αρνητική έννοια.

Το πρόβλημα είναι βαθύτερο. Σχετίζεται με την ιστορία της σύγκρουσης στο κομμουνιστικό κίνημα γενικά και με τις ιδιαιτερότητες, που παρουσίασε η σύγκρουση αυτή μέσα στις δύο αυτές χώρες, όπως και με τις εξελίξεις, που είχαν σημειωθεί στην ίδια τη σύνθεση της εργατικής τάξης στη μεταπολεμική περίοδο.

Στα χρόνια του «Μάη», είχε σταθεροποιηθεί ο έλεγχος των Κ.Κ. στις περισσότερες χώρες από τις «αναδομημένες» ιεραρχίες, που προέκυψαν στην πάλη των χρόνων της δεκαετίας 1950-60. Επομένως και από άποψη σύνθεσης, λειτουργίας διαπαιδαγώγησης τα κόμματα αυτά είχαν αλλάξει σημαντικά.

Σαν συνέπεια των «στροφών» της πολιτικής των νέων ιεραρχιών και των νέων συσχετισμών στις χώρες αυτές, τα συνδικάτα είχαν αναγνωρισθεί σαν έγκυροι συνομιλητές των εξουσιών. Η άνοδος «παλιών συνδικαλιστών με αγωνιστικό παρελθόν, αλλά προσαρμοσμένων στο πνεύμα των νέων καιρών», και πολλών νέων, που είχαν αφομοιώσει όλη τη συνδικαλιστική «επιστήμη» από φίλους και «εχθρούς», μαζί με την προβολή παλιών, πραγματικών καταχτήσεων η ικανότητα και από τους πρώτους και από τους δεύτερους σε συνθήκες, που είχαν όχι μονάχα το ελεύθερο να δρουν ανενόχλητα, αλλά και να έχουν «πλάτες», που παλιά δεν υπήρχαν, εκφράστηκε με ένα αποκρουστικό στυλ για τις μάζες των εργατών, που είχαν διαπαιδαγωγηθεί αλλιώτικα και δεν «διαφοροποιούνταν» εύκολα, αλλά ήταν αρεστό σε νέα τμήματα αυτού, που λέγεται γενικά εργατική δύναμη, που είχε αναδείξει τότε η καπιταλιστική αναδιάρθρωση.

Όλα αυτά δεν θα αρκούσαν να κρατηθεί η επιρροή και έλεγχος στους εργαζόμενους, αν προϋπήρχε μια άλλη πραγματική, καθημερινή, αδιάκοπη παρέμβαση που θα στηριζόταν σε μια άλλη καθορισμένη ιδεολογική και πολιτική βάση, που θα έπαιρνε κατά συνέπεια υπόψη της τις αλλαγές στη σύνθεση της εργατικής τάξης, στον τρόπο ζωής, τις συνήθειές της κ.λπ.

Όμως στην ιστορία όλα δεν γίνονται «συμμετρικά»… Αν συνέβαινε αυτό η ζωή θα ήταν πολύ μονότονη…

Τα θέλουμε όλα!

 

Στην Ιταλία ο «Μάης» ήταν πιο παρατεταμένος.

Η Ιταλία, χώρα του «κουρελή ιμπεριαλισμού» με μια ισχυρή μετά και χάρη στο Μουσολίνι και τη μουσολινική περίοδο κρατική οικονομία δίπλα στις αυτοκρατορίες των Ανιέλλι και λοιπών, με μια παράδοση ακτιβισμού, που ενσωματώθηκε στο κομμουνιστικό κίνημα στα χρόνια του μεσοπολέμου και της Αντίστασης, πέρασε χάρη στο «ρεαλιστικό» δηλ. κυνικό συμβιβασμό του Σαλέρνο, χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα στην περίοδο που χαρακτηρίσθηκε «ιταλικό θαύμα» στα χρόνια 1954-1960. Ο «ιταλικός δρόμος στο σοσιαλισμό», δεύτερη έκδοση της «στροφής του Σαλέρνο», μετά το «λιώσιμο» των πάγων, εξασφάλιζε την ένταξη του «ΚΚΙ» στον «εθνικό κορμό» σε στιγμές προώθησης του σχεδίου για την αμερικανοσοβιετική ηγεμονία. Η πολιτική – εκκρεμές του Τολιάττι, αυτονομία προς τη Σοβ. Ένωση, ανοίγματα στις ΕΠΑ, δηλαδή ο πρόλογος της τρίτης έκδοσης του Σαλέρνο —ιστορικός συμβιβασμός— επέτρεψε στην ιταλική αστική τάξη να πραγματοποιήσει το «θαύμα» της, που στα χρόνια του «Μάη» αποκαλύφθηκε πόσο θαύμα ήταν.

Το ξύπνημα της εργατικής δύναμης του Νότου, που είχε μεταναστεύσει στο Βορρά συναντήθηκε με την έξοδο της σπουδαστικής νεολαίας από τα παν/μια στον ευρύτατο χώρο της ανοιχτής πάλης σε όλα τα μέτωπα. Οι μεγάλες κινητοποιήσεις της εργατικής τάξης που έσπασε στην πρώτη φάση τα πλαίσια των συνδικάτων, δημιούργησαν άμεσο κίνδυνο για την ανατροπή όλων των ισορροπιών που έχτισαν η Χριστιανοδημοκρατία από τη μια, και οι τολιαττικοί και μετατολιαττικοί από την άλλη. Το «Αρχιπέλαγος» των παράλληλων και επάλληλων κέντρων εξουσίας της Ιταλίας στράφηκε ακόμα περισσότερο προς τους χθεσινούς «ταξικούς εχθρούς» για να ανατρέψει το ρεύμα.

Η ταχτική που χρησιμοποιήθηκε ήταν πιο ραφινάτη, αλλά και πιο απροκάλυπτη απ’ ό,τι στη Γαλλία. Η ανοιχτή και σκεπασμένη αστυνομική προβοκάτσια μαζί με την αξιοποίηση του κινδύνου του φασισμού από τη μια, η αντιπαράθεση εργατών και σπουδαστών, η αντιπαράθεση των εργατών του Βορρά προς τους «μαροκινούς» και τους «βρομιάρηδες» του Νότου, η επίσειση ανύπαρκτων και πραγματικών κινδύνων μαζί με τη μέθη του ίλιγγου των ηγεσιών οργανώσεων, που αναδείχθηκαν στα χρόνια αυτά σε μαζικοποιημένες οργανωμένες δυνάμεις, επέτρεψαν την ανατροφή του ρεύματος. Εκφράσθηκε και η παραδοσιακή «διπλή πολιτική» του ιταλικού πολιτικού στρώματος και στο δικό τους επίπεδο. Έτσι εξέχοντες και πασίγνωστοι από τους ηγέτες αυτούς «αποκαλύπτουν» τώρα επαφές και συζητήσεις με τον Λουίτζι Λόγκο, πρόεδρο του «ΚΚΙ», φυσικά πίσω από τις πλάτες των μαζών κι ενώ το κίνημα προχωρούσε, για συνεννοήσεις με τον Μπρούνο Τρεντίν έναν από τους ηγέτες της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών της Ιταλίας σε συνέχεια και πολλά άλλα. Κι αυτό όταν κραύγαζαν οι ίδιοι για «καμιά μεσολάβηση και καμιά εκπροσώπηση». Η επιμονή στην προβολή γενικών, αφηρημένων «γενικών αληθειών», και ο ασυγκράτητος μαξιμαλισμός τους από την άλλη, διευκόλυναν τους χειρισμούς της συνενωμένης εξουσίας και των εντολοδόχων της στο εργατικό και σπουδαστικό κίνημα. Φυσικά χρησιμοποιήθηκαν σε ευρύτερη κλίμακα απ’ αλλού, μακιαβελικότατης έμπνευσης τερτίπια, στησίματος οργανώσεων του τύπου «Σέρβιρε ιλ Πόπολο» πρότυπο του «δικού μας» του ΕΚΚΕ, που συνειδητά γελοιοποιούσαν με τα καμώματά τους, τα μπαλέτα τους, τους κομμουνιστικούς γάμους τους και τα παρόμοια, το κίνημα. Ενώ η στροφή προς τον μπριγκαντισμό σε ανοιχτό ανταγωνισμό προς το υπόλοιπο κίνημα που πάλευε, ανατίναξε όλες τις γέφυρες για τη συσσωμάτωση και την ομοιογενοποίηση του κινήματος, που στην Ιταλία ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθεί στα χρόνια αυτά από πολλές απόψεις.

Η σκληρή και συχνά τραγική εμπειρία των αναζητήσεων αλλά και «αναζητήσεων», το στυλ που διαγράφηκε πιο πάνω οδήγησε σε μια «αναθεώρηση», «αυτοκριτική» πολλών από όσους είτε μέσα στις φυλακές, είτε έξω έπαιξαν ηγετικούς ρόλους στο πάλαι ποτέ «ένοπλο κόμμα» και στην Αυτονομία. Δίπλα στους «μετανοημένους» που συνεργάζονται με τις αρχές και καρφώνουν αναδρομικά όσους τους ζητούν να καρφώσουν, αναπτύσσονται ποικίλες τάσεις «μετασχηματισμού» της «νέας αριστεράς», επανένταξής της στο κανονικό «πολιτικό παιχνίδι», διαπραγμάτευσης με τις αρχές κ.λπ. κ.λπ. Τα νήματα των «αναθεωρήσεων» αυτών, κρατούνται από μερικές άκρες από επιφανείς παράγοντες του ίδιου του πολιτικού στρώματος που διοικεί την Ιταλία σαράντα χρόνια τώρα, μέσω των διάφορων σοσιαλιστών και ριζοσπαστών ηγετών Κράξι, Πανέλλα και άλλων.

Πραγματικά είναι αναγκαίος ένας μετασχηματισμός. Όχι με την έννοια του πολιτικού «άλλου» παιχνιδιού, που προτείνεται σαν εναλλαχτική λύση από τους ίδιους που ευθύνονται για τα αδιέξοδα που οδήγησαν όσους επηρέαζαν. Και είναι δύσκολο αν όχι αδύνατο να επιχειρήσουν οι ίδιοι έναν τέτοιο μετασχηματισμό. Ο μετασχηματισμός αυτός συνίσταται στην απόρριψη σχημάτων θεωρητικών και πραχτικών τρόπων ενέργειας. Κύρια, απόρριψη της ίδιας της αντίληψης της άσκησης αυτού που υποτίθεται πως ήταν πολιτική με τις μάζες για τις μάζες, ενώ ήταν μια πολιτική διπλή: Μια για τις μάζες και μια για τους ίδιους. Την ίδια στιγμή που απόρριπταν τον ιστορικό συμβιβασμό ή καλούσαν να πιστέψουν οι πάντες πως στην Ιταλία επίκειται η άμεση μετάβαση στον κομμουνισμό «χωρίς καμιά μεσολάβηση» και καμιά αντιπροσώπευση, την πραχτική τους στάση την καθόριζαν πολιτικά παιχνίδια μέσω συμμαχιών, προσπαθειών απόχτησης στηριγμάτων κάπου αλλού, έξω από τους προλετάριους ή «κοινωνικούς εργάτες».

Τελικά, ο τέτοιος μετασχηματισμός είναι το γενικό πρόβλημα και καθήκον όλων όσων θεωρούν τους εαυτούς τους σαν συνεχιστές του «Μάη ’68» ή θεωρούν πως είχαν ή έχουν σχέση με αυτά που συνδέονται με το «Μάη». Στην ουσία πρόκειται για τη συνόψιση και κριτική επεξεργασία όλης της ιστορίας των κινημάτων, που αναπτύχθηκαν από τα μέσα της δεκαετίας του 1950, δηλ. την πραγματική ιστορία τριάντα χρόνων, αλλά και όλων, στην άνοδο και την υποχώρησή τους, των εγχειρημάτων και αποπειρών που επιχείρησαν αυτοί, που πήγαν να κάνουν για λογαριασμό των μαζών, «εκείνο που μπορούν να κάνουν μονάχα οι μάζες», ενώ εκχωρούσαν στις μάζες αυτό που έπρεπε να κάνουν οι ίδιοι, σύμφωνα με το Μάο Τσετούνγκ. Κανένας νιτσεϊσμός που «υπερβαίνει» τον μαρξισμό στα τέλη του 20ου αιώνα δεν μπορεί να λύσει το πρόβλημα αυτό.

Να είσαστε ρεαλιστές
ζητάτε το αδύνατο

Η αναδρομή στο «Μάη ‘68» δεν αποτελεί επομένως μια ρομαντική νοσταλγία. Γιατί αν η αναδρομή ουσιαστικά στην ιστορία του κόσμου στα τελευταία τριάντα χρόνια αποτελεί ρομαντική νοσταλγία, τότε τι χρειάζεται η ιστορία.

Γιατί ο «Μάης ‘68» με την έννοια που προσδιορίσθηκε στην αρχή, «έγραψε ιστορία». Το ότι αφέθηκε ελεύθερο το πεδίο για διάφορους λόγους στους αντιρομαντικούς αρνητές «ρεαλιστές» κάθε είδους να γράφουν όπως θέλουν αυτοί την ιστορία, αποτελεί μια ακόμα απόδειξη. Επομένως η αναφορά στο «Μάη ‘68» αποτελεί μια υπόμνηση για επιστροφή όχι στις «ρίζες» βέβαια, αλλά στην πραγματική ζωή, στα πραγματικά προβλήματα, στη συγκεκριμενοποίηση της έννοιας «επικαιρότητα του κομμουνισμού» στις δοσμένες συνθήκες και στις δοσμένες καταστάσεις. Επικαιρότητα του κομμουνισμού σαν κίνημα, επικαιρότητα του κομμουνισμού σαν ανάγκη και διέξοδος από τα αδιέξοδα που ορθώνει ο υποτιθέμενος ιδεολογικός διπολισμός.

Απέναντι στο οπλοστάσιο των χειριστικών μηχανισμών Δύσης και Ανατολής που έδειξαν τη δυνατότητα διαστροφής, αφομοίωσης, προσαρμογής και ιδιοποίησης, μπορούν να ορθωθούν άλλες δυνάμεις που να αποδυναμώσουν και να εξουδετερώσουν όλο αυτό το οπλοστάσιο. Αλλά για να μπορούν να το κάνουν αυτό, χρειάζεται πριν απ’ όλα να απελευθερωθούν από όλη την συσσωρευμένη δύναμη της αδράνειας, της ψευτοπαράδοσης, των προλήψεων και των συνηθειών που αποδέχθηκαν πολλοί σαν δική τους παράδοση, σαν δική τους ιδεολογία, σαν δικό τους πρόσωπο. Από το αν θα γίνει αυτό, από το πόσο γρήγορα ή αργά θα γίνει, θα δειχθεί αν η σημερινή ή η αυριανή γενιά θα ξεπεράσει τα γνωστά ανθρώπινα μέτρα. Κι εδώ βρίσκεται η ουσία. Έτσι αν συνειδητοποιηθεί πως δεν υπάρχουν μεσσιανικές λύσεις, ή πως μπορεί να παρακαμφθεί το πρόβλημα με κάθε είδους υποκατάστατα. Η μέθη του μιτερανικού ή παπανδρεϊκού υποκατάστατου έδειξε και δείχνει πολλά. Όπως η επίκληση σαν υποκατάστατων οικολογικών και άλλων «λύσεων»; το όλο δεν μπορεί να αναχθεί στο μέρος. Αυτό που λέγεται «οικολογικό» πρόβλημα ή ακόμα και «γυναικείο πρόβλημα» ή και άλλα δεν είναι υπερταξικά ή διαταξικά προβλήματα. Η αντίθετη άποψη που υπάρχει και διακηρύχνεται κάνει μια μετατόπιση προς τα πίσω, από τα «αριστερά» ίσως, μπροστά στις δυσκολίες του προσδιορισμού παλιών και νέων φαινομένων και προβλημάτων στην προοπτική του τέλους του 20ου αιώνα, παρά τις διαβεβαιώσεις πως αδράχνει αυτή τη νέα εποχή.

Τη νέα εποχή θα την αδράξουν μονάχα εκείνοι που δεν θα φοβηθούν να διακηρύξουν στα λόγια και στην πράξη πως «ο Μάης του ’68» δεν ήταν παρά μια αρχή και πως η μάχη συνεχίζεται.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!