Είναι φανερό ότι δεν υπάρχει ούτε ένας κυβερνητικός ή διπλωματικός παράγοντας στην Ευρώπη ή και σε ολόκληρο τον κόσμο που πίστευε ότι οι διμερείς επαφές ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία θα είχαν το παραμικρό θετικό αποτέλεσμα. Όχι γιατί η Ελλάδα θα όρθωνε ανάστημα μπροστά στις καταφανώς παράνομες τουρκικές διεκδικήσεις. Η στάση της χώρας από όλους τους διεθνείς παράγοντες (συμπεριλαμβανομένης της Τουρκίας) θωρείται δεδομένη και προβλέψιμη.
Όλοι γνώριζαν ότι ο διάλογος, για το πολιτικό προσωπικό της Τουρκίας, ήταν πρόφαση για τη δημιουργία ενός ασφυκτικού κλίματος σε όλα τα πεδία αντιπαράθεσης (Αιγαίο-Κύπρος-Ν. Α. Μεσόγειος) που στόχευε –με ή χωρίς διαπραγματεύσεις- σε ανατροπές εις βάρος της εδαφικής ακεραιότητας και της κυριαρχίας της χώρας. Κάτι τέτοιο, η πολιτική ελίτ των Αθηνών δε θα μπορούσε να υπογράψει χωρίς να διακινδυνεύσει μια σοβαρότατη πολιτική κρίση στη χώρα.
Έτσι, για τη δυτική συμμαχία, εμπνευστή και δύναμη ασφυκτικής πίεσης προς τη χώρα για το ξεκίνημα των διαπραγματεύσεων, ο διάλογος ήταν η αναγκαία προϋπόθεση μετάβασης από τη συζήτηση περί κυρώσεων στη «θετική ατζέντα» των ευρωτουρκικών σχέσεων. Να σημειωθεί ότι δεν είναι μόνο η Γερμανία και ο κύκλος χωρών περί αυτήν που πιέζουν για αυτή την εξέλιξη. Και η νέα διοίκηση Μπάϊντεν, παρά την αντιπαράθεσή της με την Τουρκία για τους S-400, βλέπει θετικά την προσέγγιση Ε.Ε.–Τουρκίας ως μέρος ίσως της επιλογής συγκράτησης της Άγκυρας στη Δύση.
Αντίστοιχα για την Ελλάδα, ο ελληνοτουρκικός διάλογος αποτελούσε διπλή ευκαιρία. Πρώτον, να επιβεβαιώσει στον υπερθετικό βαθμό την προσήλωση της στα κελεύσματα της Δύσης και δια αυτού να αποσπάσει όσο πιο ανώδυνους όρους στην τελική διευθέτηση των διαφορών μεταξύ των δύο χωρών. Δεύτερον, ως προσπάθεια «κερδίσματος χρόνου», ώστε να προετοιμαστεί το εσωτερικό έδαφος για τον κυοφορούμενο «επώδυνο συμβιβασμό» με τις λιγότερες πολιτικές αναταράξεις. Βέβαια, αυτό το «κέρδισμα χρόνου» σήμαινε στην πραγματικότητα σημαντική απώλεια διαπραγματευτικής ισχύος, καθώς τα τετελεσμένα δυνάμωναν και εμπεδώνονταν διεθνώς, χωρίς βέβαια να ανησυχεί κανένας.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, καθόλου τυχαία ή περίεργα, το καθεστώς Ερντογάν κουρέλιασε με δυο κινήσεις την τακτική των Αθηνών και επιτάχυνε τις εξελίξεις. Την περασμένη βδομάδα, με πρόσχημα την ανύπαρκτη συμπαράσταση της Ελλάδας στην Κύπρο ή το Μεσογειακό Φόρουμ των Αθηνών -μικρή σημασία έχει- προειδοποίησε στεντόρεια την Αθήνα για την κατανόηση των «ορίων» της. Και για να μην υπάρχει η παραμικρή παρανόηση αποφάσισε, τις παραμονές του 62ου γύρου διαπραγματεύσεων και παραμονές του καθορισμού ημερομηνίας για την Πενταμερή, την έξοδο του ωκεανογραφικού σκάφους του Πολεμικού Ναυτικού της Τουρκίας, στην καρδιά του Αιγαίου, δυτικά της Ικαρίας και του Άη Στράτη, «για έρευνες». Το μήνυμα της Άγκυρας είναι σαφές. Όχι μόνο θα «συζητήσουμε» με βάση την τουρκική ατζέντα αλλά και θα αποφασίσουμε με βάση τις τουρκικές επιδιώξεις. Ταυτόχρονα το καθεστώς Ερντογάν με τις πράξεις του υποδεικνύει τα «όρια» της Ελλάδας. Το Αιγαίο μοιράζεται στη μέση, τα εναέρια και χωρικά ύδατα περιορίζονται στα 6 μίλια, τα νησιά αποστρατιωτικοποιούνται και δίνονται βορά στις επεκτατικές βλέψεις της Τουρκίας, η Κυπριακή Δημοκρατία καταργείται, η Ν.Α Μεσόγειος μετατρέπεται σε τουρκική λίμνη.
Τα φοβικά σύνδρομα, το Stratfor και η αδυναμία αντίληψης του διεθνούς πεδίου
Έναντι των νέων προκλήσεων της Τουρκίας, η Αθήνα «απαντά» με ρηματική διακοίνωση που σημειώνει τον «κίνδυνο» υπονόμευσης των διαπραγματεύσεων. Στην πραγματικότητα με τη στάση της αποθρασύνει τον τουρκικό επεκτατισμό.
Ας αναρωτηθούμε: Ποιος άραγε κερδίζει αν η Τουρκία προχωρά σε πρωτοφανείς προκλήσεις και τετελεσμένα και η Αθήνα συνεχίζει να βαυκαλίζεται ότι ο Ερντογάν «δε θα τολμήσει» επειδή η δυτική συμμαχία θα τον αποτρέψει;
Η απάντηση -και από τη δυτική συμμαχία- δίνεται καθημερινά στη Συρία, στη Λιβύη, στο Ιράκ, στο νότιο Καύκασο.
Η ελληνική πολιτική ελίτ αδυνατεί να κατανοήσει τα χαρακτηριστικά που γεννιούνται στη διεθνή σκηνή και κατ’ επέκταση να χαράξει μια στρατηγική άμυνας ικανή να εκμεταλλευτεί όλες τις ρωγμές του σημερινού συστήματος διεθνών σχέσεων
Το κρίσιμο θέμα είναι ότι η ελληνική πολιτική ελίτ παραμένει εγκλωβισμένη στην εθελοδουλία της έναντι της Δύσης, σε πλήρη αδυναμία να κατανοήσει και να παρέμβει στα πλαίσια σημαντικών αλλαγών της διεθνούς σκηνής.
Ας παρακολουθήσουμε ορισμένες εξελίξεις της τελευταίας εβδομάδας, ενδεικτικές των τάσεων. Εδώ και λίγες ημέρες εξελίσσεται μια αντιπαράθεση ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Τουρκία σχετικά με τους S-400 αλλά και τις πολιτικές ελευθερίες στην Τουρκία. Η Ελλάδα παρακολουθεί τις εξελίξεις από απόσταση ασφαλείας νομίζοντας ότι «θα δρέψει καρπούς χωρίς κόπο».
Την ίδια στιγμή τα μεγαλύτερα τουρκικά μέσα «ανακάλυψαν» μια παλαιότερη μελέτη της εταιρείας Stratfor -αμερικάνικης δεξαμενής σκέψης- η οποία παρουσιάζοντας τις τάσεις επέκτασης της Τουρκίας για τις επόμενες δεκαετίες κάνει αναφορά σε επιδίωξη δημιουργίας «ζωνών επιρροής» της Άγκυρας σε Αιγαίο, Κύπρο, Μέση Ανατολή, Β. Αφρική έως την Κεντρική Ασία και το Βόρειο Καύκασο, σε χώρες μέλη της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Η είδηση, και κυρίως η στοχευμένη προβολή της από τα τουρκικά μέσα, πέρασε στα ψιλά της ελληνικής ειδησεογραφίας και βέβαια ως ανύπαρκτη και άνευ σημασίας για την κυβέρνηση.
Αντίθετα προκάλεσε σοβαρές συζητήσεις στα μέσα ενημέρωσης στη Ρωσία τα οποία και φιλοξένησαν αντιδράσεις σημαντικών πολιτικών παραγόντων της χώρας. Ανάμεσα σε αυτές ξεχωρίζει η δήλωση του αναπληρωτή προέδρου της Επιτροπής Άμυνας της Κρατικής Δούμας Αντρέι Κράσοφ: «Αν θέλουν να δοκιμάσουν τη δύναμη του ρωσικού πνεύματος και των όπλων μας, ας δοκιμάσουν».
Παράλληλα σοβαρές αντιδράσεις υπάρχουν από το σημαντικής επιρροής σιίτικο στοιχείο του Ιράκ, που διατηρεί στενές σχέσεις με το Ιράν, σχετικά με την παράνομη εισβολή και κατοχή εδαφών στο βόρειο τμήμα της χώρας από τουρκικά στρατεύματα στα πλαίσια του πολέμου κατά των Κούρδων ανταρτών.
Και οι δύο παραπάνω περιπτώσεις υποδεικνύουν την αστάθεια και την προσωρινότητα των σχέσεων της Τουρκίας με την Ρωσία και το Ιράν, σχέσεις όμως καθοριστικές για την έκταση των επεκτατικών βλέψεων της Τουρκίας στη Μ. Ανατολή.
Η εκκωφαντική σιωπή της ελληνικής διπλωματίας έναντι αυτών των τάσεων είναι ενδεικτική των αγκυλώσεών της.
Στην πραγματικότητα η ελληνική πολιτική ελίτ αδυνατεί να κατανοήσει τα νέα πολυπολικά χαρακτηριστικά που γεννιούνται στη διεθνή σκηνή και κατ’ επέκταση να χαράξει μια στρατηγική άμυνας ικανή να εκμεταλλευτεί όλες τις ρωγμές του σημερινού συστήματος διεθνών σχέσεων. Αντίθετα, μετατρέποντας τη χώρα σε απέραντο νατοϊκό στρατόπεδο και παριστάνοντας τον στρατηγικό εταίρο περικύκλωσης της Ρωσίας, αγνοεί επιδεικτικά την άρνηση ή την αδυναμία των ΗΠΑ να εγγυηθούν ουσιαστικά την ειρήνη στην περιοχή, την ακεραιότητά της, ενώ παραβλέπει και τον εξόφθαλμο φιλοτουρκισμό της γερμανικής Ευρώπης. Αδιαφορεί αν με αυτό τον τρόπο εξοργίζει τη Ρωσία και άλλες περιφερειακές δυνάμεις μετατρεπόμενη σε «χρήσιμο ηλίθιο» και αποδυναμώνοντας σημαντικά τη διπλωματική της ισχύ. Όταν θα έρθει η ώρα του λογαριασμού θα είναι αργά…