Του Κώστα Γκιώνη

Αν και δεν είμαι απ’ αυτούς που πιστεύουν σε θαύματα, το θαύμα που συντελείται κάθε χρόνο στην Ελληνική επικράτεια το Μεγάλο Σάββατο είναι εκπληκτικό, και πάντα μ’ αφήνει άφωνο.

Μεγάλο Σάββατο λοιπόν, 11:40 τη νύχτα, οι Έλληνες είναι στο σπίτι τους με ξεχαρβαλωμένες φόρμες και παντούφλες, όταν ξαφνικά ένα εσωτερικό καμπανάκι τους κτυπάει σαν ηλεκτρικό ρεύμα. Ντύνονται, στολίζονται και 11:50 βρίσκονται στο δρόμο με τη λαμπάδα παραμάσχαλα. Στις 11:57 έχουν φτάσει έξω από την εκκλησία. Σε πλήρη κατάνυξη, κοιτάνε απεγνωσμένα το ρολόι τους γαμοσταυρίζοντας τον τραγόπαπα που περιμένει μέχρι και το τελευταίο λεπτό για να πει αυτό το Χριστός Ανέστη.

Παρακολουθώντας τους, πάντα θυμάμαι εκείνη την εκπληκτική γελοιογραφία της καλοντυμένης Σουσούς έξω από μια εκκλησία που λέει, «Άντε χρυσό μου, αναστήσου, βαρέθηκα πια»! Στο ενδιάμεσο αυτών των ατελείωτων 2-3 λεπτών, που λες και κάποιος πάτησε το pause μέχρι να παραλάβουν το Άγιο Φως, τα μάτια τους σκανάρουν τους πάντες και τα πάντα, δίνοντας τα δεδομένα στον επεξεργαστή. Και επειδή ο αποθηκευτικός τους χώρος είναι σχεδόν κενός, τα αποτελέσματα βγαίνουν σε δευτερόλεπτα, κι έτσι ξεκινάει η άμεση ανταλλαγή δηλητηριωδών κριτικών για τους πάντες, ανάλογων της ιερότητας του χώρου και της μέρας…

Μ’ αυτά και μ’ αυτά αυτός ο τεράστιος χρόνος εξαντλείται και εμφανίζεται ο εύσωμος (ως συνήθως), μάλλον λόγω των νηστειών, παπάς, με τις χρυσοποίκιλτες φορεσιές και τους αστραφτερούς σταυρούς, ο έχων την αντιπροσωπεία του Θεού στην περιοχή: με το που λέει Χριστός και πριν προλάβει να πει Ανέστη, οι πιστοί βρίσκονται καθισμένοι στο γιορτινό τραπέζι και έχουν ήδη καταβροχθίσει ακόμα και το καναρίνι τους μαζί με το κλουβί. Αν δεν είναι αυτό θαύμα, τότε τι μπορεί να είναι;

Την άλλη μέρα όλη η οικογένεια με τους επισκέπτες, συγγενείς και φίλους, μονιασμένοι περνάνε τη σούβλα πάλι σε λάθος ποπό, και ο καθένας βλέπει και κάτι διαφορετικό να γυρνάει στη σούβλα πάνω από τα κάρβουνα. Άλλος βλέπει τη γυναίκα του, η γυναίκα του τον άνδρα της, και οι δυο μαζί τα πεθερικά τους, ή τον γείτονα τον πετυχημένο με το καλύτερο αμάξι, ο ξάδελφος την ξαδέλφη… Και έχοντας αυτές τις ενδόμυχες σκέψεις, αρχίζουν τις ευχούλες αγάπης, ειρήνης και υγείας, κάνοντας ανάλυση για το πραγματικά βαθύτερο νόημα της Ανάστασης.

Μετά όλοι μαζί, λίγο πριν την αποσύνθεση λόγω υπερβολικού ποτού και φαγητού, γυρνάνε σπίτι τους κι αρχίζουν να θάβουν τους άλλους, λέγοντας ότι είναι η τελευταία φορά που κάνανε Πάσχα μ’ αυτούς τους ανεκδιήγητους συγγενείς, που το μόνο που τους νοιάζει είναι πώς θα ντερλικώσουν και πώς θα κουτσομπολέψουν.

Άγιες μέρες αγάπης και αναστοχασμού, σε ένα κλασικό νεοελληνικό περιβάλλον…

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!