Tου Κώστα Δουζίνα *
Σ’ αυτόν το μήνα του «ελληνικού πάθους» ένα πράγμα είναι βέβαιο: Η χώρα δεν θα είναι ποτέ ίδια ξανά. Ενώ, όμως, οι σχολιαστές, οι ακαδημαϊκοί και οι «ειδικοί» συζητούν ατέρμονα για την οικονομική κρίση, η βαθιά πολιτική δυσφορία περνάει απαρατήρητη. Τα τρία «κύματα» των μέτρων «σταθερότητας» έχουν επιπέσει στην Ελλάδα σαν θανατηφόρο τσουνάμι που θα μετατρέψει την τρέχουσα κρίση σε βαθιά ύφεση, χωρίς ορατό τέλος. Τα εν εξελίξει γεγονότα προσφέρουν ένα πανόραμα συμπτωμάτων του «τέλους της πολιτικής».
Με έναν προφανή τρόπο, η εκπληκτική στροφή 180 μοιρών της κυβέρνησης αξίζει ολυμπιακό μετάλλιο στη γυμναστική. Το πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ έκανε επίθεση στη νεοφιλελεύθερη πολιτική της Νέας Δημοκρατίας και υποσχόταν κοινωνική δικαιοσύνη, αναδιανομή προς όφελος των φτωχών, ενίσχυση του κράτους πρόνοιας και δημιουργία θέσεων εργασίας. Τέσσερις μήνες αργότερα, όλες οι υποσχέσεις και οι εγγυήσεις έχουν γίνει κουρέλια. Οι πολιτικοί επιστήμονες που θρηνούν για την απάθεια, την αδιαφορία και τη μη συμμετοχή του ψηφοφόρου ισχυρίζονται ότι η επανειλημμένη αθέτηση των προγραμματικών υποσχέσεων αποτελεί τον κύριο λόγο που οι πολίτες στρέφουν την πλάτη τους στην πολιτική. Σ’ αυτή τη βάση, η ελληνική περίπτωση θα γίνει εγχειριδιακό παράδειγμα πολιτικής και όχι στατιστικής δολιότητας. Είναι αδιανόητο ηθικά πώς επαγγελματίες πολιτικοί μπορούν να επιβιώνουν μετά από μια τόσο βίαιη ανατροπή υποσχέσεων ή ελπίδων και να πηγαίνουν στις κάλπες υποσχόμενοι οτιδήποτε. Αλλά έχει καμιά σημασία η απώλεια της εμπιστοσύνης των πολιτών, όταν η χώρα έχει χάσει την εμπιστοσύνη των «αγορών»;
Αυτή η απίστευτη απάτη υποσκελίζεται γρήγορα μέσω μιας μη πειστικής δικαιολογίας για τα ψεύδη των «άλλων» (της προηγούμενης και εναλλασσόμενης πολιτικής ελίτ, των ψευδολόγων στατιστικολόγων, των αδαών και ανεπαρκών Ευρωπαίων επιθεωρητών κ.λπ). Θα περίμενε κανείς, τουλάχιστον, μια συγγνώμη από την κυβέρνηση και ίσως ένα ιαπωνικού τύπου χαρακίρι. Δεν επρόκειτο να γίνει, αφού αυτό το τερατώδες ψέμα είναι απλώς το σύμπτωμα ενός πολύ βαθύτερου προβλήματος.
Ο νεοφιλελευθερισμός καταστρέφει την πολιτική
Η πολιτική λειτουργεί πάνω σε δύο άξονες και μορφές εξουσίας: η Auctoritas (νομιμοποιημένη εξουσία) εκφράζει το «κοινό συμφέρον» ή τη βούληση του λαού να συμβιώνει. Η Potestas, από την άλλη, είναι η δύναμη που διατηρεί τη συνοχή της κοινωνίας μέσω της κυριαρχίας των λίγων πάνω στους πολλούς. Η λειτουργία τής πολιτικής είναι να εκφράζει, να συμπυκνώνει και να διαμεσολαβεί πρόσκαιρα στην κοινωνική και οικονομική σύγκρουση, να οικοδομεί νομιμοποιημένη εξουσία έναντι ενός μονίμου υπόβαθρου ανυπέρβλητου ανταγωνισμού.
Αυτό το βασικό πολιτικό γεγονός παρεμποδίστηκε από τη νεοφιλελεύθερη σύγκλιση των δεξιών και των σοσιαλδημοκρατών. Ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι απλώς ένα ολέθριο οικονομικό μοντέλο. Είναι μια παγκόσμια ιδεολογία και κοσμοθεώρηση που ωθεί τους ανθρώπους να κατανοούν τη ζωή τους και να σχετίζονται με τους άλλους ως επ’ άπειρον σφετεριστές και μηχανές επιθυμίας και μετατρέπει την πολιτική σε διαχείριση των οικονομικών. Ενώ η οικονομική καταστροφή είναι πλέον ορατή από όλους, οι πολιτικές της επιπτώσεις έχουν ευρέως αγνοηθεί.
Τα ιδεολογικά όπλα του νεοφιλελευθερισμού
Η πολιτική του νεοφιλελευθερισμού λαμβάνει οικονομικές και ηθικίστικες μορφές. Ως προς τις πρώτες, μετατρέπεται σε μια δραστηριότητα που μοιάζει με την αγορά. Άτομα, συμφέροντα και τάξεις αποδέχονται τη συνολική κοινωνικο-οικονομική ισορροπία και χρησιμοποιούν την πολιτική για να επιδιώξουν οριακές βελτιώσεις συμφέροντος και κέρδους. Ως προς τις δεύτερες, η πολιτική παρουσιάζεται ως διαδικασία επιχειρηματολογίας με την οποία μπορεί να επιτευχθεί ορθολογική συναίνεση σχετικά με τα δημόσια αγαθά.
Η νεοφιλελεύθερη πολιτική, είτε προσεγγίζεται ως νεοφιλελεύθερη αγορά είτε ως μια διαβούλευση στο δημαρχείο, ανακηρύσσει τη σύγκρουση τελειωμένη, παρωχημένη, αδύνατη και ταυτόχρονα προσπαθεί να αποκηρύξει και να αποκλείσει την εμφάνισή της. Η αντικατάστασή της από μια συνεργασία οικονομολόγων «που λένε την αλήθεια», από εκσυγχρονιστές γραφειοκράτες και πατριωτικά ΜΜΕ, μετατρέπει το κράτος σε έναν μπράβο της αγοράς εσωτερικά (παράδειγμα η κτηνωδία της αστυνομίας) και σ’ έναν επιφανειακά ανεκτικό φορέα επιβολής του ανθρωπισμού εξωτερικά (όπως φαίνεται στους πρόσφατους «ανθρωπιστικούς πολέμους»). Η σύγκρουση όμως δεν εξαφανίζεται. Οι νεοφιλελεύθερες συνταγές αυξάνουν την ανισότητα, τροφοδοτούν τον ανταγωνισμό και στρέφουν την οργή εναντίον των μεταναστών και των ανάξιων φτωχών.
Τα αντεργατικά μέτρα «βαφτίζονται» ανθρωπιστική εκστρατεία
Αυτή ακριβώς τη στάση έναντι της πολιτικής εισήγαγαν τα πρόσφατα γεγονότα στην Ελλάδα. Κανένα από τα πρωτοφανή μέτρα δεν συζητήθηκε ούτε εγκρίθηκε έξω από τον κύκλο ελαχίστων μυημένων κυβερνητικών. Η επιβολή τους παρουσιάστηκε ως αναπόδραστο αποτέλεσμα των άπληστων αγορών και της δόλιας ευρωπαϊκής αδράνειας (που βρίσκεται πίσω από την απληστία των αγορών). Παρουσιάστηκαν σαν μια ανθρωπιστική εκστρατεία για να σωθούν τα θύματα μιας φυσικής καταστροφής. Οι νεοφιλελεύθεροι οικονομολόγοι, οι ειδικοί και τα κυρίαρχα ΜΜΕ προανήγγειλαν ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση και μετά εξαπέλυσαν μια συστηματική εκστρατεία για να πείσουν το κοινό. (Παρεμπιπτόντως, με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι δημόσιοι διανοούμενοι ήταν, ως επί το πλείστον, απόντες απ’ αυτή τη συζήτηση που θα καθορίσει το μέλλον της χώρας. Θα καταπιαστώ με τη «σιωπή των βοσκών» σε ένα άλλο άρθρο).
Η αυστηρή λιτότητα και η εντιμότητα, οι περικοπές μισθών και η ηθική αρετή είναι η καθολική νεοφιλελεύθερη συνταγή. Εδώ παίρνει μια πιο σκληρή μορφή απ’ ό,τι στην Ιρλανδία ή την Ισλανδία, διότι η (οικονομική) τιμωρία πρέπει να είναι πιο σκληρή, αντίστοιχη με την υπερβολική ηθική χαλαρότητα. Πρόκειται για ένα δηλητηριώδη τύπο μεταμοντέρου κυνισμού. Για την αληθινή πολιτική, από την άλλη, η ιδέα ότι «δεν υπάρχει εναλλακτική λύση» δεν υφίσταται. Η δημοκρατία είναι ακριβώς η έκφραση της διαφωνίας και της σύγκρουσης, μια μορφή ζωής μέσω της οποίας τα πιο αστάθμητα προβλήματα μπορούν να τεθούν προς συζήτηση και δοκιμασία, μπορούν να βρεθούν λύσεις και βάσει αυτών να ενεργήσουμε. Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που σχολιαστές και ειδικοί έπρεπε να προκαταλάβουν την κοινή γνώμη αναγγέλλοντας ότι το πιο αμφιλεγόμενο ζήτημα των καιρών μας δεν υπάγεται στην πολιτική κρίση και στην κανονιστική αξιολόγηση, αλλά μόνο στις σοβαρές συνομιλίες των ορθοφρονούντων ειδικών.
Η Ελλάδα πολεμάει τους Έλληνες
Για να παρουσιαστεί αυτό το συγκρουσιακό θέμα ως ζήτημα επιστημονικής αντικειμενικότητας, χρησιμοποιήθηκαν δύο στρατηγικές. Η πρώτη ήταν να εμφανιστεί η νεοφιλελεύθερη διάγνωση και συνταγή ως η μόνη διαθέσιμη «αλήθεια». Η κατανόηση του προβλήματος (η ιστορία, οι αιτίες και το πλαίσιό του) και η συζήτηση εναλλακτικών λύσεων απορρίφθηκαν αυθαίρετα ως άσχετες ή απλοϊκές. Όμως, ακόμη και στη Βρετανία, το λίκνο της νεοφιλελεύθερης ειδωλολατρίας, πολλοί σπουδαίοι οικονομολόγοι υποστήριξαν πρόσφατα με επιμονή ότι το χειρότερο πράγμα που μπορεί να γίνει μέσα στην ύφεση είναι η περικοπή των δημοσίων δαπανών. Οι Έλληνες οικονομολόγοι γνωρίζουν καλύτερα.
Την προσπάθεια να καταπτοηθούν οι άνθρωποι μπροστά στη μυστική γνώση των ειδικών και να τους στερήσουν το δικαίωμα των εναλλακτικών λύσεων την ακολούθησε μια στρατηγική που παρουσίαζε το ακραίο ως κανονικό. Ήταν η εκδοχή της πολιτικής του εκφοβισμού του φτωχού ανθρώπου η οποία αναπτύχθηκε στον αγγλο-αμερικανικό πόλεμο «κατά της τρομοκρατίας». Όπως είπε ο πρωθυπουργός την Τετάρτη το πρωί η «Ελλάδα είναι σε πόλεμο». Ποιον πολεμάμε όμως; Το μόνο συμπέρασμα είναι ότι η Ελλάδα πολεμάει τους Έλληνες. Ο φόβος συνοδεύεται από παροξυσμικό πατριωτισμό που ρητορικά επιτίθεται στους ξένους «υπεύθυνους» των δεινών μας, υιοθετώντας όλες τους τις εντολές. Η Ελλάδα, ακούσαμε, έχασε την εθνική κυριαρχία της, είναι σαν τον Τιτανικό, ένα πειραματόζωο, μια υπερήφανη χώρα που αντιστέκεται στους Γερμανούς κ.λπ. Αυτά κορυφώθηκαν με το «τραγικό κιτς» του ανώνυμου μισθωτού που πλησίασε τον πρωθυπουργό για να προσφέρει το μισθό του και της συνταξιούχου Νάνας Μούσχουρη που έδωσε τη σύνταξή της για τη σωτηρία της πατρίδας. Αυτές είναι υποδειγματικές περιπτώσεις όπου οι τεχνολογίες του εαυτού του Φουκό προσαρμόζονται πλήρως με τη βιοπολιτική διόρθωση όλου του πληθυσμού. Ο homo sacer (ο αποκλεισμένος από κάθε πολιτικό δικαίωμα άνθρωπος του Ρωμαϊκού Δικαίου) έχει μεταλλαχθεί σε Hellene sacer, κάτι που χρειάζεται περαιτέρω σχολιασμό.
Εάν η πολιτική ελίτ είχε υιοθετήσει μια πολιτική και όχι λογιστική προσέγγιση, θα είχε ξεκινήσει μια εθνικής εμβέλειας συζήτηση. Θα είχε καλέσει σε δημοψήφισμα και θα οικοδομούσε ένα ηγεμονικό μπλοκ στήριξής της προς εξέταση και υιοθέτηση λύσης. Θα είχε διαπραγματευτεί με εκείνους που αντιπροσωπεύουν τα αθώα θύματα. Αλλά μια τέτοια λύση δεν θα μπορούσε να καταλήξει στην πιο δραστική μεταβίβαση πόρων και εξουσίας από το δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα και στην πιο μεγάλη επίθεση στην ιστορία εναντίον των αδυνάτων. Δεν θα προετοίμαζε το έδαφος για περαιτέρω υπονόμευση του ρόλου των συνδικάτων και περιθωριοποίηση των αριστερών ιδεών ή για την καταστροφή των νόμων που προστατεύουν τους εργαζομένους ή για την περαιτέρω ελαστικοποίηση της απασχόλησης και την επιμήκυνση της ουράς των ανέργων.
Θα ήταν πρόωρο να υποθέσουμε ότι η κυβέρνηση θέλει, οπωσδήποτε, αυτά τα αποτελέσματα. Αλλά αυτά τα μέτρα δεν είναι απλώς οικονομικά. Οι συνέπειές τους, σκόπιμες ή όχι, είναι αναπόφευκτες και πασίγνωστες από άλλα μέρη του κόσμου. Ο Αλμούνια και άλλοι «ειδικοί» υποστηρίζουν επίμονα ότι πρέπει να ακολουθήσουν η βελτίωση στην παραγωγικότητα και η ευελιξία στην αγορά εργασίας. Τα οικονομικά μέτρα είναι μόνο ένα μέρος μιας συνολικής ριζικής αναδιάρθρωσης της ζωής. Η δημοκρατία πρέπει να αναδιαρθρωθεί, πρώτα απ’ όλα, επειδή η λειτουργία της θα μπορούσε να προσφέρει τη μόνη αποτελεσματική αντίσταση.
Από πειραματόζωα, πρωτοπορία της αντεπίθεσης
Αυτή η στρατηγική όμως εμπεριέχει κινδύνους γι’ αυτούς που την επινόησαν. Ο όρος «κρίση νομιμοποίησης» περιγράφει τη μαζική απώλεια εμπιστοσύνης στο (πάντα εύθραυστο) κοινωνικό συμβόλαιο, το οποίο δεν μπορεί πλέον να συγκεντρώνει τη λαϊκή συγκατάθεση σε μια ισορροπία ισχύος τόσο κατάφωρα και άδικα οργανωμένη κατά των συμφερόντων της πλειοψηφίας. Τέτοιες κρίσεις εμφανίζονται όταν το κενό που πάντα υπάρχει ανάμεσα στους κυβερνώντες και τους κυβερνωμένους γίνεται αγεφύρωτο χάσμα και δεν πείθει πια ο ισχυρισμός των ελίτ ότι εκφράζουν το κοινό συμφέρον. Το τέλος ή ο σκοπός τής πολιτικής είναι η κοινωνική δικαιοσύνη. Όταν η πολιτική χάνει αυτό το σκοπό έρχεται το δικό της τέλος. Σ’ αυτό το σημείο βρισκόμαστε σήμερα. Οι Έλληνες πρέπει να παλέψουν για την επιβίωση της πολιτικής. Άμα γίνουν από πειραματόζωα πρωτοπορία της αντεπίθεσης θα προσφέρουν μια υπηρεσία στον κόσμο ισάξια με την επινόηση της δημοκρατίας.
* Ο Κώστας Δουζίνας είναι αντιπρύτανης του Ινστιτούτου Ανθρωπιστικών Σπουδών του Μπίρμπεκ (Πανεπιστήμιο του Λονδίνου).