Της Γιάννας Γιαννουλοπούλου*
Για μια κυβέρνηση που μετέτρεψε το «όχι» του δημοψηφίσματος του 2015 σε «ναι», για μια κυβέρνηση που θεωρεί «περήφανη διαπραγμάτευση» την πλήρη υποταγή στα κελεύσματα των δανειστών, το να βαφτίζει αυξήσεις στους μισθούς των πανεπιστημιακών τις μειώσεις (έστω και μικρές συγκριτικά με άλλα μισθολόγια ή με τις συντάξεις) είναι απλό πταίσμα. Είναι σοβαρότερο, όμως, να παίζει με τις ελπίδες των νέων ανθρώπων και των οικογενειών τους τάζοντας κατάργηση των εξετάσεων για την Τριτοβάθμια εκπαίδευση η ίδια κυβέρνηση που πριν λίγες εβδομάδες μείωσε τους εισακτέους στις πανεπιστημιακές σχολές υψηλής ζήτησης και υψηλού κύρους –και μάλιστα η μείωση θα είναι διπλάσια την επόμενη χρονιά.
Το ερώτημα που πραγματικά τίθεται δεν είναι γιατί οι αριστεροί διαχειριστές έχουν περισσότερη ανάγκη το ψέμα, αλλά γιατί αυτή η συστατική στρέβλωση της πραγματικότητας στον κυβερνητικό λόγο γίνεται ανεκτή. Γιατί ο χαρακτηρισμός «ψεύτες» εκφέρεται μόνο από τους λεγόμενους «απλούς», «καθημερινούς» ανθρώπους και όχι από τους διανοούμενους, τους εκπαιδευτικούς, τους δημοσιολογούντες. Υπάρχει, μήπως, κανείς από όσους ζούμε στους χώρους της εκπαίδευσης που να πιστεύει ότι το μείζον θέμα σήμερα στην ελληνική εκπαίδευση είναι η αλλαγή των βιβλίων του όποιου μαθήματος; Υπάρχει κανείς από όσους ζούμε και δουλεύουμε στη δημόσια εκπαίδευση –και όχι στα προστατευμένα σχολεία των διαφόρων Ιδρυμάτων και Εταιρειών– που δεν θεωρεί ότι το μείζον πρόβλημα σήμερα είναι η έλλειψη των πόρων, η ανυπαρξία διορισμών, η κατάρρευση των υποδομών; Νομίζω ότι ανεξάρτητα από το ποιες πολιτικές επιλογές κάνουν οι εκπαιδευτικοί όλων των βαθμίδων, δύσκολα θα διαφωνούσαν με την παραπάνω διαπίστωση.
Κι όμως δεν εκπορεύεται από τους χώρους της εκπαίδευσης συγκροτημένος και τεκμηριωμένος λόγος καταγγελίας της συνειδητής εξαπάτησης των νέων και των εργαζόμενων στην εκπαίδευση. Οι αιτίες για αυτήν την έλλειψη είναι πολλές και όχι τόσο εύκολα ανιχνεύσιμες. Σχετίζονται με το βάθος της κρίσης, με τον κοινωνικό ρόλο των διανοούμενων στη χώρα, με την κυριαρχία της αριστεράς στους συνδικαλιστικούς χώρους της εκπαίδευσης τα τελευταία 40 χρόνια και με αρκετούς άλλους παράγοντες. Όταν κανείς για να διαχωριστεί από την κυβέρνηση υποχρεώνεται στη χρήση των εισαγωγικών και την προσδιορίζει ως «αριστερή» έναντι της άνευ εισαγωγικών δικής του αριστερής ταυτότητας, είναι κατανοητό ότι δεν είναι εύκολο να περάσει και σε διαχωρισμούς που ενέχουν και ηθικές κρίσεις. Άλλωστε οι ηθικές κρίσεις τείνουν να ταυτιστούν με την ηθικολογία στη σύγχρονη πραγματικότητα και αυτό είναι ήδη πολύ ανησυχητικό.
Όπως και στο προηγούμενο σημείωμα της στήλης, υποχρεώνομαι να παραπέμψω στον Δημήτρη Γληνό, αυτή τη φορά σε μια επιστολή προς τον αδερφό του (30 Δεκέμβρη 1938, από την Σαντορίνη όπου ήταν εξόριστος): «Σε λίγες μέρες μπαίνω στον τριακοστό μήνα της εξορίας μου… Θυσιάστηκα για το καλό των άλλων και απάνω σ’ αυτή τη θυσία στηρίχτηκε το καλό που γίνεται, όσο γίνεται… Τον ηθικό θάνατο δεν έχω το δικαίωμα να δώσω στον εαυτό μου, πολύ λιγότερο παρ’ όσο έχω δικαίωμα να δώσω στον εαυτό μου το φυσικό θάνατο… Μα ας βγούμε από τον κύκλο αυτών των θλιβερών στοχασμών, όπου με τράβηξε η μοναξιά τις μέρες τούτες της γενικής χαράς. Ιδιαίτερα μ’ ευχαρίστησε η εγκύκλιο για τη διδασκαλία της δημοτικής γλώσσας στα σκολιά και ο καταρτισμός της επιτροπής για τη σύνταξη της γραμματικής. Να λοιπόν που και η σπουδαιότερη πράξη της ζωής μου, η εισαγωγή της δημοτικής γλώσσας στα σκολιά, δεν πήγε ολότελα χαμένη. Ποιος ξαίρει λοιπόν, ποιος μπορεί να πει πώς θα είνε ολότελα χαμένη και η τορινή θυσία μου; Κι αν σβήσει τα’ όνομά μου και δεν το προφέρει κανείς και αν πεθάνω στην εξορία αποδιωγμένος, δυστυχισμένος και λησμονημένος, η θυσία δεν θα είνε ολότελα μάταιη» (ορθογραφία του συγγραφέα).
Ποια η σχέση –θα σκεφτεί ο αναγνώστης– του αποσπάσματος με τα ερωτήματα που τέθηκαν παραπάνω; Μία και καθοριστική: αν δεν δούμε με όρους ηθικής το σημερινό μας λόγο και κυρίως τη σημερινή μας πράξη, δεν θα μας ενοχλεί καν το ψέμα. Το απόσπασμα από την επιστολή του Γληνού είναι ακόμα πιο συγκλονιστικό γιατί μιλά για τη θυσία, ενώ ταυτόχρονα και αντιηρωικά, όπως ο κάθε άνθρωπος κάνει «θλιβερούς στοχασμούς», καθώς τις γιορτινές μέρες των Χριστουγέννων είναι μόνος, εξόριστος στο νησί που «φυσάει ένας φοβερός σιρόκος, που κοντεύει να πάρει και το σπίτι και μένα μαζί». Κι όμως καταλήγει: «ο άνθρωπος αντικρίζει τις δυσκολίες της ζωής του και τις πιο μεγαλύτερες μ’ ένα απόθεμα από ηθικές δυνάμεις, που έχει μέσα του».
Μάλλον στο απόθεμα ηθικών δυνάμεων θα πρέπει να αναζητήσουμε τις αιτίες για την αφωνία των σύγχρονων διανοούμενων ενώπιον του προφανούς ψέματος.
* Η Γιάννα Γιαννουλοπούλου είναι πανεπιστημιακός (ΕΚΠΑ)