Του Φώτη Τερζάκη

 

Το Σάββατο 23 Απριλίου ο Δρόμος της Αριστεράς οργάνωσε μια δημόσια συζήτηση με θέμα «Τι λείπει; Τι κυρίως χρειαζόμαστε;» – μέρος μιας ευρύτερης ανοιχτής διαβούλευσης που ξεκίνησε από τις σελίδες της εφημερίδας υπό τη μορφή σύντομων συνεντεύξεων, βάσει ενός ερωτηματολογίου που απευθύνθηκε σε μεγάλο αριθμό παραληπτών. Δεν χρειάζεται να τονίσω, βέβαια, τη σημασία και την αξία μιας τέτοιας κίνησης σε μια εποχή πολλαπλού αδιεξόδου όπου τα ερωτήματα υπερσκελίζουν τις απαντήσεις και κανένας υπάρχων πολιτικός σχηματισμός δεν μπορεί να καυχηθεί ότι έχει το κλειδί.

Στη σύντομη τοποθέτησή μου εκεί, υποστήριξα δοκιμαστικά –μεταξύ άλλων– δύο θέσεις: ότι κριτήριο και συσπειρωτικός άξονας μιας αριστερής πολιτικής στην Ελλάδα, σήμερα, πρέπει να είναι η αποποίηση του χρέους·και ότι εκείνο που κυρίως λείπει, υπό τις άμεσα εκβιαστικές συνθήκες και με δεδομένη την αμφιθυμία του κόσμου, είναι ικανή και διορατική πολιτική ηγεσία να την τολμήσει. Θέσεις οι οποίες μπορούν να εγείρουν, φυσικά, αντιρρήσεις και περαιτέρω ερωτήματα – και όντως ήγειραν. Θα ήθελα μέσ’ από αυτή τη σελίδα να επιχειρήσω μιαν απάντηση, σε δύο ξεχωριστά σημειώματα, των δύο κατά τη γνώμη μου σοβαρότερων ενστάσεων που μου απευθύνθηκαν και οι οποίες δεν μπόρεσαν να απαντηθούν διά μακρών στον περιορισμένο χρόνο μιας μαζικής δημόσιας εκδήλωσης: το πρόβλημα της πολιτικής εκπροσώπησης (που πηγάζει από την τοποθέτηση περί ηγεσίας), και το κριτήριο μιας αριστερής πολιτικής (που πηγάζει από την τοποθέτηση περί αποποίησης του χρέους).

Συνεχίζοντας σε κάποιο σημείο της συζήτησης κάτι που ειπώθηκε από άλλον ομιλητή (τον Ρ. Ρινάλντι), είπα ότι αντιτίθεμαι σε οιαδήποτε συνδικαλιστική διεκδικητικού τύπου δράση και ότι, αν αυτή δεν είναι σε θέση να ολοποιήσει τους σκοπούς της από τη σκοπιά ενός ολικού κοινωνικού συμφέροντος, δεν μπορεί να θεωρηθεί καν πολιτική. Υπάρχουν βεβαίως πολλά διακριτά επίπεδα της πολιτικής –το μικροπολιτικό, το κοινωνικό, το κρατικό-πολιτειακό και το γεωπολιτικό– και σε κάθε επίπεδο αντιστοιχούν διαφορετικές μορφές συγκρότησης, αλλά σε κάθε επίπεδο είναι απαραίτητη η ολοποίηση των σκοπών, ώστε να υπάρξει σε δεύτερο βήμα η δυνατότητα μεσολάβησής τους. Αυτό προκάλεσε μία μάλλον εκνευρισμένη αντίρρηση, ότι μεροληπτεί υπέρ της πολιτικής εκπροσώπησης και αντιτίθεται στη λογική της άμεσης δημοκρατίας.

Ας μου επιτραπεί να πω ότι η «άμεση δημοκρατία» έχει γίνει ένα εύκολο σύνθημα στις ημέρες μας, χωρίς τον απαραίτητο αναστοχασμό περί των προϋποθέσεων υλοποίησής της. Δεν φαντάζεται κανείς, υποθέτω, την πιθανότητα εννέα εκατομμυρίων του πληθυσμού να αποφασίζουν διά βοής στην Πλατεία Συντάγματος, και η ιαχή τους να σείει τις Βρυξέλες! Η άμεση δημοκρατία (οφείλει να) είναι μια δομή βάσης, εκεί που αρθρώνονται οι αυθόρμητες κοινωνικές συλλογικότητες – στις συνοικίες, στους δήμους, στους τόπους εργασίας, στις θεματικές κινητοποιήσεις… Ιδιάζει δηλαδή στον μεταβατικό χώρο από το μικροπολιτικό (το πεδίο των διαπροσωπικών σχέσεων) στο κοινωνικό επίπεδο της πολιτικής (το πεδίο των λεγόμενων κοινωνικών κινημάτων) και αντιπροσωπεύει την πρώτη μορφή πολιτικής συγκρότησης. Είναι το θεμέλιο κάθε δημοκρατικής πολιτικής άξιας του ονόματός της, που θα μπορούσε να αρκεί σε μία κοινωνία μη ταξική και αυτοδιαχειριζόμενη, όπου ο (κεφαλαιοκρατικός) καταμερισμός της εργασίας δεν θα διασπούσε το κοινωνικό σώμα σε αντιτιθέμενα συμφέροντα και ο (ιμπεριαλιστικός) διεθνής καταμερισμός της ισχύος δεν θα διαιρούσε την υφήλιο σε κυρίαρχες και εξαρτημένες πολιτικές οντότητες – τελικά, σε ζώνες φτηνής και ζώνες ακριβής εργασίας.

Επειδή όμως αυτή είναι η συνθήκη στην οποία είμαστε υποχρεωμένοι να δρούμε προς το παρόν, απαιτείται ένας ιμάντας μεταβίβασης των αναγκών και των αποφάσεων της κοινωνικής βάσης σε κεντρικό πολιτειακό επίπεδο (δηλαδή, εθνοκρατικής δομής) και ένας κόμβος μετασχηματισμού τους σε γεωπολιτική στρατηγική (αυτό που λέμε κοινώς «εξωτερική πολιτική»). Χρειάζεται ακόμα δηλαδή, και αναμφίβολα δυστυχώς, το πολιτικό εργαλείο τού έθνους-κράτους. Αυτό συνυποθέτει έναν βαθμό ετερονομίας, έναν βαθμό πολιτικής ξένωσης, δεν υπάρχει λόγος· ωστόσο –το ξαναλέω– είναι προϊόν μιας εξαναγκαστικής συγκυρίας η οποία μας επιβάλλεται ωμά. Εκείνο που πρέπει είναι, λοιπόν, να έχουμε πλήρη επίγνωση των όρων τού πράγματος και διαρκή επαγρύπνηση απέναντι στους κινδύνους που ενέχει: να μην επιτρέψουμε δηλαδή ο πολιτικός σχηματισμός που του ανατίθεται το έργο τής εκπροσώπησης σε κεντρικό πολιτειακό επίπεδο (κόμμα-κυβέρνηση) να αυτονομηθεί από τον εντολέα του, και η εντολή να έχει σαφώς, και όχι κατ’ όνομα, ανακλητό χαρακτήρα. Η δημιουργία μιας τέτοιας οργανωτικής δομής, και τα πρόσωπα που θα είχαν τις ικανότητες όσο και την απαραίτητη ανιδιοτέλεια για να την υλοποιήσουν, είναι αυτό που κυρίως μας χρειάζεται, λέω. Είναι επίσης, θα μπορούσα να προσθέσω, το μορφολογικό κριτήριο εκείνου που δικαιούται ακόμα να ονομάζεται «αριστερή πολιτική» (για το περιεχομενικό κριτήριο θα μιλήσω προσεχώς).

Μία τελευταία λέξη όμως για το ζήτημα της εκπροσώπησης. Πουθενά, ούτε σε συνθήκες κυριολεκτικής και ολόπλευρης άμεσης δημοκρατίας, δεν απουσιάζουν μορφές εκπροσώπησης. Μια συμβουλιακά οργανωμένη κοινωνία σε όλο το μήκος της άρθρωσής της, απαλλαγμένη από την κρατική δομή και την επαγγελματοποιημένη πολιτική, θα βασίζεται κατ’ ανάγκη σε αλυσωτές διαβουλεύσεις διαδοχικών επιπέδων γενικότητας, και σε κάθε επίπεδο απαιτούνται διαδικασίες εκπροσώπησης των προηγούμενων επιπέδων. Δεν υφίσταται κανενός είδους πολιτική συγκρότηση (εκτός μόνο στο μικροπολιτικό πεδίο των άμεσων διαπροσωπικών σχέσεων) χωρίς προκαθορισμένες διαδικασίες και τρόπους εξουσιοδότησης αιρετών και άμεσα ανακλητών εκπροσώπων. Τέτοια υπήρξε η δομή των εργατικών συμβουλίων, των σοβιέτ, της λαϊκών επιτροπών της Κομμούνας, των αναγεννησιακών συντεχνιών, των ελληνικών πόλεων (1) και των μη ιεραρχικά αρθρωμένων κοινωνιών των γενών – και, αν θέλουμε να γίνουμε πολύ θεωρητικοί, τέτοια είναι η ίδια η δομή τού ομιλείν και της γλώσσας, που συνεπάγεται πάντα μια πρωταρχική «μετάφραση» (= εκπροσώπηση) από το αναλογικό πεδίο των συγκινήσεων στο ψηφιακό πεδίο της εννοιακής άρθρωσης. Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι η εκπροσώπηση ως τέτοια, αλλά οι τρόποι και οι μορφές σύστασής της ούτως ώστε να εγγυώνται τον μόνιμο έλεγχο του «εκπροσωπούντος» από την εξουσιοδοτική του πηγή, και να αποτρέπουν την αυτονόμηση της λειτουργίας του δυνάμει τής πάντα ενδεχόμενης ανάπτυξης ιδίων συμφερόντων.

 

(1) Ειδικά σε ό,τι αφορά αυτές, χρειάζεται ίσως μία πρόσθετη διευκρίνιση, επειδή έχει αναπτυχθεί μια αντίστοιχη εκνευριστική μυθολογία εσχάτως (από κάποιους αξιοθρήνητους ερμηνευτές τού Καστοριάδη κυρίως). Και δεν μιλάω τόσο για τις διαδικασίες ανάθεσης των πολιτικών αξιωμάτων, ελεγχόμενες μεν αλλά με κριτήρια τόσο περιουσιακά όσο και κύρους, όσο για το θεμελιωδέστερο γεγονός ότι η ίδια η σύσταση του πολιτικού ήταν προϊόν μιας ισχυρής διαδικασίας –καθόλου πρόσκαιρης και ανακλητής μάλιστα αλλά ουσιολογικά καθορισμένης– εκπροσώπησης: οι άνδρες-ελεύθεροι πολίτες ως εκπρόσωποι του οίκου.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!