Τρόικα εσωτερικού και εξωτερικού σε πρωτοφανή συντονισμό- Το «όχι» εξελίσσεται στην πιο σημαντική αναμέτρηση με την τερατώδη συμμαχία των δανειστών
Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
Κανονικά, η εμπειρία του 2012, οπότε όλες οι δυνάμεις της ευρωκρατίας επιστρατεύτηκαν σε πρωτοφανή εκστρατεία παρεμβάσεων για να αποτραπεί μια νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, δεν επέτρεπε αιφνιδιασμό για την επανάληψη του σκηνικού αυτές τις μέρες, και μάλιστα σε πολλαπλάσιο βαθμό. Κι όμως, η κυβέρνηση έδειξε να αιφνιδιάζεται από το εύρος και την ένταση της εκστρατείας του «ναι» στο δημοψήφισμα της Κυριακής.
Είναι αλήθεια ότι η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ και το πολύμηνο διαπραγματευτικό θρίλερ προκάλεσε ισχυρό σοκ στο μνημονιακό μπλοκ και σε όλες τις δυνάμεις, πολιτικές, κοινωνικές, συνδικαλιστικές που το συγκροτούσαν την τελευταία πενταετία. Το ίδιο ισχύει για τον σκληρό πυρήνα του καθεστώτος, που πέρασε μια περίοδο αμηχανίας, βολιδοσκόπησης, ακόμη και μέλιτος με τη νέα διακυβέρνηση. Και ενώ η τρόικα εσωτερικού εξέπεμπε μηνύματα αποσυσπείρωσης, η τρόικα εξωτερικού «διάβαζε» προσεκτικά επί πέντε μήνες την κυβέρνηση και τις ποικίλες εκπροσωπήσεις της. Εξάντλησε όσο χρόνο της έδινε η συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου και στην εκπνοή της προθεσμίας της, όταν διαπίστωσε ότι η επαπειλούμενη ρήξη από την ελληνική πλευρά δεν ερχόταν, πέταξε αυτή το γάντι της ρήξης στην κυβέρνηση, με το τελεσίγραφο και τις προτάσεις που ήταν αδύνατο να αποδεχθεί η κυβέρνηση, εκτός αν ήθελε να αυτοκτονήσει.
Απ’ αυτήν την άποψη η επιλογή του δημοψηφίσματος κατέστη σχεδόν μονόδρομος. Και, ανεξαρτήτως συνθηκών υπό τις οποίες επιλέχτηκε, πολιτικά και ηθικά ήταν η κορυφαία στιγμή στη διαπραγματευτική στάση της κυβέρνησης.
Ανακλαστικά συσπείρωσης
Παρά το γεγονός ότι μεταξύ τρόικας εξωτερικού και εσωτερικού κατά τους τελευταίους μήνες δεν φαινόταν να υπάρχει σαφής κοινή στρατηγική, και οι δυο τις τελευταίες εβδομάδες και μέρες επέδειξαν πρωτοφανή ανακλαστικά συσπείρωσης και κινητοποίησης γύρω από τον κοινό τους στόχο: να κλείσει μια ώρα αρχύτερα η «αριστερή παρένθεση». Τα δεδομένα είναι γνωστά και εξελίχθηκαν λες και κάθε συντελεστής υλοποιούσε μέρος ενός καλοστημένου σχεδίου.
Η ΕΚΤ, αφού επί εβδομάδες πριμοδότησε το αργόσυρτο bank run, ανέλαβε το βαρύ πυροβολικό με το οποίο έκλεισε τις τράπεζες. Το ΔΝΤ έσπευσε να πιστοποιήσει τη χρεοκοπία, αποκρύπτοντας ταυτόχρονα την έκθεση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους για μερικές κρίσιμες μέρες. Η Κομισιόν ανέλαβε το μηχανισμό παραπλάνησης, ψεύδους και προπαγάνδας υπέρ του «ναι». Η ηγεσία του ευρωκοινοβουλίου επέλεξε τον διπλό ρόλο του διαμεσολαβητή και του animateur της «φιλοευρωπαϊκής» καμπάνιας. Το Eurogroup κράτησε τον ρόλο του μπράβου που διεκπεραιώνει τον εκβιασμό.
Σχεδόν όλοι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι καταστρατήγησαν κάθε έννοια συνταγματικού και διπλωματικού πρωτοκόλλου που απαγορεύει την παρέμβαση στη δημοκρατική διαδικασία κυρίαρχης χώρας μέλους της Ε.Ε. Παραβίασαν κάθε σχετική διάταξη των ευρωπαϊκών συνθηκών, επιβάλλοντας ως ερώτημα του δημοψηφίσματος το «μέσα ή έξω από την Ευρώπη». Αποκορύφωμα, η δήλωση Ντάισελμπλουμ ότι με «όχι» δεν υπάρχει προοπτική διαπραγμάτευσης.
Αυτό που ξεπερνάει κάθε προηγούμενο είναι η ανασυγκρότηση και κινητοποίηση του εσωτερικού καθεστώτος. Επιστρατεύτηκε το σύμπαν. Από τον αρχιεπίσκοπο μέχρι τον Ρουβά, από τον ΣΕΒ μέχρι το τελευταίο επαρχιακό επιμελητήριο, από τη ΓΣΕΕ μέχρι τα τελευταία απομεινάρια του εργατοπατερικού συνδικαλισμού, από τον Καραμανλή και τον Σημίτη μέχρι τον παραλίγο έγκλειστο Παπακωνσταντίνου και τον σχεδόν ξεχασμένο ΓΑΠ.
Σε υποδειγματική διάταξη συντονισμένου επικοινωνιακού πολέμου βρέθηκαν τα ΜΜΕ της διαπλοκής, κουρελιάζοντας κάθε έννοια δεοντολογίας, ενώ πολλοί εργοδότες έδωσαν στην υπόθεση μιαν αυθεντική διάσταση ταξικής πόλωσης, αφήνοντας απλήρωτους και εκβιάζοντας με απολύσεις τους εργαζόμενους. Φυσικά, οι συνήθεις παράγοντες του πολιτικού παρασκηνίου δεν παρέλειψαν την επιχείρηση διεμβολισμού και αποδυνάμωσης της κυβερνητικής πλειοψηφίας, με βασικό και μάλλον εύκολο στόχο τους ΑΝΕΛ, όπως ακριβώς είχε συμβεί τον περασμένο Δεκέμβριο.
Μετωπική με το «τέρας»
Αυτή η τραγελαφική εικόνα, που φέρνει την ελληνική κοινωνία σε κατάσταση πρωτοφανούς τα τελευταία χρόνια πολιτικού στρες, αποτελεί ένα «πραξικόπημα» από την πλευρά των δανειστών και μια «ρεβάνς» από την πλευρά του εγχωρίου καθεστώτος, που στην πραγματικότητα δεν απειλήθηκε μέχρι στιγμής. Αλλά, ταυτόχρονα, έχει και τον χαρακτήρα μιας αληθινής εξέγερσης από την πλευρά των υποτελών τάξεων. Η συσπείρωσή της την Κυριακή σε μια μεγάλη πλειοψηφία γύρω από το «όχι», με όλες τις παράλληλες αναγνώσεις του, είναι η πιο σημαντική μέχρι σήμερα αναμέτρησή της με την τερατώδη συμμαχία των δανειστών, η πρώτη μετωπική σύγκρουση με τη δικτατορία του ευρώ. Και μάλιστα εν γνώσει των οδυνηρών συνεπειών του νόμου…
Το αβίωτο χρέος και η πολιτική λαθροχειρία υπέρ του τρίτου Μνημονίου
Ανάμεσα στο «όχι» και στο «ναι» της Κυριακής παρεμβάλλεται ένα αγεφύρωτο χάσμα. Ωστόσο, και ανεξάρτητα από τις διακηρύξεις των δανειστών, η επόμενη μέρα του δημοψηφίσματος ανοίγει ένα νέο κύκλο διαπραγματεύσεων είτε επικρατήσει το «όχι» είτε το «ναι». Φυσικά, οι όροι αλλάζουν ριζικά από τη μια περίπτωση στην άλλη. Αλλά, καθώς το κοντέρ του μνημονίου έχει μηδενιστεί οριστικά κι αμετάκλητα -γιατί έληξε και όχι γιατί «σκίστηκε»-, οι συζητήσεις θα αρχίσουν από μηδενική βάση.
Ήδη, το αίτημα της κυβέρνησης προς τον ESM για νέα διετή χρηματοδότηση περίπου 30 δισ. ευρώ, έχει ανοίξει τη σχετική ατζέντα. Πρακτικά, αυτή είναι και η μόνη εναλλακτική λύση που θα διέθετε οποιαδήποτε κυβέρνηση μετά τη λήξη του μνημονίου, εφόσον βέβαια δεν θέλει να απεμπλακεί πλήρως από το ασφυκτικό ευρωπαϊκό πλαίσιο. Οι όροι που θέτει η κυβέρνηση είναι περίπου ταυτόσημοι με προηγούμενες προτάσεις της, για τις οποίες έχει παραδεχθεί ότι έχουν υφεσιακό χαρακτήρα. Πολλοί από τους εκπροσώπους των δανειστών έσπευσαν να προειδοποιήσουν ότι μια νέα δανειοδότηση θα δοθεί με πολύ σκληρότερους όρους (Ντάισελμπλουμ).
Χρέος 150% το 2020!
Το στοιχείο, όμως, που κάνει τη διαφορά, πέρα από το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, είναι η δημοσιοποίηση του προσχεδίου Έκθεσης του ΔΝΤ για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Η έκθεση έπρεπε να έχει δημοσιοποιηθεί στις 26 Ιουνίου, ενώ είναι προφανής η προσπάθεια πολιτικής χειραγώγησης των συμπερασμάτων της. Η έκθεση του ΔΝΤ λέει ότι το ελληνικό χρέος δεν είναι καθ’ οιονδήποτε τρόπο βιώσιμο. Ακόμη και βάσει του καλύτερου σεναρίου -δηλαδή με υψηλή ανάπτυξη, υψηλά πλεονάσματα και πλήρη αποδοχή της λιτότητας που απαιτούν οι δανειστές- το χρέος δεν θα μειωθεί κάτω από το 150% το 2020 και το 140% του ΑΕΠ το 2022.
Επομένως, λέει το ΔΝΤ, είναι αδύνατη η διαχείρισή του χωρίς ελάφρυνση, με επιμήκυνση ή κούρεμά του. Ωστόσο, οι συντάκτες της έκθεσης αντί να ομολογήσουν την παταγώδη αποτυχία του προγράμματος προσαρμογής, φορτώνουν την επιδείνωση της βιωσιμότητας του χρέους στις «πολιτικές αποκλίσεις και αβεβαιότητες των τελευταίων μηνών». Αυτό αποτελεί κίνηση συντονισμού με τις ευρωπαϊκές συνιστώσες της τρόικας που θέλουν αφενός να χτίσουν επιχειρηματολογία περί της καταστροφικής διαχείρισης από τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και αφετέρου να φέρουν την κυβέρνηση προ τετελεσμένων για τρίτο μνημόνιο.
Είναι αξιοσημείωτες δύο «συμπτώσεις»: Πρώτον, το ΔΝΤ υπολογίζει τις ανάγκες χρηματοδότησης μέχρι το 2018 σε 50 δισ., ποσό στο οποίο είχε αναφερθεί προ δύο μηνών και ο Σόιμπλε. Δεύτερον, ως προς τη σειρά διαπραγμάτευσης, η Κριστίν Λαγκάρντ ταυτίστηκε πλήρως με τους Ευρωπαίους συνεταίρους της: «Πρώτα μεταρρυθμίσεις, μετά συζήτηση για το χρέος».
Η «φράξια» του GRexit
Καθώς το χρέος έρχεται και πάλι σε πρώτο πλάνο, είναι προφανές ότι το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος θα βάλει σε νέα διάταξη μάχης όλους τους παίκτες της ελληνικής τραγωδίας – κατά το αγαπημένο κλισέ των διεθνών ΜΜΕ. Ωστόσο, στην τρόικα των δανειστών υπάρχει και μια «φράξια» που της είναι σχεδόν αδιάφορο το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Με βασικό εκφραστή τον Σόιμπλε, μια ομάδα εταίρων και αξιωματούχων επιδιώκει την «έξωση» της Ελλάδας από την Ευρωζώνη ως τιμωρητικό, παιδαγωγικό και εξυγιαντικό μέτρο για όλη τη νομισματική ένωση. Προτιμούν, μάλιστα, να αναλάβουν και το ανυπολόγιστο κόστος της προκειμένου να προκύψει Ευρωζώνη πιο ομοιογενής, πιο συνεκτική, πιο ανθεκτική και πειθαρχημένη, βάσει του υπερμνημονίου για την οικονομική της διακυβέρνηση που εγκρίθηκε στην τελευταία Σύνοδο Κορυφής, λίγο πριν από το ναυάγιο των συνομιλιών. Ευτυχώς για την ελληνική πλευρά, έχει ακόμη κι αυτό το όπλο να μπλοκάρει πλήρως τους φιλόδοξους σχεδιασμούς, οδηγώντας την Ε.Ε. σε μια θεσμική κρίση άγνωστης έκβασης.