Στρατηγικά διλήμματα και ένταση της ρευστότητας σε όλη τη Μ. Ανατολή
Ένα μεγάλο πογκρόμ διώξεων αλλά και η επιβολή «καθεστώτος έκτακτης ανάγκης» είναι η εικόνα που παρουσιάζει η Τουρκία τις μέρες μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα. Σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες, 50 έως 60 χιλιάδες δημόσιοι υπάλληλοι, ανώτατοι και ανώτεροι στρατιωτικοί, στρατοδίκες και δικαστικοί, εκπαιδευτικοί και πρώην κυβερνητικοί αξιωματούχοι, έχουν τεθεί σε διαθεσιμότητα. Περισσότεροι από 6.000 στρατιωτικοί, ανάμεσά τους 99 στρατηγοί, ναύαρχοι, πτέραρχοι και ανώτατοι αστυνομικοί έχουν οδηγηθεί στις φυλακές με την κατηγορία συμμετοχής στο πραξικόπημα. Ακόμα και οι ειδικοί στρατιωτικοί σύμβουλοι του Ερντογάν, οι 5 από τους 6, έχουν οδηγηθεί στα κρατητήρια.
Την ίδια ώρα, με απόφαση του Ανωτάτου Στρατιωτικού Συμβουλίου που συνεδρίασε στην Άγκυρα τρεις μέρες μετά την αποτυχία των πραξικοπηματιών, ο Ερντογάν ανακοίνωσε την εφαρμογή έκτακτων μέτρων για τρεις μήνες, που προβλέπουν, μεταξύ άλλων, περιορισμό ή απαγόρευση κυκλοφορίας, απαγόρευση συγκεντρώσεων για συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα, σωματικό έλεγχο και έλεγχο σε οχήματα, απαγόρευση της εκτύπωσης και διανομής εφημερίδων, περιοδικών και άλλων εντύπων, έλεγχο κάθε μορφής εντύπων και οπτικοακουστικών μέσων, καθώς και θεατρικών παραστάσεων και κινηματογραφικών ταινιών που προβάλλονται δημοσίως, κ.λπ.
Η επιβολή της κατάστασης έκτακτης ανάγκης, σύμφωνα με το τουρκικό Σύνταγμα, καταργεί όλους τους συνταγματικούς περιορισμούς για την έκδοση προεδρικών διαταγμάτων, γεγονός που εξασφαλίζει μεγάλη εξουσία στον Ερντογάν, αν μάλιστα συνυπολογιστεί η δυνατότητα χρονικής παράτασης του ειδικού καθεστώτος με απόφαση της Βουλής, δηλαδή του ιδίου.
Αποδυναμωμένος ή ενισχυμένος ο Ερντογάν;
Θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει αναμενόμενες τις κινήσεις Ερντογάν και την επιδίωξή του να εκκαθαρίσει σε μεγάλη κλίμακα τις ένοπλες δυνάμεις και την κρατική διοίκηση από αξιωματούχους που δεν εμπιστεύεται και χρεώνει στην επιρροή του άλλοτε πιστού του σύμμαχου και μέντορα, Γκιουλέν. Άλλωστε σε αυτόν, τον από το 1999 εξόριστο στις ΗΠΑ, κυνηγημένο από τη στρατοκρατία -όχι από τον Ερντογάν- ιμάμη, χρεώνει και την οργάνωση του πραξικοπήματος.
Το ερώτημα είναι όμως αν με αυτόν τον τρόπο βγαίνει μακροπρόθεσμα ενισχυμένος ή όχι.
Η πραγματικότητα είναι ότι ο Ερντογάν βρίσκεται σε φανερή αντιπαράθεση με την ηγεσία του τούρκικου στρατού από την εποχή της αποκάλυψης του σχεδίου «Εργκένεγκον» και «Βαριοπούλα» (2013). Από τότε υπάρχουν σταδιακά και επαναλαμβανόμενα επεισόδια αλλαγών και διώξεων στην ηγεσία του στρατού. Η τελευταία τέτοια αναδιοργάνωση της ηγεσίας του στρατού είχε ξεκινήσει λίγες μέρες πριν από το πραξικόπημα και θα ολοκληρωνόταν τις επόμενες μέρες. Ίσως το γεγονός αυτό επέσπευσε τις ενέργειες των επίδοξων πραξικοπηματιών και να ήταν υπεύθυνο και για την «προχειρότητα» του εγχειρήματος. Αυτές οι συνεχείς αναδιαρθρώσεις οδήγησαν, όπως φαίνεται, στον πλήρη έλεγχο της αστυνομίας και των ειδικών δυνάμεων, δεν κατάφεραν όμως να εμποδίσουν την εκδήλωση του πραξικοπήματος που σε κάθε περίπτωση αποτελεί πλήγμα για την εικόνα ενός ηγέτη μιας χώρας των G20.
Εκείνο που δεν πρέπει να ξεχνιέται είναι πως η Τουρκία είναι μια βαθιά διχασμένη χώρα. Ο ίδιος ο Ερντογάν κινείται πάνω στην κόψη αυτών των αντιθέσεων με αποφασιστικότητα και όχι σπάνια με «ανατροπές» και εκπλήξεις στην πολιτική του. Κεντρικό πρόβλημα είναι το κουρδικό ζήτημα, που δεν έχει καθόλου τελειώσει, και η δημιουργία κουρδικού κράτους στα σύνορα με την Τουρκία που θα προκαλέσει μεγάλες αναταράξεις και προβλήματα. Ο Τούρκος πρόεδρος διαθέτει πολιτική δύναμη και μηχανισμούς, αλλά έχει και μεγάλους αντιπάλους.
Θα μπορούσε, λοιπόν, να υποθέσει κανείς ότι αποτελεί ερωτηματικό το αν η τωρινή βαθιά εκκαθάριση θα έχει καλύτερη τύχη από τις προηγούμενες. Το ερώτημα γίνεται πιο ισχυρό αν επιχειρηθεί να εντοπιστούν τάσεις και αντιθέσεις που αναπτύσσονται στην πολιτική, οικονομική και κατ’ επέκταση κοινωνική σκηνή της Τουρκίας και στη συνάντησή τους με τα σχέδια των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στην περιοχή της Μ. Ανατολής και της Ν.Α. Μεσογείου.
Ο πόλεμος στη Συρία καθοριστικός παράγοντας των εξελίξεων
Χωρίς αμφιβολία, καθοριστικός παράγοντας για τις πρόσφατες αναστατώσεις στη Μ. Ανατολή, την Ευρώπη αλλά και την Τουρκία, είναι ο πόλεμος στη Συρία και η διαμόρφωση, μετά την παρέμβαση της Ρωσίας, ενός νέου συσχετισμού δύναμης στα πεδία των μαχών, διαφορετικού από τον αρχικό σχεδιασμό.
Η τούρκικη διπλωματία αναγκάστηκε να παραδεχθεί ότι πολλοί από τους σχεδιασμούς της ανατράπηκαν στην πράξη. Η ενδυνάμωση του καθεστώτος Άσαντ, με την ενεργή εμπλοκή των Ρώσων στα πεδία των μαχών, διέλυσε τις προσδοκίες για διαμελισμό της Συρίας και συμμετοχή της Τουρκίας στη μοιρασιά. Αντί για αυτό, η Τουρκία βλέπει την προσωρινή (;) συμφωνία Αμερικάνων και Ρώσων για τη δημιουργία ενός κουρδικού κράτους στα νότια σύνορά της και τον κίνδυνο ένωσής του με το αντίστοιχο κρατίδιο στο σύνορα με το Ιράκ, εξέλιξη κρίσιμη για τη συνοχή της Τουρκίας όπως τη γνωρίζουμε σήμερα. Επιπρόσθετα, η διαφαινόμενη ήττα του Χαλιφάτου και οι πιέσεις που δέχθηκε από τη διεθνή κοινότητα για στήριξη στον ISIS αναγκάζει την Τουρκία σε αλλαγή πλεύσης. Τα τελευταία σκιρτήματα της πολιτικής Ερντογάν, να παίξει ειδικό ρόλο στη Μαύρη Θάλασσα υποδαυλίζοντας τη ΝΑΤΟϊκή επιθετικότητα απέναντι στη Ρωσία με αντάλλαγμα παραχωρήσεις στο κουρδικό, δεν αποδίδουν και έτσι έχουμε μια θεαματική στροφή της πολιτικής Ερντογάν, παρά τα στοιχεία «εξευτελισμού» που τη συνοδεύουν. Πραγματοποιείται σχεδόν ταυτόχρονα εξομάλυνση των σχέσεων με το Ισραήλ και την Τουρκία και διακόπτονται οι σχέσεις με τον ISIS. Το τελευταίο πιστοποιείται με τη μεγάλη δολοφονική βομβιστική επίθεση που δέχεται η Τουρκία και βεβαιώνεται από τη στήριξη που παρέχει το Ιράν στο καθεστώς Ερντογάν αμέσως μετά το πραξικόπημα.
Η τουρκική διπλωματία δεν επιδίωκε βέβαια την πλήρη ρήξη με ΗΠΑ και Ευρώπη. Έχοντας παράδοση αιώνων στα παζάρια και τους ελιγμούς, επιχειρεί να αναγκάσει τους Δυτικούς συμμάχους σε παραχωρήσεις, εκβιάζοντας με τις προσφυγικές ροές και τα ανοίγματα και τις οικονομικές συμφωνίες με τη Ρωσία. Η στάση αυτή δημιουργεί αναμφισβήτητα δυσφορία σε ΗΠΑ και Ε.Ε., που εκδηλώνεται με δημόσιες δηλώσεις από όλες τις πλευρές. Το παζάρι των εκβιασμών ή ακόμα και ο κυνισμός της ρωσικής πολιτικής οδηγεί τον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών, μαριονέτα του Ερντογάν μετά τη θεαματική αποβολή Νταβούτογλου, στη γνωστή δήλωση περί δυνατότητας χρησιμοποίησης της βάσης του Ιντσιρλίκ στη μάχη κατά του ISIS και από τους Ρώσους. Οι αυστηρές δηλώσεις του αμερικάνικου παράγοντα περί αποβολής από το ΝΑΤΟ αναγκάζουν τον Ερντογάν σε αναδίπλωση. Όμως η σοβαρότητα των τούρκικων προθέσεων, έστω και σαν εκβιασμός, δεν ξεχνιέται. Είμαστε ήδη στις παραμονές του πραξικοπήματος.
Οι πραξικοπηματίες και η στάση των ΗΠΑ
Πέρα από την κρίσιμη θέση τους στην ηγεσία των ενόπλων δυνάμεων της Τουρκίας, στη στρατιωτική δικαιοσύνη και στη δημόσια διοίκηση, δεν είναι δημόσια γνωστό τι υποστηρίζουν οι συλληφθέντες πραξικοπηματίες. Η μόνη γνωστή δήλωσή τους είναι αυτή που διαβάστηκε από τη δημόσια τηλεόραση ενόσω το πραξικόπημα ήταν σε εξέλιξη. Στη δήλωση αυτή, με εκφράσεις της Κεμαλικής παράδοσης, γίνεται λόγος για «διατήρηση της συνταγματικής τάξης, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών και της ασφάλειας» που κινδυνεύουν από το καθεστώς Ερντογάν.
Είναι φανερό πως η παραδοσιακή αντιπαράθεση της Κεμαλικής στρατοκρατίας με τους εκπροσώπους μιας έστω και ήπιας μουσουλμανικής πολιτικής εξουσίας, είναι παρούσα και στη σημερινή κρίση. Δεν είναι όμως αρκετό αυτό το σχήμα για να δικαιολογήσει τα γεγονότα.
Το πιο σημαντικό είναι ότι η ηγεσία του στρατού δεν διαφωνούσε με την πολιτική Ερντογάν στη διαχείριση του κουρδικού θέματος, ούτε στην επιθετική συμπεριφορά απέναντι στη Συρία και το καθεστώς Άσαντ. Με αυτή την έννοια δεν υπήρχε στρατηγικής σημασίας διαφορά με τον Ερντογάν. Ούτε ακόμα οι αυθαιρεσίες και οι ιδιαίτερες επιδιώξεις του για υπερεξουσίες θα οδηγούσε τους στρατιωτικούς σήμερα σε ένα πραξικόπημα. Εκείνο που φαίνεται ότι ξεπερνούσε τα όρια ήταν η στάση απέναντι στις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Η βίαιη και άμεση αποπομπή Νταβούτογλου υποδεικνύει μια πιο βαθιά ρήξη στη διαχείριση των σχέσεων με το Δυτικό παράγοντα και όχι απλά ένα θέμα χειρισμών. Είναι φανερό ότι ο πρώην υπουργός Εξωτερικών είχε αναπτύξει ιδιαίτερες σχέσεις με ΗΠΑ και Ε.Ε. και μάλιστα απομακρύνεται όταν έχει πετύχει μια κρίσιμη συμφωνία με τους Ευρωπαίους ιθύνοντες για το μεταναστευτικό, ανοίγοντας παράλληλα δυνατότητες για επιτάχυνση της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας στην Ε.Ε. Μπορεί κανείς στα σοβαρά να υποθέσει ότι μια μερίδα των Τούρκων πολιτικών και παραγόντων της οικονομίας αναζητά καλύτερες και βαθύτερες σχέσεις με τη Δύση και κατ’ επέκταση διαχείριση των στρατηγικής σημασίας θεμάτων της Τουρκίας (Κουρδικό, τρομοκρατία, διεθνείς σχέσεις), εναρμονισμένο στο Δυτικό τρόπο και τις ανάλογες προτεραιότητες και ύφος.
Η πολιτική Ερντογάν, καθώς χαρακτηρίζεται από βαθιές και απρόβλεπτες εναλλαγές, δημιουργεί σημαντικές διαφοροποιήσεις μέχρι και ρήξεις στο εσωτερικό της χώρας. Οι ιδιαίτερες σχέσεις της στρατοκρατίας με τον αμερικάνικο παράγοντα και το ΝΑΤΟ γίνονται κατεξοχήν χώρος φιλοξενίας και ανάπτυξης τέτοιων αντιλήψεων. Σε αυτό το μήκος κύματος κινείται και η πολιτική του Γκιουλέν που αποτελεί τον υπ’ αριθμόν ένα στοχοποιημένο εχθρό του Ερντογάν.
Ποιος μπορεί έτσι να αποκλείσει το ενδεχόμενο οι επίδοξοι πραξικοπηματίες να είχαν ή να νόμιζαν ότι θα είχαν «πράσινο φως» και σε κάθε περίπτωση εκ των υστέρων κάλυψη και αναγνώριση για μια πράξη που αποτελούσε σενάριο της διεθνούς δημοσιογραφίας εδώ και μήνες; Σε κάθε περίπτωση είναι βέβαιο ότι το πραξικόπημα κατά του Ερντογάν έγινε σε μια στιγμή που οι αντιθέσεις του καθεστώτος με τις ΗΠΑ είχαν δυναμώσει και είναι σχεδόν βέβαιο πως οι αμερικανικές υπηρεσίες είχαν άμεση ανάμιξη στην παρότρυνση και στην κάλυψη των δυνάμεων που κινήθηκαν για να ανατρέψουν τον Ερντογάν.
Είναι χαρακτηριστική, με αυτή την έννοια, η αρχική δήλωση του αμερικάνου ΥΠΕΞ Τ. Κέρι που, κατά την επίσκεψή του στη Ρωσία, όπου πληροφορήθηκε το πραξικόπημα, δήλωσε ότι «ελπίζει πως θα υπάρξει ειρήνη, σταθερότητα και πολιτική συνέχεια στην Τουρκία». Χρειάστηκε να περάσουν μερικές κρίσιμες ώρες και να γίνει γνωστή η αποτυχία, για να κάνει νέα δήλωση, επεξεργασμένη με τον πρόεδρο Ομπάμα, που πρόσφερε στήριξη στη «νόμιμη κυβέρνηση» της Τουρκίας.
Δεν είναι τυχαίο ότι δημόσια ο Ερντογάν ενοχοποίησε αυτόν ακριβώς τον θύλακα, των φιλικών προς το ΝΑΤΟ αξιωματικών των ενόπλων δυνάμεων της Τουρκίας, σαν υπεύθυνους του πραξικοπήματος. Αυτούς ξηλώνει ή οδηγεί στη φυλακή. Έφθασε, μάλιστα, στο σημείο να κατονομάσει και συλλάβει τους δύο πιλότους της πολεμικής αεροπορίας που κατευθυνόμενοι από το ΝΑΤΟ «έριξαν» το ρώσικο αεροπλάνο στα σύνορα με τη Συρία, γεγονός που αποτέλεσε αφορμή για τη γνωστή ως προς τις συνέπειες ρήξη, μέχρι πρόσφατα, των σχέσεων Ρωσίας-Τουρκίας. Οπερετικό στοιχείο που πιθανότατα θα έχει και συνέχεια…
Η επόμενη μέρα στην Τουρκία
Η αποτυχία του πραξικοπήματος δεν αποκατέστησε τη σταθερότητα στην Τουρκία. Οι σχέσεις του καθεστώτος Ερντογάν με τη Δύση είναι εξαιρετικά φορτισμένες. Οι Αμερικανοί απειλούν με αναγκαστική έξοδο της Τουρκίας από το ΝΑΤΟ και οι ιθύνοντες της Ευρώπης αποκλείουν το ενδεχόμενο επίσπευσης της ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε. Το βασικό επιχείρημα της Δυτικής συμμαχίας είναι η γρήγορη επιστροφή της χώρας στη δημοκρατική νομιμότητα, λες και υπήρχε ποτέ κάτι τέτοιο, και η αποτροπή του σχεδίου απόκτησης υπερεξουσιών από τον Τούρκο πρόεδρο. Όλοι γνωρίζουν ότι αυτά είναι δευτερεύοντα θέματα. Το κρίσιμο στοιχείο είναι πώς θα σταθεί τελικά η Τουρκία απέναντι στο ΝΑΤΟϊκό σχέδιο διευθέτησης της Μ. Ανατολής και ως πού θα τραβήξει το άνοιγμα προς τη Ρωσία. Όσο αυτή η ισορροπία παραμένει ρευστή τίποτα δεν μπορεί να αποκλεισθεί. Ακόμα και το σχέδιο κατάργησης της θανατικής ποινής, υποκριτικό όριο της ευρωπαϊκής ευαισθησίας, μπορεί να εγκαινιασθεί από εκείνον που το εισηγήθηκε.
Από την πλευρά του, ο Ερντογάν έχει δείξει πως γνωρίζει να εκμεταλλεύεται στο όριο, τα όρια του Δυτικού κόσμου. Γνωρίζει ότι έχει αναβαθμιστεί και έχει ισχυρή υποστήριξη από λαϊκές δυνάμεις στην ίδια του τη χώρα. Σε κάθε περίπτωση η παρουσία του λαϊκού παράγοντα το βράδυ του πραξικοπήματος στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην έκβασή του. Γνωρίζει ο Ερντογάν ότι τη δυνατότητα απεύθυνσης στο λαό τού την έδωσαν τα ιδιωτικά αντιπολιτευόμενα ΜΜΕ (CNN Tourk) και ο όμιλος Ντογάν, γεγονός που έχει τη σημασία του.
Γνωρίζει ακόμα ότι η υποστήριξη που δέχθηκε από τα συστημικά κόμματα του Κοινοβουλίου, ακόμα και από τον ίδιο τον Νταβούτογλου, δεν θα είναι χωρίς ανταλλάγματα. Παράλληλα με αυτούς τους περιορισμούς, δείχνει αποφασισμένος να παίξει πιο ενεργό ρόλο στην ευρύτερη περιοχή, εμφανιζόμενος ως μοναδικός εκλεγμένος ηγέτης ενός ευρύτατου σουνιτικού πληθυσμού -περισσότερο από 1 δισεκατομμύριο άνθρωποι- που βρίσκεται διάσπαρτος στις χώρες της Μ. Ανατολής, διαπιστώνει την υποχώρηση του Χαλιφάτου και είναι αδύνατο να εκφραστεί από τις διεφθαρμένες βασιλείες των καθεστώτων της Σαουδικής Αραβίας του Κατάρ κ.λπ. Τραυματισμένος και απομονωμένος από τη Δύση, ο Ερντογάν βγαίνει «νικητής» από μια συνωμοσία και απευθύνεται προνομιακά σε αυτούς τους κατατρεγμένους πληθυσμούς, αντλώντας έτσι τεράστια δύναμη. Η εξομάλυνση των σχέσεων με το Ισραήλ, οι επαφές με τη Χαμάς και η ενίσχυση της Γάζας αποτελούν πολιτικές ενταγμένες σε αυτό το σχεδιασμό.
Δεν είναι τυχαία η επίθεση όχι μόνο κατά της Δύσης αλλά και κατά του καθεστώτος Σίσι της Αιγύπτου, σε συνέντευξη στο δίκτυο Αλ Τζαζίρα, αμέσως μετά την ολοκλήρωση της συνεδρίασης του Στρατιωτικού Συμβουλίου.
Η φυγή του Ερντογάν είναι φυγή σε μονοπάτια μεγαλύτερης αστάθειας. Οι συνθήκες χάους που έχει επιβάλει η Δυτική συμμαχία στην ανατιναγμένη Μ. Ανατολή δημιουργούν ευνοϊκό έδαφος για την πιο απροσδόκητη εξέλιξη. Η Τουρκία παραμένει ισχυρή περιφερειακή δύναμη και παράλληλα χώρα-προβοκάτορας στην περιοχή. Σήμερα βρίσκεται σε ένα σημείο αλλαγής προσανατολισμού και τείνει να βρεθεί σε κατάσταση ενός αδύναμου στρατηγικά κρίκου. Οι τάσεις αυτές, συνδυασμένες με τα σχέδια των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στην περιοχή, τροφοδοτούν γενικευμένη αστάθεια και περικλείουν σοβαρούς κινδύνους για τους λαούς της περιοχής και την ειρήνη.
Αυτό κρίνεται στη Μ. Ανατολή, για όποιον δεν το έχει καταλάβει ακόμα.
Στην ιστοσελίδα www.koel.gr έχει αναρτηθεί η εκτίμηση της ΚΟΕ για το πραξικόπημα στην Τουρκία και τις αναταράξεις σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή.
Στην ανακοίνωση αυτή, μεταξύ άλλων, υπογραμμίζεται: «Καθοριστικός παράγοντας για τις πρόσφατες αναστατώσεις σε Μέση Ανατολή, Τουρκία, Αιγαίο, Γερμανία, Ιταλία, Γαλλία και Αγγλία, είναι ο πόλεμος στη Συρία και η διαμόρφωση του συσχετισμού δυνάμεων μέσα στο θέατρο των μαχών και των κινήσεων που αναμένονται από την εξέλιξή του. (…) Το αντιερντογανικό πραξικόπημα έγινε σε μια στιγμή που οι αντιθέσεις του καθεστώτος με τις ΗΠΑ είχαν δυναμώσει και είναι σχεδόν βέβαιο πως οι αμερικανικές υπηρεσίες είχαν άμεση ανάμιξη στην παρότρυνση και στην κάλυψη των δυνάμεων που κινήθηκαν για να ανατρέψουν τον Ερντογάν…».