Έχει φανεί εδώ και καιρό, τουλάχιστον μετά τις τελευταίες ευρωεκλογές, το μεγάλο κενό πολιτικής συναίνεσης που υπάρχει στη χώρα. Καταγράφηκε στα χαμηλά ποσοστά των κομμάτων στις εκλογικές μάχες και την μεγάλη αποχή. Καταγράφεται ως ρευστοποίηση του πολιτικού σκηνικού με φυγόκεντρες τάσεις σε όλα τα κόμματα. Και αν η Ν.Δ. μετά από απανωτές νίκες, παρουσιάστηκε ως ικανή να φτιάξει μια ισχυρή κυβέρνηση, σε ένα μονοπολικό σύστημα με ξεδοντιασμένη την αντιπολίτευση, η ίδια η πραγματικότητα δείχνει πως αυτό δεν είναι εφικτό όσο οι απαντήσεις που δίνει στα πραγματικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η κοινωνία είναι απολύτως αντιλαϊκές. Δεν είναι εφικτό να μακροημερεύσουν πολιτικές πλειοψηφίες βασιζόμενες μόνο στα δίκτυα εξουσίας και τη νομή του κρατικού χρήματος, χωρίς να βρεθούν αργά ή γρήγορα αντιμέτωπες με τη φθορά και την κοινωνική δυσαρέσκεια.
Το Μαξίμου και το σύστημα Μητσοτάκη, έχτισε ένα προφίλ ακλόνητου και εν πολλοίς αλαζόνα ηγέτη, με τη στήριξη κέντρων εξουσίας και της πρεσβείας των ΗΠΑ και την αδιαμφισβήτητη κυριαρχία στο κόμμα του. Το τελευταίο διάστημα βλέπουμε να πληθαίνουν τα δείγματα κυβερνητικής αστάθειας και οι κριτικές φωνές εντός και πέριξ της Ν.Δ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι συχνές παρεμβάσεις των δύο πρώην πρωθυπουργών Κ. Καραμανλή και Αντ. Σαμαρά που κατηγορούν την κυβέρνηση τόσο για τις επιλογές της στην εξωτερική πολιτική όσο και για το αλαζονικό προφίλ και τον ελιτισμό απέναντι στην κοινωνία και ειδικά στις αγωνίες του κόσμου της δεξιάς παράταξης. Σε συντονισμό με αυτές και η κοινοβουλευτική δραστηριότητα βουλευτών της Ν.Δ. που με ερωτήσεις τους «ζορίζουν» διάφορους προβεβλημένους υπουργούς (βλ. Χατζηδάκη) για ζητήματα όπως η ακρίβεια, τα κόκκινα δάνεια κ.ά. Οι φυγόκεντρες αυτές τάσεις μπορεί να συγκρατούνται αλλά πλέον δεν μπορούν να κρυφτούν. Αποτελούν αντανάκλαση των πιέσεων που δέχεται η Ν.Δ. από τη βάση της, από όσους απορρίπτονται από τη μοιρασιά, από τη μεσαία τάξη που καλείται παρά τις υποσχέσεις να πληρώσει και πάλι τα σπασμένα, αλλά και ένδειξη της δυσαρέσκειας ενός κομματιού της λεγόμενης «λαϊκής δεξιάς» για μια σειρά χειρισμούς της κυβέρνησης (π.χ. στα εθνικά θέματα). Είναι ζητούμενο αν θα καταφέρει η Ν.Δ. να περιορίσει τις τάσεις αυτές με πιθανό μεγάλο κρας τεστ την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, καθώς η θητεία της Αικ. Σακελαροπούλου λήγει στις 13 Μαρτίου του 2025.
Στην κεντροαριστερά;
Τα δείγματα ρευστοποίησης όμως δείχνει να επεκτείνονται (πιο έντονα μάλιστα) και πέραν της Ν.Δ. με την κεντροαριστερή πτέρυγα του πολιτικού συστήματος να αδυνατεί να απορροφήσει μέρος έστω της φθοράς της κυβέρνησης, με την κοινωνική δυσαρέσκεια να μένει εν πολλοίς άστεγη (βλ. ο «κανένας») και ένα μικρό μέρος της να βρίσκει προσωρινές επιλογές σε κόμματα στα δεξιά της Ν.Δ. Αυτή είναι και η μεγαλύτερη πρόκληση για τα κόμματα της κεντροαριστεράς. Να ανατρέψουν την, εδώ και καιρό, στασιμότητα, που τους καθηλώνει σε ποσοστά της τάξης του 10-15%, μη επιτρέποντας να εμφανιστούν ως δυνάμει κυβερνητική δύναμη, παρά μόνο ως συμπληρωματικός εταίρος.
Στο ΠΑΣΟΚ ο Ν. Ανδρουλάκης εξασφάλισε την επανεκλογή του, επικρατώντας σχετικά άνετα του Χ. Δούκα στον δεύτερο γύρο των εσωκομματικών εκλογών. Τώρα έχει μπροστά του την πρόκληση να διαχειριστεί τους εσωκομματικούς του αντιπάλους, κρατώντας ισορροπίες μεταξύ διαφορετικών σχεδίων και φιλοδοξιών. Ο Χ. Δούκας επιστρέφει στα καθήκοντά του στον Δήμο Αθηναίων όμως είναι βέβαιο πως θα παραμείνει ενεργός στα σενάρια ανασύνθεσης της κεντροαριστεράς. Ο Π. Γερουλάνος αναδεικνύεται σε ρυθμιστή και ενωτικό πόλο για την επόμενη μέρα ενώ και η απούσα για χρόνια (γεφυροποιός με τη δεξιά του Μητσοτάκη) Α. Διαμαντοπούλου επιστρέφει διεκδικώντας ρόλο και μερίδιο του κόμματος. Ο δρόμος σίγουρα είναι ανηφορικός και η αισιοδοξία από τη μικρή δημοκοπική άνοδο λόγω του επαναπατρισμού ψηφοφόρων από τον ΣΥΡΙΖΑ είναι πολύ πιθανό να δώσει σύντομα τη θέση της στη γκρίνια και τη φαγωμάρα, αν δεν συνοδευτεί από επαναπροσέγγιση και άλλων ακροατηρίων που συνεχίζουν να βλέπουν προς ώρας με δυσπιστία το φθαρμένο από τις μνημονιακές ευθύνες αλλά και την προγραμματική ένδεια ΠΑΣΟΚ.
Στον άλλο πόλο της κεντροαριστεράς, στον αστερισμό του ΣΥΡΙΖΑ, συνεχίζονται οι αποσυνθετικές τάσεις που απελευθερώθηκαν ένα χρόνο πριν με την απόσυρση Τσίπρα από την ηγεσία του κόμματος. Η «τσιπρική φρουρά» κρατά προς ώρας τα κλειδιά του κόμματος, μέσα από την «πλειοψηφία» που διαθέτει στην Κ.Ε. και θέλει να ελέγξει την πορεία προς το συνέδριο του κόμματος και την εκλογή νέου προέδρου, αποκλείοντας τον Στέφανο Κασελάκη, με διάφορες αφορμές και διαδικασίες στα όρια της καταστατικής «νομιμότητας». Από την άλλη ο Στ. Κασσελάκης δηλώνει παρών, προαναγγέλλοντας μια «πορεία προς τον λαό» με σκοπό να επανέλθει στο κόμμα με τη στήριξη της βάσης. Μια μάχη της παλιάς φρουράς με τον κύκλο του Κασσελάκη για τις καρέκλες και τον έλεγχο του brand name ΣΥΡΙΖΑ, με το βλέμμα στραμμένο σε πιθανές μελλοντικές ανασυνθετικές διεργασίες στην κεντροαριστερά και το πολιτικό σύστημα γενικότερα. Μια σύγκρουση που μεταφέρεται από την κορυφή στην βάση του κόμματος, στις οργανώσεις μελών και στις χυδαιότητες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Η απουσία πολιτικών θέσεων, η διάρρηξη των όποιων δεσμών με την κοινωνία, λίγο μοιάζει να απασχολούν έναν πολιτικό χώρο που μοιάζει ακατόρθωτο να βγει από το αδιέξοδο σπιράλ που έχει μπει, όχι το τελευταίο χρόνο, αλλά ήδη από τα χρόνια της μνημονιακής του μετάλλαξης