του Ζαν Κλωντ Μισεά
Θα είχε ενδιαφέρον να μελετήσει κανείς τους μετασχηματισμούς που είναι ικανοί να επηρεάσουν σε βάθος τις μορφές της κοινωνικότητας –και του «πνεύματος του δώρου» που τις υποστηρίζουν– στην πολύ ιδιαίτερη περίπτωση των σύγχρονων κυρίαρχων τάξεων. Εδώ, πράγματι, η υποκρισία, ο κυνισμός ή, στον αντίποδα, η ένοχη συνείδηση και το ψεύδος στον ίδιο τον εαυτό αποτελούν μάλλον δομικά στοιχεία: πράγματι, αυτές οι τάξεις είναι υποχρεωμένες, σε μόνιμη βάση, να αναπαράγουν και να αναπτύσσουν τον προνομιούχο τρόπο ζωής τους (που εξ ορισμού δεν μπορεί να γενικευθεί χωρίς αντιθέσεις, για υλικούς λόγους, αν μη τι άλλο), και αυτό μέσα στα πλαίσια ενός φαντασιακού που οικοδομείται –εν αντιθέσει με εκείνο των προγενέστερων ελίτ– πάνω στην άρνηση των ανισοτήτων που στηρίζουν αυτά τα προνόμια. Αναμφίβολα, ένα τέτοιο σύστημα εξηγεί, μεταξύ άλλων, τον παράδοξο ρόλο που παίζει, για την αποενοχοποιημένη συνείδηση των σύγχρονων προνομιούχων τάξεων, η φιλανθρωπική συμπάθεια για τον «αποκλεισμένο», είτε αυτός είναι άστεγος, είτε «χωρίς χαρτιά», είτε «νέος των προαστίων», είτε οτιδήποτε άλλο. Διότι ο αποκλεισμένος, εάν του παραχωρήσουμε το μονοπώλιο της θεμιτής δυστυχίας, παρουσιάζει ένα διπλό πλεονέκτημα: πρώτον, διότι έτσι εντάσσεται σε μια, εξ ορισμού, μειοψηφική κατηγορία (γεγονός που περιορίζει αμέσως το πεδίο της αδικίας και, ως εκ τούτου, και εκείνο της ένοχης συνείδησης) και δεύτερον, και σπουδαιότερο, διότι η ύπαρξή του και μόνο επιτρέπει να μετακινηθεί, αυτομάτως, προς την πλευρά των πλουσίων και των προνομιούχων, το σύνολο των κανονικών εργαζόμενων που περιλαμβάνονται μέσα στο σύστημα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.
Τέτοιες μελέτες θα οδηγούσαν πιθανώς στην αποκάλυψη του τρόπου με τον οποίο η παλιά κοινωνικότητα τείνει, στην καθημερινότητα των νέων κυρίαρχων τάξεων, να υποβαθμίζεται αναπόφευκτα σε απλή κοινωνική κωμωδία (στο πρότυπο των σχέσεων γειτονίας στα αριστοκρατικά προάστια των Ηνωμένων Πολιτειών)˙ θα έκαναν επίσης φανερούς και τους λόγους για τους οποίους αυτές οι τάξεις καταλήγουν να προτιμούν, απέναντι στις παραδοσιακές δομές που στηρίζονται στη λογική της δωρεάς, μια οργάνωση σε δίκτυα, η σκοπιμότητα των οποίων είναι καθαρά εργαλειακή (διαπραγματευόμενες υποστηρίξεις για μια επαγγελματική καριέρα στην πολιτική ή στα ΜΜΕ, πρόσβαση σε «απόρρητες πληροφορίες» –σωστές γνωριμίες, καλές διευθύνσεις κ.λπ.–, διευκολύνσεις για να εξασφαλίζονται διάφορα δικαιώματα προνομιακής πρόσβασης, χωρίς τα οποία δεν υπάρχει ελίτ άξια του ονόματός της).
Από το βιβλίο «Το αδιέξοδο Άνταμ Σμιθ. Οι εκλεκτικές συγγένειες αριστεράς και φιλελευθερισμού» που κυκλοφόρησε στα ελληνικά το 2007 από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις σε μετάφραση Χριστίνας Σταματοπούλου.