Υπέρ ποιων λειτουργεί, τελικά, η διαρκής παράταση των διαπραγματεύσεων

 

Είναι γνωστή η ρήση του ξεχασμένου Μπερνστάιν, «Το κίνημα είναι το παν, ο τελικός σκοπός τίποτα», που όριζε στους κόλπους του τότε εργατικού κινήματος μια πολιτική χωρίς στρατηγικές δεσμεύσεις. Παραφράζοντάς την, μπορούμε να διαβάσουμε τη διαρκή παράταση προθεσμιών σε ένα έργο «διαπραγμάτευσης» ως σύγχρονη εφαρμογή μιας παμπάλαιας ιδέας…

Από τη «δίμηνη παράταση του προγράμματος» περάσαμε στη «συμφωνία γέφυρα» που ισχύει μέχρι το τέλος του Απριλίου. Τώρα πιθανά να περάσουμε σε μια «ενδιάμεση συμφωνία» μέχρι τα τέλη Ιουνίου, οπότε και θα έχουμε τη «μεγάλη διαπραγμάτευση», και βλέπουμε…

Είναι προφανές πως στην πρόσφατη συνάντηση Μέρκελ-Τσίπρα, οι δύο πλευρές, παρά την αντίθεσή τους, έχουν ένα κοινό δεδομένο. Ότι είναι κρίσιμη και απαραίτητη η χρηματοδότηση γιατί φτάνουμε στο όριο εξάντλησης των αποθεματικών. Άρα η ελληνική πλευρά επείγεται για συμφωνία, ενώ η Μέρκελ δεν επιθυμεί ένα Grexit και δήλωσε ότι πρέπει να γίνει ό,τι είναι αναγκαίο για να μην ξεμείνει η Ελλάδα από ρευστότητα.

Επαναβεβαίωσαν έτσι, κατά κάποιο τρόπο, όσα είχαν συμφωνηθεί πριν από ένα περίπου μήνα κατά τη συνάντησή τους στο Βερολίνο. Μεσολάβησε, όμως, χρόνος που δεν «κερδήθηκε», αλλά αντίθετα οδήγησε σε μεγάλη απίσχναση της ελληνικής πλευράς και άρα σε εξασθένιση των διαπραγματευτικών δυνατοτήτων και προχωρημένο σιγά-σιγά ξεθώριασμα των «κόκκινων γραμμών».

Το διάστημα μιας «ενδιάμεσης συμφωνίας», μέχρι τα τέλη Ιούνη, δεν είναι μεγάλο. Αλλά και σ’ αυτό, η «διαπραγμάτευση» θα συνεχίζεται ώστε να σαρωθούν όλα τα κατάλοιπα μιας αντιμνημονιακής βούλησης και στάσης σε μια μεγάλη συμφωνία-πακέτο που φαίνεται ότι θα ακολουθήσει. Αλλά και να πιεστεί η ελληνική πλευρά σε γενναίες παραχωρήσεις ακόμα και στο πολιτικό επίπεδο, με πολιτικές εξελίξεις και πιθανές αλλαγές στη σύνθεση της κυβέρνησης.

Με δυο λόγια, οι «δανειστές» δεν παραιτούνται από τη στρατηγική τους επιδίωξη, την ίδια στιγμή που έχουν απομακρύνει σε μεγάλο βαθμό την αντίπαλη πλευρά από τους διακηρυγμένους στόχους της, προς μια διαχείριση του υπάρχοντος, υπό διαρκή πίεση, με σκοπό την πλήρη ευθυγράμμιση. Η κατάσταση δεν μπορεί να αναστραφεί, αν η ελληνική πλευρά δεν λάβει τα μέτρα της και δεν προετοιμαστεί για μια άλλη πορεία. Προς το παρόν, όλα δείχνουν ότι μια πιθανή «ενδιάμεση συμφωνία», όπως και η συμφωνία της 20ής Φλεβάρη, θα υποδηλώνει πως δεν υιοθετείται μια γραμμή εναλλακτικής πορείας διεξόδου, αλλά ο εγκλωβισμός στο μνημονιακό δανειακό πεδίο.

Με τον τρόπο αυτό, «είμαστε σε κίνηση» κατά Μπερνστάιν, αλλά απομακρυνόμαστε από τον στρατηγικό στόχο, ενώ μια διαφορετική πορεία μετατρέπεται σε φαντασίωση στο βαθμό που, σε διάφορους τομείς και με μια σειρά πρακτικές, αναπαράγεται η υπάρχουσα κατάσταση. Η Αριστερά «κυβερνά» μεν, αλλά ολοένα πιο συστημικά, πιο αφοπλισμένη απέναντι στους αντιπάλους, και απλώς είναι ευχαριστημένη γιατί βρίσκεται «σε κίνηση». Αν, όμως, το ζήτημα εξακολουθεί να είναι η έξοδος από τον φαύλο κύκλο της μνημονιακής-δανειακής επιτήρησης, θα χρειάζονταν σαφή βήματα προς μια διαφορετική κατεύθυνση. Αν υπάρχει η βούληση, τότε μπορεί να βρεθεί και ο δρόμος. Αν κυριαρχούν οι αυταπάτες ή λείπει η βούληση και το κουράγιο, τότε τα πράγματα είναι από αδιέξοδα έως πάρα πολύ δύσκολα.

Ώρες-ώρες, όμως, η συμπεριφορά ορισμένων κυβερνητικών παραγόντων δείχνει έλλειψη συναίσθησης για το συνολικό ζήτημα. Σαν να νομίζουν ότι ο χρόνος ξανοίγεται στους σχεδιασμούς τους και ότι το δικό τους αντικείμενο είναι το κέντρο του κόσμου. Η προσωπική στόχευση αναγορεύεται συχνά σε κεντρικό πεδίο και η έλλειψη συντονισμού πρυτανεύει, θυμίζοντας πολλές φορές Βαβέλ. Και όλα αυτά, ενώ η χώρα και η κοινωνία βρίσκονται σε κρίσιμη κατάσταση και ο κόσμος των μεγα-τοκογλύφων είναι έτοιμος να κατασπαράξει ό,τι μπορεί, κυνικά και χωρίς αναστολές.

 

Γεωπολιτικοί πειραματισμοί…

Ταυτόχρονα, η χώρα βρίσκεται σε σημείο που συγκεντρώνει και γεωπολιτικές διαστάσεις και επομένως, αργά ή γρήγορα, οι πιέσεις και η αντιμετώπισή τους θα έμπαιναν στο κέντρο επιλογών και μεθοδεύσεων. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς διπλωμάτης για να καταλάβει ότι οι σχέσεις ανάμεσα σε ΗΠΑ και Γερμανία ή Δύση και Ρωσία, ο ανταγωνισμός στο ενεργειακό πεδίο, οι σχέσεις με την Τουρκία, αλλά και η μεσανατολική κρίση και οι πόλεμοι, θα καθορίσουν σημαντικά τις επιλογές και στη χώρα μας.

Όταν, λοιπόν, βαραίνουν όλα αυτά, μια ενεργητική πολυδιάστατη πολιτική πρέπει να βασίζεται σε στρατηγικές επιδιώξεις, προσεκτικά βήματα, τακτικές και δοκιμασίες και όχι πρόχειρες κινήσεις αντιπερισπασμού. Ώστε να αποφεύγονται παγίδες και τρικλοποδιές και κυρίως, οι κεντρικές στοχεύσεις να υπηρετούνται με συνεκτικό τρόπο, αντί να υπονομεύονται.

Για παράδειγμα, ένα άνοιγμα προς τη Ρωσία δεν μπορεί να γίνεται με πρόχειρο τρόπο ή να μοιάζει ότι υπονομεύεται από κινήσεις μελών της ίδιας της κυβέρνησης προς την αμερικανική πλευρά για το ίδιο πεδίο, το ενεργειακό. Δεν αντιμετωπίζεται έτσι η ρώσικη καχυποψία για την ελληνική πολιτική, και μάλλον μπαίνουν εμπόδια στα ανοίγματα της Αθήνας προς τη Μόσχα που μονίμως βρίσκονται στο στόχαστρο της αμερικάνικης πλευράς.

Η σκλήρυνση της αμερικανικής πολιτικής απέναντι στην Ελλάδα δεν οφείλεται φυσικά στην υπόθεση Σάββα Ξηρού και το σχετικό νομοσχέδιο. Η πραγματική αιτία είναι το διαφαινόμενο άνοιγμα προς τη Ρωσία σε εποχές που σκληραίνει η αντιπαράθεσή της με τη Δύση. Έτσι, ο «φίλος Ομπάμα» δείχνει να ρίχνει το βάρος προς μια εύρυθμη πορεία της Ε.Ε., χωρίς μεγάλους κλυδωνισμούς στον κρίκο Ελλάδα, με αδιατάρακτο τον ευρωατλαντικό προσανατολισμό και μάλιστα επικεντρωμένο σε αντιρωσική κατεύθυνση.

Όταν ενδιαφέρεται κανείς για μια σύμπραξη που αφορά την κατασκευή ενός αγωγού, δεν πανηγυρίζει πριν ακόμα πέσουν υπογραφές για προκαταρκτικές συμφωνίες προθέσεων και διερευνήσεων όρων, ότι θα προκαταβληθούν τα κέρδη μερικών χρόνων πριν καν γίνει το έργο! Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός για να αντιληφθεί ότι μια τέτοια στάση δεν είναι σοβαρή.

Συμπερασματικά, το παν δεν είναι η «κίνηση», χωρίς πυξίδα και μάλιστα με απόκλιση από το στόχο μιας άλλης Ελλάδας, απαλλαγμένης από την επιβολή του δανειακού καθεστώτος. Αυτό προϋποθέτει επιλογές και ρήξεις, προετοιμασία και φρόνημα, όχι γενική παράταση της «κίνησης» μέχρι εξαντλήσεως και τελικά άλωσης από τις κατεστημένες δυνάμεις.

Είναι δυνατές τέτοιες επιλογές χωρίς την ενεργοποίηση του λαϊκού παράγοντα; Αλλά αυτός μπαίνει σε κίνηση όταν υπάρχουν στόχοι, ιδέες, οράματα. Η Αριστερά δεν υπάρχει απλώς για να κυβερνά. Μια τέτοια παραδοχή, η πραγμάτωση, δηλαδή, μέσα από τον κυβερνητισμό, θα ήταν μια ιδιόμορφη εκδοχή του «τέλους της Ιστορίας».

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!