Το νέο βιβλίο του Γιώργου Αναστασιάδη διαδράμει στις πολιτικές δολοφονίες και εκτελέσεις στη Θεσσαλονίκη.
Το παλίμψηστο είναι μια πλάκα που κατα στην αρχαιότητα έγραφαν επάνω της τα κείμενα, την ξαναψήναν και ξαναγράφαν κοκ. Με τον εύστοχο τίτλο Το παλίμψηστο του αίματος ο εξαίρετος πανεπιστημιακός καθηγητής της Ιστορίας Γιώργος Αναστασιάδης περιγράφει τα συνεχή σβήνε-γράψε των πολιτικών δολοφονιών στη Θεσσαλονίκη, κατά τον προηγούμενο αιώνα. Ο ιστορικός μελετητής κάνει μια διαδρομή σε γεγονότα και σε τόπους στους οποίους δεν πληγώθηκε μόνον ένας αριθμός ατόμων, δεν πληγώθηκε μόνον το πολιτικό σύστημα, αλλά η ίδια η συμπρωτεύουσα. Οι σφαίρες των εκτελέσεων κατα κύριο λόγο βρήκαν το στόχο τους πίσω από το Γεντικουλέ ή στο στρατόπεδο Παύλου Μελά. Οι σφαίρες των δολοφονιών συνάντησαν τα θύματά τους στη Βενιζέλου, στην περιοχή της Αγίας Σοφίας, στην πλατεία Αριστοτέλους, πλάι στο Στρατιωτικό Θέατρο, στην πλατεία Ελευθερίας, στην οδό Συγγρού, μια πόλη γεμάτη αίμα…
Ο Γιώργος Αναστασιάδης επιλέγει τη μέθοδο της συρραφής στοιχείων όπως αυτά προκύπτουν από βιβλία και εφημερίδες, προσπαθώντας έτσι να κρατηθεί ο ίδιος σε απόσταση από το αιματοβαμμένο χρονικό. Το βιβλίο, καθώς ρέει με αναγνωστική ευκολία χαρτογραφεί μια Θεσσαλονίκη σε μεγάλο βαθμό άγνωστη, πέρα από τα γνωστά περιστατικά του Λαμπράκη, του Τούση, του Χαλκίδη, του Ζέβγου ή του Παγκρατίδη. Μαζί με όλα αυτά μοιάζει να διερωτάται συγχρόνως για τον τρόπο με τον οποίο γράφεται η Ιστορία πάνω από το αίμα όταν αυτό ακόμη αχνίζει. Όταν, με άλλα λόγια, πρέπει το γεγονός να εξαντλήσει την αντικειμενική του αντιμετώπιση, τη στιγμή που τα αίτια που το γέννησαν διαπερνούν σαν ρίγος την τρέχουσα πολιτική ζωή στις αρτηρίες του τόπου. Είναι γι’αυτό που ο Γιώργος Αναστασιάδης αποφεύγει την εγχείρηση και προτιμάει την αξονική τομογραφία των γραπτών καταθέσεων. Ίσως να μην πρόκειται καν για Ιστορία, μα για ιστορίες που σηζητιούνται ακόμη σε καφενεία, σαλόνια και τηλεοπτικούς δέκτες. Γιατί η δολοφονία του Λαμπράκη και η εκτέλεση του Παγκρατίδη μοιάζουν περιστατικά ολότελα ζέοντα, όλοτελα ενεργά στο παρόν. Συνειδητά ο ιστορικός ερευνητής αποφεύγει τις «καυτές» λεπτομέρειες και τους πολιτικούς χρωματισμούς, μετατρέποντάς τα έτσι σε δυνητικές μελέτες ανατομίας πάνω σ’ένα σπαρταριστό σώμα. Είναι τότε που το σχεδόν παρελθοντικό παρόν αποκτά τη δύναμη της ιστορίας, μια δύναμη πολύ πιο υπολογίσιμη από αυτήν του πολιτικού ή του ατεκμηρίωτου κουτσομπολιού.
Ο Γιώργος Αναστασιάδης επιλέγει τη μέθοδο της συρραφής στοιχείων όπως αυτά προκύπτουν από βιβλία και εφημερίδες, προσπαθώντας έτσι να κρατηθεί ο ίδιος σε απόσταση από το αιματοβαμμένο χρονικό. Το βιβλίο, καθώς ρέει με αναγνωστική ευκολία χαρτογραφεί μια Θεσσαλονίκη σε μεγάλο βαθμό άγνωστη, πέρα από τα γνωστά περιστατικά του Λαμπράκη, του Τούση, του Χαλκίδη, του Ζέβγου ή του Παγκρατίδη. Μαζί με όλα αυτά μοιάζει να διερωτάται συγχρόνως για τον τρόπο με τον οποίο γράφεται η Ιστορία πάνω από το αίμα όταν αυτό ακόμη αχνίζει. Όταν, με άλλα λόγια, πρέπει το γεγονός να εξαντλήσει την αντικειμενική του αντιμετώπιση, τη στιγμή που τα αίτια που το γέννησαν διαπερνούν σαν ρίγος την τρέχουσα πολιτική ζωή στις αρτηρίες του τόπου. Είναι γι’αυτό που ο Γιώργος Αναστασιάδης αποφεύγει την εγχείρηση και προτιμάει την αξονική τομογραφία των γραπτών καταθέσεων. Ίσως να μην πρόκειται καν για Ιστορία, μα για ιστορίες που σηζητιούνται ακόμη σε καφενεία, σαλόνια και τηλεοπτικούς δέκτες. Γιατί η δολοφονία του Λαμπράκη και η εκτέλεση του Παγκρατίδη μοιάζουν περιστατικά ολότελα ζέοντα, όλοτελα ενεργά στο παρόν. Συνειδητά ο ιστορικός ερευνητής αποφεύγει τις «καυτές» λεπτομέρειες και τους πολιτικούς χρωματισμούς, μετατρέποντάς τα έτσι σε δυνητικές μελέτες ανατομίας πάνω σ’ένα σπαρταριστό σώμα. Είναι τότε που το σχεδόν παρελθοντικό παρόν αποκτά τη δύναμη της ιστορίας, μια δύναμη πολύ πιο υπολογίσιμη από αυτήν του πολιτικού ή του ατεκμηρίωτου κουτσομπολιού.
Σχόλια