Αγγίζοντας μέσα από μια μεταφορική κινηματογραφική γλώσσα το ζήτημα της ισραηλινής κατοχής, στην ανθρωποκεντρική του διάσταση, ο Παλαιστίνιος σκηνοθέτης Ελία Σουλεϊμάν, που γεννήθηκε στη Ναζαρέτ το 1960 και διαμένει στο Παρίσι, κατάφερε να ξεπεράσει τη συνειδητή αδιαφορία της Δύσης για την εβδομηνταδυάχρονη ισραηλινή κατοχή, που περνάει στα «ψιλά» των ρεπορτάζ. Με όπλο το χιούμορ, απομακρύνθηκε από το ρεαλισμό, ξεπερνώντας την πίκρα της αδικίας για μια παρατεταμένη εμπόλεμη πραγματικότητα, ανοίγοντας το δρόμο σε πολλές ρεαλιστικές ταινίες που μίλησαν για την ισραηλινή κατοχή. Το μη ρεαλιστικό σινεμά που επέλεξε ευνοεί την αναπαραστατική αποστασιοποίηση μπρεχτικού τύπου, μακριά από συναισθηματισμούς, εστιάζοντας στην πολιτική διάσταση, μέσα από στατικά και μετωπικά κυρίως πλάνα, υπογραμμίζοντας κάθε κίνηση στο κάδρο, που διευρύνεται εννοιολογικά από ήχους εκτός πεδίου. Η αφηγηματική αυτή στατικότητα των χιουμοριστικών στιγμιότυπων παραπέμπει στην αυτοτελή εικονική αφήγηση της γελοιογραφίας, που υπογραμμίζεται από τη συχνή χρήση επιλεγμένων νοσταλγικών αραβικών τραγουδιών εποχής, ζωντανεύοντας αναμνήσεις σε στατικές κινηματογραφημένες καταστάσεις. Το σινεμά αποκτά λυτρωτική διάσταση, με τη σεναριακή αφήγηση να συνδυάζει πολιτικά και ιστορικά στοιχεία που αναδεικνύουν το Παλαιστινιακό ζήτημα, με προσωπικές λεπτομέρειες του δημιουργού.
Αυτοπροσδιοριζόμενος ως «Πολίτης του Κόσμου», ο Σουλεϊμάν στη νέα του ταινία «Ο Παράδεισος έπεσε στη γη» (2019), όπου πρωταγωνιστεί ο ίδιος, ερμηνεύοντας τον εαυτό του, αναζητά στοιχεία της χριστιανοορθόδοξης παλαιστινιακής του ταυτότητας, μέσα από ανεκδοτολογικά επεισόδια, που ανακαλούν την παράδοση των ηθικών διδαγμάτων του Ναστρεντίν Χότζα και διαδραματίζονται σε Ναζαρέτ, Παρίσι και Νέα Υόρκη, παραπέμποντας και στην ταινία «Μια νύχτα στον κόσμο» (1991/Τζιμ Τζάρμους). Επηρεασμένος από το βουβό σινεμά, διατηρεί σε όλες τις ταινίες του μια στατική περσόνα, με αγέλαστο προσωπείο, θυμίζοντας τον Μπάστερ Κίτον, ενώ η κωμική προσέγγιση γεγονότων που αποκαλύπτονται σταδιακά διαθέτει την ψυχραιμία της παντομίμας ενός Ζακ Τατί. Αστείος και αμίλητος, ο πρωταγωνιστής-σκηνοθέτης παρακολουθεί από απόσταση τραγελαφικές καταστάσεις, φορώντας ψάθινο καπέλο, ενώ καπνίζει αδιάκοπα. Ενοχλημένος από την άξεστη και αναίσθητη συμπεριφορά των γειτόνων του, που αναπτύσσεται σε διάφορα στιγμιότυπα, ο πρωταγωνιστής αποφασίζει να ταξιδέψει στο Παρίσι και μετά στη Νέα Υόρκη, αναζητώντας παραγωγό για την καινούργια ταινία του, με θέμα… την ειρήνη στην κατεχόμενη Παλαιστίνη, όπως αποκαλύπτει ο Μεξικανός ηθοποιός Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ, που ερμηνεύει τον εαυτό του, σε μια ολιγόλεπτη εμφάνιση στην ταινία, προσπαθώντας να βοηθήσει τον σκηνοθέτη να βρει παραγωγό.
Υιοθετώντας κινηματογραφική γλώσσα που εδράζει στο μεταφορικό σινεμά, εντείνει μετωπικότητα και συμμετρία στα στατικά πλάνα. Σε διπλανά μπαλκόνια, δυο γείτονες με γυρισμένη πλάτη πίνουν ταυτόχρονα, με συμμετρικές κινήσεις, ανταλλάσσοντας βρισιές. Μέσα από κωμικά επεισόδια, που ο πρωταγωνιστής παρατηρεί από απόσταση, διαδραματίζονται χαρακτηριστικά στιγμιότυπα για τις στερεοτυπικές νοοτροπίες των συμπατριωτών του. Δυο αδέρφια παραπονιούνται απειλητικά στον εστιάτορα, επειδή η σάλτσα δεν άρεσε στην αδερφή τους, δείγμα υπέρμετρης αρρενωπότητας του Άραβα-προστάτη, με το κωμικό στοιχείο να αναδεικνύεται από την επανάληψη συμμετρικών ταυτόχρονων χειρονομιών και κινήσεων, σαν χορογραφία, καθώς και στη σκηνή καταδίωξης ενός κλέφτη λουλουδιών από τριάδα Παριζιάνων αστυνομικών, πότε πάνω σε υπερσύγχρονες αυτοκινούμενες ρόδες, πότε με πατίνια. Κατά το σχολαστικό έλεγχο αστυνομικών του εξωτερικού χώρου μιας καφετέριας, ο σαρκασμός αναδύεται κυρίως μέσα από τη μουσική ενός πλανόδιου μουσικού, που παίζει φάλτσα σε σαξόφωνο τη μελωδία του «Besame mucho», ανακαλώντας το σινεμά του Καουρισμάκι. Σαρκασμός και ειρωνεία υπογραμμίζονται μέσα από τη μουσική και στη σκηνή, όπου ο πρωταγωνιστής απολαμβάνει τον καφέ του σε παριζιάνικη καφετέρια, παρατηρώντας τις όμορφες υπάρξεις τριγύρω, σε αργή κίνηση, υπό τους ήχους του διασκευασμένου «I put a spell on you», από την Νίνα Σιμόν (1965), σε αντίστοιχη σαρκαστική διάθεση με την αραβική εκδοχή του ίδιου τραγουδιού από τη Νατάσα Άτλας, που είχε χρησιμοποιήσει ο Σουλεϊμάν και στη «Θεϊκή Παρέμβαση» (2002).
Στη νέα του ταινία, ο πρωταγωνιστής-σκηνοθέτης συνειδητοποιεί απογοητευμένος πως δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στη στρατοκρατούμενη Ναζαρέτ και στις στρατιωτικές παρελάσεις της 14ης Ιούλη στο Παρίσι, όπου κυκλοφορούν άρματά μάχης και έφιπποι στρατιώτες με στολές αλλοτινών εποχών, ενώ ξοπίσω τους ακολουθεί ειδικό όχημα που μαζεύει τις ακαθαρσίες των αλόγων! Αλλά και στη Νέα Υόρκη, η χιουμοριστική σκηνή, όπου όλοι ψωνίζουν στο σούπερ μάρκετ, με το όπλο στον ώμο, αιχμηρό σχόλιο για την αμερικάνικη οπλοκατοχή, στα χνάρια του σουρεαλιστικού σινεμά του Ρόι Άντερσον.
Ο ευφάνταστος τίτλος στην ταμπέλα παριζιάνικου βιβλιοχαρτοπωλείου «Η ανθρώπινη κωμωδία» γίνεται το υπαρξιακής νύξης φόντο, όπου ο πρωταγωνιστής συναντά ζευγάρι Κινέζων τουριστών, που αναζητά τον διαχειριστή του airbnb διαμερίσματος, ενώ η απρεπής συμπεριφορά ενός νεαρού που τρέχοντας με πατίνια προλαβαίνει την τελευταία αδειανή καρέκλα στον κήπο του Λουξεμβούργου, στην οποία κατευθυνόταν μια γριούλα, καταδεικνύει εύγλωττα τα ήθη της εποχής.
Μεταξύ Ανατολής και Δύσης, ο Σουλεϊμάν αντιπαραθέτει σαρκαστικά ομοιότητες και αντιθέσεις σε μια ταινία γεμάτη από μεταφορικές εικόνες και αλληγορίες που εκφράζουν δίχως λόγια καταστάσεις, συμπεριφορές και συναισθήματα. Την Παλαιστίνη προσωποποιεί μια σγουρομάλλα λυγερή μελαχρινή, με παραδοσιακή μαύρη φορεσιά και λευκό μαντήλι, που κουβαλάει διαδοχικά στο κεφάλι της δυο μεγάλα μπακιρένια δοχεία με νερό, αφήνοντας το ένα για να προχωρήσει και να γυρίσει να παραλάβει το άλλο. Αυτή η εξαιρετική κιαροσταμικής ευαισθησίας σκηνή στους ελαιώνες κινηματογραφείται με την κάμερα χαμηλά, σε διαδοχικά τράβελινγκ, όπου η Παλαιστίνια αποκαλύπτεται αρχικά μέσα από τα ρυθμικά βήματά της, που συνοδεύονται από το κουδούνισμα των βραχιολιών στα πόδια της, θυμίζοντας εθνογραφικές σκηνές στο σινεμά του Παρατζάνοφ, εκφράζοντας ταυτόχρονα και τη βραδεία εξέλιξη των καταστάσεων, σε ρυθμό «ένα βήμα μπρος, δυο βήματα πίσω».
Η επανάληψη σκηνών, όπου σε απόλυτο συμμετρικό μετωπικό πλάνο ο σκηνοθέτης διασχίζει το σαλόνι του για να ποτίσει με ολοκόκκινη κανάτα τη λεμονιά που διατηρεί σε γλάστρα, δημιουργεί κωμική διάσταση, καταλήγοντας στη μεταφορική σκηνή, όπου την φυτεύει στον κήπο, για να ριζώσει, εκφράζοντας τον πόθο του Σουλεϊμάν να αποκτήσει ελεύθερη πατρίδα, με υπόσταση κράτους, γιατί κουράστηκε να λέγεται «Παλαιστίνιος της Διασποράς». Ίσως γι’ αυτό, ως άλλος γουντιαλενικός αντι-ήρωας, ο Σουλεϊμάν θέτει σε έναν γηραιό χειρομάντη το κρίσιμο ερώτημα «θα υπάρξει Παλαιστινιακό κράτος;», παίρνοντας την απάντηση «σίγουρα, αλλά εγώ κι εσύ δεν θα ζήσουμε για να το δούμε».
Στο ίδιο μήκος κύματος ακολουθεί και η σκηνή στο Σέντραλ Παρκ της Νέας Υόρκης, όπου αστυνομικοί στη σειρά καταδιώκουν μια κοπέλα με φτερά αγγέλου στην πλάτη και ζωγραφισμένη την παλαιστινιακή σημαία στα γυμνά στήθη της, ανακαλώντας την αλληγορική φιγούρα της υπερ-ηρωίδας στη «Θεϊκή Παρέμβαση».
Είναι χαρακτηριστικό πως τη μοναδική φορά που ο σκηνοθέτης ακούγεται να μιλάει, είναι για να προφέρει τη λέξη της γενέτειρας πόλης του, «Ναζαρέτ», ως απάντηση στην ερώτηση του Νεοϋορκέζου αφροαμερικανού ταξιτζή, από ποια «χώρα» κατάγεται. Ίσως γι’ αυτό στο τέλος, ο Σουλεϊμάν αφιερώνει την ταινία του στην Παλαιστίνη. Αυτή η ταινία-ευχή κλείνει με τον μεσήλικα πλέον σκηνοθέτη, να παρατηρεί περήφανος σε κάποιο μπαρ στη Ναζαρέτ, τους νεαρούς Παλαιστίνιους να ξεφαντώνουν χορεύοντας στο ρυθμό αραβικού μπιτ που εξυμνεί την Παλαιστίνη, αφήνοντας τη σκυτάλη στη νέα γενιά.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή, θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]
INFO:
Το 11ο Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου της Αθήνας (16-26/10/2020), της Ταινιοθήκης της Ελλάδος, διεξάγεται φέτος λόγω της πανδημίας, αποκλειστικά διαδικτυακά και δωρεάν, στη διεύθυνση online.tainiothiki.gr, με συνολικά 151 ταινίες μεγάλου και μικρού μήκους, στο Διαγωνιστικό και στα αξιόλογα αφιερώματα, ανάμεσά τους για τους Οτάρ Ιοσελιάνι, Μπορίς Βιάν, Ντενί Κοτέ, αλλά και στον ελληνικό κινηματογράφο του φανταστικού και στον πρώιμο ανεξάρτητο αφρικανικό κινηματογράφο.