Μάλιστα, σύμφωνα με πληροφορίες του Δρόμου, νέα κλειστή σύσκεψη πραγματοποιήθηκε την προηγούμενη εβδομάδα με τη συμμετοχή επιχειρηματιών και εκπροσώπων ξένης εταιρίας, παρουσία στελεχών του ταμείου αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας και με αντικείμενο αποκλειστικά την πώληση της ΕΥΑΘ.
Στη σύσκεψη όπως μαθαίνουμε εξετάστηκαν αναλυτικά οι ισολογισμοί της εταιρίας, ενώ συζητήθηκε και η τιμολογιακή πολιτική της εταιρίας.
Κέρδη ακόμη και μέσα στην κρίση
Η επιλογή της ΕΥΑΘ και του ΟΛΘ δεν είναι καθόλου τυχαία, ιδιαίτερα αν αναλογιστούμε το συνολικό πακέτο των ιδιωτικοποιήσεων που προωθείται. Πρόκειται για κερδοφόρες επιχειρήσεις με προοπτικές ανάπτυξης και εξασφαλισμένο σε κάθε περίπτωση τζίρο και κύκλο εργασιών.
Χαρακτηριστικό είναι ότι οι εταιρίες που θα αναλάβουν τις τύχες των μέχρι τώρα δημόσιων οργανισμών θα καταφέρουν να αποσβέσουν το ποσό της αγοράς μέσα σε τρία με τέσσερα χρόνια. Μάλιστα, ήδη στην περίπτωση της ΕΥΑΘ, άνθρωποι της Σουέζ έχουν εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη και παρακολουθούν στενά τόσο την οικονομική κίνηση της εταιρίας, αλλά και τις αντιδράσεις των πολιτών ενάντια στην ιδιωτικοποίηση, προετοιμάζοντας επικοινωνιακή αντεπίθεση σε περίπτωση εξαγοράς της εταιρίας.
Αύξηση των κερδών κατά 12,79%
Σύμφωνα λοιπόν με τα τελευταία στοιχεία που δημοσίευσε η εταιρία, αύξηση κερδών κατά 12,79%, παρουσίασε το πρώτο τρίμηνο του 2012, σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό χρονικό διάστημα, η Εταιρία Ύδρευσης και Αποχέτευσης Θεσσαλονίκης, παρά τη μείωση του τζίρου, σε ποσοστό 1,63%.
Όπως ανακοίνωσε η εταιρία, σύμφωνα με τις ενδιάμεσες οικονομικές καταστάσεις για το πρώτο τρίμηνο της τρέχουσας χρήσης, ο τζίρος ανήλθε στο ποσό των 19,2 εκατομμυρίων ευρώ, έναντι 19,5 την αντίστοιχη περσινή περίοδο, σημειώνοντας μείωση 1,63%. Το κόστος των πωλήσεων έπεσε στα 10,4 εκατομμύρια ευρώ, έναντι 10,6 εκατομμυρίων (μείωση 2,24%), ενώ τα προ φόρων κέρδη έφτασαν στο ποσό των 7,88 εκατομμυρίων (από 7,28 που ήταν το πρώτο τρίμηνο του 2011) αυξανόμενα κατά 8,24%. Αντίστοιχα, τα μετά φόρων κέρδη διαμορφώθηκαν στο ποσό των 6,2 εκατομμυρίων ευρώ, έναντι 5,5, σημειώνοντας αύξηση 12,79%.