Τέτοιες μέρες, δύο χρόνια πριν, ο κόσμος της Αριστεράς και των αγώνων έζησε με πίκρα την ισχνή και άνευρη συμμετοχή των εργαζόμενων στην Πρωτομαγιά, παραμονές των εκλογών, οι οποίες όμως έμελλε να ανατρέψουν τις σταθερές του πολιτικού σκηνικού και να απειλήσουν την «κανονικότητα» του ειδικού καθεστώτος των μνημονίων.
Σήμερα, ο λαϊκός κόσμος αναγνωρίζεται σε απόκλιση από μια τριπλή εκλογική μάχη, που όλα συνηγορούν πως θα έπρεπε να εκληφθεί ως απολύτως κρίσιμη. Η κυβέρνηση σκηνοθετεί τα εμφανιζόμενα ως χειροπιαστά στοιχεία των οικονομικών δεικτών, εξασφαλίζοντας ένα μηχανισμό εξαγοράς συνειδήσεων και… ψηφοφόρων. Ο ΣΥΡΙΖΑ εγκλωβίζεται ξανά σε επικίνδυνη εσωστρέφεια και άγονη πόλωση, αντιμέτωπος με ένα αδίστακτο σύστημα.
Το ερώτημα έχει τεθεί και από τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ, στην πρόσφατη συνεδρίαση της Κ.Ε. του κόμματος και επαλήθευσε την «αλήθεια» του λίγες μόνο μέρες αργότερα.
Πώς θα πεισθεί ο κόσμος να ακουμπήσει τις αγωνίες και τους πόθους του στην Αριστερά, για τη μεγάλη και ριζική πολιτική αλλαγή που έχει ανάγκη ο τόπος; Πρώτα από όλους τα στελέχη και ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ αντιλαμβάνονται, άραγε, το βάρος της πρόκλησης; Κι εφόσον, ασφαλώς εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μια απλή μάχη ψηφοθηρίας, αλλά με τη ζωτική υπόθεση της σωτηρίας της χώρας με όρους κοινωνικής ανασύστασης και εθνικής ανασυγκρότησης, είναι αντιληπτό πως δεν αρκούν ρητορικές δηλώσεις προθέσεων. Το «θέλουμε και μπορούμε», σήμερα, μόνο έμπρακτα αποδεικνύεται και πιστοποιείται.
Δυστυχώς πυκνώνουν και επαναλαμβάνονται οι οδυνηρές διαψεύσεις, ακόμη και στα – υποτίθεται – «εύκολα», δηλαδή στη δημόσια εκφορά κρυστάλλινου πολιτικού λόγου στην ναρκοθετημένη επικοινωνιακή αγορά και σε διαδικασίες – υπόδειγμα δημοκρατίας που δεν θα αντανακλούν αρρωστημένο παλαιοκομματισμό και από καθέδρας ελιτισμό.
Για να επιστρέψουμε στην αφετηρία, τον Μάη του 2012 πραγματώθηκε αναμφίβολα ένα άλμα. Όχι χωρίς προϋποθέσεις που αναγνωρίζονται στην προηγηθείσα συμβολή του ΣΥΡΙΖΑ στις λαϊκές αντιστάσεις και στην ολοκληρωτική του αντίθεση στο επιβαλλόμενο Μνημόνιο. Αυτά ήταν, ας πούμε, τα διαβατήρια. Αλλά όταν πειστικά τέθηκε η προοπτική καθολικής σύγκρουσης και ρήξης με το παλιό δικομματικό κατεστημένο και τη διαπλοκή, αποκτώντας ορατά χαρακτηριστικά με την δήλωση ανάληψης ευθύνης για «κυβέρνηση σωτηρίας», μόνο τότε η κοινωνική οργή έχρισε ως κύριο εκφραστή της τον ΣΥΡΙΖΑ.
Σήμερα είναι ξεκάθαρη η πρόθεση Σαμαρά να οξύνει μια διπολική αντιπαράθεση που, όμως, δεν απηχεί όσα θεμελιακά διακυβεύονται., ακριβώς γιατί είναι εξαρχής σκηνοθετημένη με στόχο να πολώσει την καθημαγμένη κοινωνία «εκτός». Είναι αμφίβολο αν από την εκτυλισσόμενη πόλωση θα βγει ωφελημένο το κυβερνητικό κέντρο. Είναι, όμως, όλο και εμφανέστερο, πως όσο το πλαίσιο δεν διαρρηγνύεται , ο ΣΥΡΙΖΑ, θα αδυνατεί να απεμπλακεί από συγκεκριμένα όρια στα οποία σήμερα καθηλώνεται και, το κυριότερο, θα χλομιάζει η ζωτικής σημασίας προοπτική της πολιτικής ανατροπής και της διεξόδου για τη χώρα.
Το μεγάλο ερώτημα εμμένει συνεπώς και προδιαγράφει μία και μόνο αποδεκτή λύση. Την επείγουσα αναβάπτιση του ΣΥΡΙΖΑ στο καθ’ ημέρα της ανέχειας, της απόγνωσης, αλλά και της αναζήτησης ελπίδας που όμως υποχρεωτικά θα εμπεριέχει την κοινωνική πλειοψηφία σε δρόμους πραγματικής δημοκρατίας και ενεργητικής συμμετοχής. Η κομματική αυτοαναφορικότητα και η «υψηλή» πολιτική διακήρυξης γενικών αρχών και αποφθεγμάτων, όπως άλλωστε κι ο συγχρωτισμός με τα μιντιακά ήθη και έθιμα, βρίσκονται σε πλήρη αντιδιαστολή με την ηθική και την ειλικρίνεια της έμπρακτης δέσμευσης εμπιστοσύνης προς το λαό: Θέλουμε και μπορούμε! Όσα υπομείναμε για άλλη μια εβδομάδα, είναι – επιτέλους – προς αποφυγή.