του Γιάννη Χοντζέα
Πολλά γράφονται για τη συμπλήρωση 30 χρόνων από την πτώση του τείχους του Βερολίνου. Πάρα πολλά. Χωρίς όμως να απαντούν σε δύο κομβικά ζητήματα: Τι σχέση έχει ο σημερινός κόσμος με όσα επαγγέλθηκαν και διαφημίστηκαν τότε, και, ποια η αιτία της πτώσης του «υπαρκτού σοσιαλισμού».
Αναδημοσιεύουμε από το βιβλίο του Γιάννη Χοντζέα, «Το “τέλος” του κομμουνισμού», εκδόσεις Α/συνεχεια, Αθήνα 1993, ορισμένες εκτιμήσεις που προσανατολίζουν για την απάντηση των δύο αυτών ζητημάτων.
Κι εδώ είναι το «σταυροδρόμι» ή το «κομβικό» σημείο του ζητήματος. Διαμορφώθηκε από τα μέσα της δεκαετίας του 70 μια «πρωτότυπη», σε σχέση με το παρελθόν, κατάσταση που τις διαδοχικές φάσεις τις έχουμε ζήσει από τότε στις εξωτερικές της εκδηλώσεις.
Τα όσα συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια (ΣτΣ: 1989-1991) συνδέονται μ’ αυτή την κατάσταση που δημιουργήθηκε αυτή την περίοδο. Ένας αμερικάνικος ιμπεριαλισμός σε υποχώρηση (αναδιπλώνεται) και ένας, ο συνδιαχειριστής (ΣτΣ: εννοεί την ΕΣΣΔ) της τότε κατάστασης, επεκτείνεται. Όμως και οι δύο πάσχουν από την ίδια ασθένεια: το λαχάνιασμα στον οικονομικό-παραγωγικό τομέα, με διαφορές όμως ουσίας. Από την αναδίπλωση του πρώτου επωφελήθηκαν σύμμαχοι ιμπεριαλισμοί, ιαπωνικός και γερμανικός σε πρώτη γραμμή. Από το λαχάνιασμα του δεύτερου θα επωφεληθούν όλοι οι παραπάνω και θα «επεκταθούν», με διαφορετικούς ρυθμούς, μέσω της «αναδιάρθρωσης» που θα πραγματοποιήσουν σε πεδία όπως εκείνο του «ανταμώματος» (επικοινωνίες, πληροφορική, νέα υλικά κ.λπ.). Ταυτόχρονα θα αξιοποιήσουν σε μια πρώτη φάση μια υπόθεση που «κανονικά» θα έπρεπε να αξιοποιηθεί κι από την άλλη «συνδιαχειρίστρια» πλευρά: το αποκαλούμενο πετρελαϊκό σοκ. Αντί να βγουν ενισχυμένοι οικονομικά-πολιτικά όλοι αυτοί που βρίσκονται στην τροχιά των «σοσιαλιστικών-προοδευτικών χωρών» θα βγουν ζεματισμένοι κι αυτό τη στιγμή που η αναδιάρθρωση των άλλων ήταν η αρχή ενός φαύλου κύκλου κρίσης-αναδιάρθρωσης-κρίσης. Όλα αυτά από κει και πέρα πήραν ένα δρόμο που όποιος καλόπιστα έβλεπε –γιατί δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς– την εξωτερική πλευρά των πραγμάτων ήταν φυσικό, και είναι φυσικό, να πέφτει από αιφνιδιασμό σε αιφνιδιασμό. Όμως αυτό δεν ισχύει για όσους βρίσκονται όχι στη θέση του απλού προοδευτικού ανθρώπου ή αριστερού, αλλά αποτελούσαν «φορείς». Η τέτοια τροπή των πραγμάτων δεν οφείλεται κύρια στις επιμέρους αδυναμίες, γραφειοκρατίες κ.λπ., αλλά στη διπλή φύση του «υπαρκτού σοσιαλισμού».
Η συμφωνημένη πολιτική αναδιάρθρωση σε Δύση κι Ανατολή περνάει από την αποδιάρθρωση της δεύτερης για να διαμορφωθεί δίχως διπλότητες η παγκόσμια αγορά
Σημαίες, λάβαρα, χρώματα, κεφαλή ενός κινήματος που είχε πάψει να είναι κίνημα. Δηλαδή να «κινείται» με ουσιαστική έννοια. Και η αναγωγή όλων αυτών σε συστήματα κρατών, σε από τα πάνω «συμμαχίες» κ.λπ. και από την άλλη η εκπλήρωση των συνδιαχειριστικών υποχρεώσεων του που του επέβαλαν όχι μονάχα να μην «κινείται» το κίνημα, αλλά να εμποδίζει, να καταδιώκει, να καταπνίγει, να χειρίζεται όσους οπουδήποτε κινούνταν ή αποπειρώνταν να «κινηθούν». Η διπλή φύση αυτή εξυπηρέτησε την κατάσταση στην περίοδο των επαναστατικών θυελλών, εξεγέρσεων κ.λπ. Από τη στιγμή που η «παρέμβαση» στάθηκε αποτελεσματική και έλειψαν όλα αυτά, το περίβλημα θα έσπαζε είτε προς τη μια ή προς την άλλη κατεύθυνση: είκοσι και πάνω χρόνια διπλότητας ήταν παραπάνω από αρκετά. Αυτό που ονομάστηκε «περεστρόικα» ήταν ακριβώς το σπάσιμο του περιβλήματος που ένωνε αυτή τη διπλή φύση…
Κι ακριβώς όλη αυτή η «πρωτοτυπία» της κατάστασης είναι εκείνη που έφερε και φέρνει αδιάκοπα τη σύγχυση, όχι για τους «επώνυμους» –ας το πούμε έτσι– γιατί γι’ αυτούς η «νέα τάξη» για την ώρα είναι ευεργετική και προσοδοφόρα σε διάφορους βαθμούς, αλλά για τη μάζα των απλών, προοδευτικών, αριστερών, κομμουνιστών.
Η συμφωνημένη πολιτική αναδιάρθρωση σε Δύση κι Ανατολή περνάει από την αποδιάρθρωση της δεύτερης για να διαμορφωθεί δίχως διπλότητες αυτή η παγκόσμια αγορά. Και γι’ αυτό οι ίδιες θεωρίες, τα ίδια συνθήματα. Μια παγκόσμια αγορά, σφαιρικοποιημένη, προϋποθέτει μια σφαιρικοποιημένη παγκόσμια «παλινόρθωση». Οτιδήποτε αποσπάστηκε σε όλους τους τομείς μετά το «βιασμό» της ιστορίας του ‘17 και κύρια μετά το κραχ του 1929 και πιο κύρια μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, πρέπει να σαρωθεί… Απ’ όπου η ανάγκη μιας «νέας τάξης» σαν οργάνωση κοινωνική-πολιτική με την ευρεία έννοια.
***
Αφού έχουν έτσι τα πράγματα, αν έχουν έτσι βέβαια, προβάλλει το κύριο ερώτημα, το κύριο πρόβλημα: Αυτό το «Τι να κάνουμε» που πρωτοδιατύπωσε στη δεκαετία του 1860 ο Τσερνιτσέφσκι στο έργο που αναθεματίστηκε όσο δεν έπαιρνε (μέχρι και ο Ντοστογιέφσκι στα περισσότερα βιβλία του το ξεψαχνίζει για να δείξει τις ολέθριες συνέπειες του) και που ξεσήκωσε τη νεολαία της εποχής του σε επανειλημμένες εφόδους που συντρίφτηκαν ή αποπροσανατολίστηκαν αλλά που αποτέλεσε το «ευαγγέλιο», όπως έλεγαν τότε, που ξεπέταξε γενιές επαναστατών. Και που τον χρησιμοποίησε, σκόπιμα, τον ίδιο τίτλο ο Λένιν για το ίδιο πρόβλημα αλλά με άλλους όρους, πάνω από τριάντα χρόνια μετά, αφού προετοιμάζονταν οι όροι για μια άλλη σειρά από εφόδους.
Τώρα, το ερώτημα αυτό απασχολεί άγνωστο αριθμό ανθρώπων σε πλήθος από χώρες. Και το ίδιο ερώτημα είχε απασχολήσει και σε προηγούμενες περιόδους πολλούς, που έδωσαν απαντήσεις στην πράξη, τέτοιες ή αλλιώτικες. Επομένως δεν πρόκειται για «τελετουργικό» μιμητισμό που προβάλλεται εδώ το ερώτημα. Σε κάθε στιγμή-σταυροδρόμι το ίδιο ερώτημα-καθήκον προβάλλει ξανά και ξανά. […]
Η απάντηση έρχεται από το ίδιο το ερώτημα, αν η εκτίμηση της πραγματικότητας, με την έννοια που δόθηκε πριν, είναι η ίδια. Και για να μην υπάρξει παρεξήγηση δεν σημαίνει αυτό παρά μονάχα ταυτότητα αντιλήψεων στα ερωτήματα που διατυπώθηκαν μέχρι τώρα στο κείμενο αυτό. Τι σημαίνει πως η απάντηση έρχεται από το ερώτημα; Εδώ ανοίγονται δύο δυνατότητες ή δρόμοι. Ο πρώτος είναι η συμμόρφωση με τις περιστάσεις, με τα «μηνύματα των καιρών» όπως λένε πολλά αιλουροειδή. Για τους «κάτω», αυτό σημαίνει αποδοχή των «κανόνων του παιχνιδιού», εξαπόλυση σε πόλεμο κατά των πάντων, όχι βέβαια με την πολιτική έννοια, αλλά μ’ αυτήν που υποβάλλει η νέα σκέψη-νέα τάξη. Δηλαδή η αποδοχή του «ονείρου» που αφού χρεωκόπησε στην κοιτίδα του, τις ΗΠΑ, επεκτείνεται η εξαγωγή του με τις απαραίτητες προσαρμογές. Και μαζί μ’ αυτό και «λίγη πολιτική», κατά τον τρόπο που ασκείται με ένταξη ή υποστήριξη ενός από τα «έγκυρα» κόμματα. Η «πισινή» για τα νέα υπό διαμόρφωση σχήματα.
Η «πρωτότυπη» κατάσταση που αναφέρθηκε πριν, δημιουργεί μια άλλη «ξεχασμένη», «πρωτότυπη» δυνατότητα: αυτό που λέγεται, παραμορφώνοντας τα δεδομένα, «άλλος τρόπος άσκησης πολιτικής». Δηλαδή, απέναντι στην κατεστημένη πολιτική, επάνοδος της πολιτικής, δηλαδή της αγωνιστικής στράτευσης. Όχι της πολιτικής για την πολιτική.
Αυτή η αντικειμενική απαίτηση-δυνατότητα θα διευρύνεται όλο και περισσότερο και βέβαια θα πασχίζουν να την εκτρέπουν, δηλαδή να την χειρίζονται, όπως το κάνουν κιόλας με τα νεοφασιστικά, νεοναζιστικά, εθνικιστικά «κινήματα», αλλά και με τις ιερεμιάδες κατά των πολιτικών, των κομμάτων κ.λπ. παντού. Γενικά αυτή η απαίτηση εκφράζεται με εκρήξεις στοιχειακές. Δεν είναι μόνο το Λος Άντζελες, γιατί προηγούμενα είχαμε και «πορείες πεινασμένων» και πολλά άλλα.
Αυτά ήταν παραγωγή μιας φάσης στην πορεία επιβολής νέας τάξης, που πια έχει ξεπεραστεί. Έτσι η διεύρυνση αυτής της απαίτησης ή θα εμφανίσει άλλες δυνάμεις στο προσκήνιο που θα αξιοποιήσουν τη δυνατότητα απαντώντας σ’ αυτή την αντικειμενική απαίτηση ή θα αφεθεί ελεύθερο το πεδίο σε διπλή χειριστική αξιοποίηση προς την επιθυμητή κατεύθυνση της διαιώνισης των διάφορων νεοταξικών φαντασιώσεων.
Στο χαρτί μπορούν να γίνουν πολλά προγράμματα υπερβάσεων, παρεμβάσεων, με γλώσσα κοφτερή και με παράθεση επιτελικών σχεδιασμών και αφθονεί η τέτοια δραστηριότητα. Κι όταν συμβαίνουν πράγματα, γεγονότα, εκρήξεις απρόβλεπτες ή «απρόβλεπτες» τότε με μια κίνηση του χεριού σαρώνονται όλα αυτά και επαναδιατυπώνονται άλλα που λένε τα ίδια. Αυτό γίνεται αδιάκοπα την περίοδο ακριβώς που θα έπρεπε να γίνουν άλλα πράγματα. Τώρα έχουμε πάλι την ίδια ιστορία. Διαστροφή της αντικειμενικής απαίτησης-δυνατότητας από εκείνες τις πλευρές που «κανονικά» θα έπρεπε να είναι αυτές που θα απαντούσαν.
Γιατί γίνεται αυτό; Γιατί αποφεύγεται η κατά μέτωπο αντιμετώπιση της πραγματικότητας. Και αποφεύγεται γιατί, παρά το ότι γίναμε «πλανητικό χωριό» ή «πόλη», κυριαρχεί το άμεσο, το «τοπικό», και με τις δύο έννοιες. Και κυριαρχεί γιατί η συνείδηση, αυτή η κομμουνιστική επαναστατική συνείδηση διαβρώθηκε από τη διπλότητα που δεν αποτέλεσε γεγονός μονάχα της κατεστημένης «επίσημης» αριστεράς.
Το «άμεσο», το «τοπικό» σημαίνει προτεραιότητα στο εμπειρικά θεωρούμενο ατομικό, «μαγαζάκικο» συμφέρον που βέβαια χρωματίζεται σαν γενικά αναγκαίο και «μοναδικό». Κι εδώ παρεμβαίνει και η «δυστυχισμένη συνείδηση» όταν χρειαστεί.
Μια νέα συνείδηση, σημαίνει όχι κάτι που πρέπει να λέγεται νέο για να βρισκόμαστε στο «πνεύμα των καιρών», αλλά που θα έχει διαποτιστεί από τις δοκιμασίες, τις αποτυχίες και τις επιβουλές της υποβόσκουσας και περιρρέουσας «δυστυχισμένης» συνείδησης και θα αναδυθεί μέσα απ’ αυτές.
Αυτή είναι η πραγματική πρόκληση των «νέων καιρών», του 2000 κ.λπ. κ.λπ., για να μεταχειριστούμε ένα από τα σλόγκαν που πάνε κι έρχονται.