Ο δρόμος από τις συμμαχίες έως την παραχάραξη ενός αιτήματος. Της Έλενας Πατρικίου
Στη μακρά και ατελέσφορη συζήτηση περί των πολιτικών προτιμήσεων του Πλάτωνα, η Αριστερά μοιάζει, από την ιδρυτική της σύσταση (δηλαδή τη μεγαλειώδη ήττα της Κομμούνας), να έχει επιλέξει: Aνεξαρτήτως του τι μπορεί, τελικά, να εννοούσε με τα περί κοινοκτημοσύνης του ο μέγας ιδεαλιστής, η πλατωνική ιδέα της πολιτικής «ελίτ» των φιλοσόφων-βασιλέων βρήκε λαμπρή αντιστοίχιση στην ιδέα της «εργατικής πρωτοπορίας». Βαθύτατα καχύποπτη απέναντι στο ανώριμο προλεταριάτο που αυτόκλητη εκλήθη να σώσει από την πολιτική του ατζαμοσύνη, η κομμουνιστική Αριστερά, λενινιστική ασφαλώς αλλά όχι μόνον (ή όχι πλέον), γέννησε το ρεαλισμό της κομματικής πρωτοπορίας.
Έκτοτε, η εργατική τάξη ταυτίζεται με το κόμμα της και το κόμμα, ως πρωτοπορία της εργατικής τάξης, ξέρει αυτά που δεν ξέρει η εργατική τάξη. Το κόμμα ξέρει, κι αφού η εργατική τάξη χρειάζεται επειγόντως κάποιον που να ξέρει όσα η ίδια αγνοεί, το κόμμα υπάρχει για να καθοδηγεί στα όσα ξέρει και, πολύ συχνά, στα όσα δεν ξέρει.
Μία συμμαχία (μην πούμε «συνασπισμός», και πάει αλλού ο νους μας) αριστερών κομμάτων τόσο μικρών ώστε να καταντούν αόρατα διά γυμνού οφθαλμού, είναι εξ ορισμού ύποπτος για την Αριστερά, που λάτρεψε με ειδωλολατρικό πάθος το ομοούσιον του ενός και ισχυρού κόμματος. Το αποδεικνύει η παγκόσμια ιστορία της και το αναδεικνύει η εγγενής λογική της. Κατ’ αρχήν γιατί η ίδια η ιδέα της συμμαχίας ακυρώνει την έννοια κάθε κομματικής πρωτοπορίας. Τα αριστερά κομματίδια προφανώς διεκδικούν για τον εαυτό τους το μεγαλοϊδεατισμό του «κόμματος-καθοδήγησης», αλλά αυτό το παραλήρημα που δεν μπορεί να διακόψει η συναίσθηση του μικρούτσικου μεγέθους, το καταργεί η πραγματικότητα της συμμαχίας. Η συμμαχία των μικρούτσικων κομματακίων με άλλα μικρούτσικα ή, έστω, μεγαλούτσικα κομματάκια είναι η έμμεση αλλά ρεαλιστική παραδοχή ότι «κόμμα-καθοδηγητής», καλώς ή κακώς, δεν υπάρχει. Και θα πορευτούμε όπως μπορούμε.
Η έννοια της συμμαχίας είναι επίσης ύποπτη ως ταυτόσημη με την έννοια των διαρκών συζητήσεων, των αέναων διαπραγματεύσεων, των ακατάσχετων συνδιαλλαγών, των αιώνιων συμβιβασμών. Και φυσικά των εκατέρωθεν εκβιασμών. Η έννοια της συμμαχίας είναι ύποπτη ως συνώνυμη με την έννοια της στοιχειώδους ισότητας. Όχι μιας ισότητας απόλυτης, προς Θεού. Όχι μίας ισότητας θεσμοθετημένης, αλίμονο. Όχι μιας ισότητας αντιβαίνουσας στην ισορροπία των συσχετισμών, ασφαλώς. Αλλά μίας μίνιμουμ, κουτσής, στραβής και ταλαίπωρης, αλλά πάντως ισότητας μεταξύ ψιλο-ίσων συμμάχων.
Η έννοια της συμμαχίας είναι, τέλος, ύποπτη ως de facto παραδοχή της, σχετικής έστω, ανεπάρκειας ενός εκάστου των συμμαχούντων: Αν ο καθένας έχει αφ’ εαυτού τη δυνατότητα να επιτύχει, τι χρεία έχει συμμάχων; Η ύπαρξη μιας συμμαχίας είναι ομολογία αδυναμίας. Ενδεχομένως και αποτυχίας. Της μέχρι της συστάσεως της συμμαχίας αποτυχίας ενός εκάστου των συμμάχων (και όλων μαζί, όσο δεν ήταν σύμμαχοι).
Η έννοια της συμμαχίας ήταν το πιο γοητευτικό στοιχείο του μέχρι χθες ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί πέταγε στη χωματερή της αριστερής ιστορίας την ιδέα του «κόμματος-πρωτοπορίας». Και γιατί άνοιγε προοπτικές για την εκ νέου συνάντησή μας σε έναν πολιτικό τόπο όπου, ίσως, η συμμαχία θα έφερνε τον συγχρωτισμό και η συνάφεια θα επέφερε την καλήν αλλοίωσιν όλων. Όλοι μαζί, οι αποτυχημένοι των πολλών Αριστερών μας, θα μπορούσαμε ίσως να γίνουμε λίγο διαφορετικοί, λίγο αλλιώτικοι και, μακάρι, λίγο πιο επιτυχημένοι. Η νίκη του 27% ήταν επιβεβαίωση αυτής της γοητείας. Ήταν, σε έναν τόπο και σε έναν κόσμο αριστερό που υπέφερε του λιναριού τα πάθη από το «κόμμα-καθοδηγητή», η ελπίδα ότι ίσως, παρά πάσα προσδοκίαν, θα μπορέσουμε κάποτε να συναντηθούμε αναγνωρίζοντας τα πολλά μας πρόσωπα και μαζί το πρόσωπο του καθενός.
Φευ! Μαζί με τη (σχετική) νίκη ήρθε και η (απόλυτη) ανησυχία. Πού πάμε χωρίς κόμμα; Πού πάμε χωρίς πρωτοπορία; Πού πάμε χωρίς μια πλατωνικής εμπνεύσεως ελίτ; Πού πάμε χωρίς ένα κόμμα που να «ξέρει»; Θρίαμβος της απόλυτης μεταφυσικής: Οι άνθρωποι που ώς χτες δεν ήξεραν την τύφλα τους και καθοδηγούσαν από ήττα σε ήττα και από αποτυχία σε μικροαποτυχία τα γκρουπούσκουλά τους, με τη μεταμόρφωση του συμμαχικού μορφώματος σε Κόμμα θα μεταμορφώνονταν και αυτοί από καρεκλοκένταυροι του μηχανιστικού τους τίποτα σε σοφούς Κένταυρους Χείρονες του γραφειοκρατικού μηχανισμού. Προφανώς διά της επιφοιτήσεως του Αγίου κομματικού Πνεύματος.
Και έτσι αποκτήσαμε κόμμα. Υπό τον καινοφανή (και κενοφανή) προσδιορισμό «κόμμα των μελών». Που θα πει ότι τάχα δεν υπάρχουν πια κακοί μηχανισμοί των συνιστωσών, αλλά καλοί μηχανισμοί των μελών! Που θα πει ότι κατακτήσαμε το ανήκουστο, δηλαδή μια γραφειοκρατία από τη βάση και για τη βάση («από το λαό και για το λαό»). Αλλά εκτός από παραχάραξη του αιτήματος για έναν «ΣΥΡΙΖΑ των μελών», όπως είχε διατυπωθεί από το 2009, δηλαδή για ένα κόμμα που θα έδινε τη δυνατότητα στα μέλη, ενταγμένα σε συνιστώσες ή ανένταχτα, να συναποφασίζουν σε μια βάση οργανωτικής ισότητας, ο νεολογισμός «κόμμα των μελών» αποτελεί κυρίως δημαγωγικό προπέτασμα της μηχανιστικής κομματικής πραγματικότητας.
Ακόμα περισσότερο, υπάρχει, ως θρυλείται, βάσιμη υποψία ότι θα γίνουμε ένα κόμμα «συλλογικός οργανικός διανοούμενος» (διότι ασφαλώς είμαστε ένα κόμμα μελών που κοιμούνται με τον Γκράμσι στο προσκεφάλι τους, όπως ο Μεγαλέξανδρος με την Ιλιάδα). Γιατί όταν αναπαράγεις, με κάποιες αναμφισβήτητες θετικές καταστατικές βελτιώσεις, την έννοια του κόμματος-καθοδηγητή, έχεις προφανώς επείγουσα ανάγκη από έναν αδιανόητο θεωρητικό πομφόλυγα για να κολακέψεις τα μέλη του κόμματος των μελών ότι, ως μέλη του κόμματος της πρωτοπορίας, όχι μόνον διανοούνται το καθένα αφ’ εαυτού του, αλλά και όλα μαζί, συλλογικά και οργανικά. Και ότι ο συλλογικός αυτός συλλογισμός όχι μόνο είναι οργανικός(!), αλλά βαραίνει και περισσότερο από τους ατομικούς και ανόργανους(!) συλλογισμούς των ατομικών, οργανικών τε και ανοργάνων, διανοουμένων(!). (Γνωρίζω ότι δεν εννοούσε αυτό ο Γκράμσι, αλλά ποιος ξέρει στο κάτω-κάτω και κυρίως ποιος νοιάζεται τι διάβολο εννοούσε τελικά ο Γκράμσι).
Μέσα στο πέλαγος της πλατωνικής μεταφυσικής στο οποίο πλέουμε πελαγωμένοι, πιστεύουν ακόμα κάποιοι ότι η επίκληση αδιανοήτως ασαφών γλωσσικών συνταγμάτων του τύπου των ανωτέρω μπορεί ποτέ να παρηγορήσει τον αριστερό άνθρωπο για την απώλεια της δημοκρατίας προς όφελος ενός ψιμυθιωμένου δημοκρατικού συγκεντρωτισμού που δεν λέει καν το όνομά του; Προφανώς το πρόβλημα δεν είναι απλό. Γιατί, για ποια δημοκρατία ακριβώς αγωνίζεται, ποια δημοκρατία ακριβώς υπερασπίζεται και ποια δημοκρατία νοσταλγεί ο αριστερός; Ποια δημοκρατία επιδιώκει, ποιαν αναγνωρίζει ως σάρκα εκ της σαρκός της και ποια δημοκρατία ευαγγελίζεται η Αριστερά, τουλάχιστον για το εσωτερικό της; Αλλά γι’ αυτά, ίσως, μιαν άλλη φορά…