Η πόλη χάνει τη μνήμη της και μαζί τη χάνουμε κι εμείς… Θυμήθηκα ένα φεστιβάλ ερασιτεχνικού θεάτρου που είχα δει στο υπαίθριο θεατράκι του πάρκου πριν το κατεδαφίσει το κράτος του Λαμπρακιστάν για να υψώσει το μνημείο στη Δόξα του στους αιώνες των αιώνων…
Κυρίως σκεφτόμουν τα όσα έλεγε για τη μνήμη της Ισταμπούλ που χάνεται μέσα από τις κατεδαφίσεις των κτιρίων και την εισβολή του μπετόν. Δεν είναι, άραγε, λίγο οξύμωρο να μιλάει ο άνθρωπος που έχει γράψει τέτοιες σκέψεις, ο άνθρωπος που έχει υψώσει τη φωνή του εναντίον των εργολάβων που λυμαίνονται τη χώρα του μέσα σε αυτό το Μέγαρο-Μνημείο της αυθαιρεσίας κράτους και κεφαλαίου;
Η αίσθηση του οξύμωρου και του παράξενου μεγάλωνε ώρα με την ώρα, καθώς περιμέναμε τον συγγραφέα να φανεί. Κατάμεστη η αίθουσα με επικεφαλής celebrities των γραμμάτων και των τεχνών. Οι προβεβλημένοι συγγραφείς που κατακλύζουν τα έντυπα και οι δημοσιογράφοι που τους πλέκουν διθυράμβους, εικαστικοί και διευθυντές. Λίγοι πολιτικοί. Η Άντα Παπανδρέου (κανείς δεν την έκραξε)… Αλλά και κόσμος πολύς που σαφώς είχε έρθει για να ακούσει έναν από τους σημαντικότερους συγγραφείς της εποχής μας.
Ένα τεράστιο «Μ» (του Μέγαρον Plus) κυριαρχούσε στην οθόνη που κάλυπτε όλη τη σκηνή. Κάτω από αυτό το Μ σε ένα τραπέζι ο Ορχάν Παμούκ μαζί με τον πρόεδρο του ΕΚΕΒΙ, συγγραφέα Τάκη Θεοδωρόπουλο, φαίνονταν να χάνονται. Να τους καταπίνει ο χώρος…
Περίμενα να ακούσω τι συμβαίνει στο μυαλό μας όταν διαβάζουμε ένα μυθιστόρημα. Αντ’ αυτού επελέγη η παρουσίαση μέσω ερωταποκρίσεων που χαρακτηρίζονταν από τη γενικότητα και την αμηχανία. Αν είχες διαβάσει τα Άλλα χρώματα δεν άκουγες τίποτε καινούργιο…
Είχα μαζί μου ένα σημειωματάριο και για αρκετή ώρα δεν συμπλήρωνα τίποτα. Πιο ενδιαφέρουσες ήταν οι στιγμές που ο ίδιος διάβασε λίγο στα τουρκικά και περισσότερο στα αγγλικά αποσπάσματα από τα Άλλα χρώματα. Κείμενα που αφορούν την τρυφερή και αστεία σχέση με την κόρη του…
Γενικά, το γεγονός ότι η συζήτηση γινόταν στα αγγλικά, δυσκόλεψε το όλο εγχείρημα… Πάντως, σιγά-σιγά αναδύονταν κάποιες σκέψεις που δίνανε ένα διαφορετικό στίγμα…
«Κολυμπάμε ανάμεσα στις λέξεις και προχωράμε αναζητώντας το νόημα, το κίνητρο, το μυστικό κέντρο ενός μυθιστορήματος».
«Ενδιαφέρομαι για τη χώρα μου, κάνω παρεμβάσεις, αλλά δεν είμαι πολιτικό πρόσωπο. Το μυθιστόρημα δεν είναι αρένα για προπαγάνδα». Σε κάθε περίπτωση, ο συγγραφέας κράτησε τις αποστάσεις του και απέφυγε να τοποθετηθεί σε οτιδήποτε είχε «άρωμα πολιτικής».
Ζωντανή κουβέντα
Το πιο ενδιαφέρον μέρος της κουβέντας, τελικά, προέκυψε όταν δόθηκε ο λόγος στο κοινό. Τότε φάνηκε να ξυπνάνε όλοι!
Ο Παμούκ απάντησε με αμεσότητα και χιούμορ.
Μας είπε πώς γράφει και πότε θεωρεί ότι έχει γράψει μια καλή σελίδα, αλλά και για την ανυπομονησία του να προχωρήσει πιο κάτω, να τελειώσει το βιβλίο που γράφει. Μίλησε για τη σχέση του με τον μοντερνισμό, σατιρίζοντας με λεπτό τρόπο τον Οδυσσέα του Τζόις:
«Νομίζω πως πολλοί διαβάζουν τον Οδυσσέα για να πουν: Θεέ μου! Διαβάζω Τζόις και τον καταλαβαίνω! Και συγχαίρουν τον εαυτό τους γι’ αυτό. Εγώ δεν ξέρω τόσο κακά αγγλικά ούτε ιρλανδέζικα private jokes ώστε να τον καταλάβω…».
Μίλησε ακόμη για το γεγονός ότι η συγγραφή είναι επικοινωνία, πως χρησιμοποιεί στα βιβλία του αυτά που διαβάζει, «συχνά δανείζομαι ή κλέβω από άλλους συγγραφείς», είπε γελώντας. Γράφει, καθημερινά, μερικές σελίδες και του αρέσει αν τις δείχνει, όπως έκανε με τις ζωγραφιές του όταν ήταν μικρός… Αν επαναλαμβάνει κάποιες φορές τον εαυτό του μέσα σε ένα μυθιστόρημα αυτό το κάνει, γιατί και οι «συγγραφείς που του αρέσουν κάνουν το ίδιο». Εξομολογήθηκε πως στα 19 του ήθελε να γίνει ποιητής, αλλά απέτυχε. «Ο Θεός λένε πως ψιθυρίζει την ποίηση στα αυτιά των ποιητών. Εμένα δεν μου ψιθύρισε ποτέ κάτι. Γράφω μυθιστορήματα αναζητώντας να βρω τι θα μου έλεγε αν το έκανε…», είπε απαντώντας στην τελευταία ερώτηση…
Η αίθουσα άρχισε να αδειάζει. Ο κόσμος συνέρρεε για να του υπογράψει βιβλία. Κι εγώ θα το έκανα αν είχα ένα μαζί μου. Περίμενα περισσότερα, αλλά μάλλον από μόνος μου έβαλα ψηλά τον πήχυ. Πάντως, ένιωθα πως κάτι έλειπε. Πως μόλις είχα ζήσει μια αντίφαση. Πως τα βιβλία ζουν τη δική τους ζωή…
Βγήκα από το Μέγαρο και ξαναβρέθηκα στο πρώην πάρκο. Δίπλα μου πέρασε ένα αγοράκι με τη μαμά του. Κρατούσε ένα κόκκινο μπαλόνι (αλήθεια, δεν ψάχνω για φτηνά σύμβολα!). Για μια στιγμή σκέφτηκα πως ήταν στη διάλεξη και μου φάνηκε παράταιρο. Μετά όμως εμφανίστηκαν κι άλλα παιδάκια με πολύχρωμα μπαλόνια. Σκεφτόμουν πόσο πιο πολύ θα ταίριαζε να γινόταν αυτή η διάλεξη στο παλιό εξαφανισμένο υπαίθριο θέατρο. Χωρίς γραβάτες και επισήμους. Με πολλά μπαλόνια γύρω μας. Κόκκινα!