Την περασμένη εβδομάδα δημοσιεύθηκε στην ιταλική διαδικτυακή επιθεώρηση Krisis ένα άρθρο του Αντρέα Τζοκ, που είναι ήδη γνωστός στο αναγνωστικό κοινό του Δρόμου, στο οποίο ο Ιταλός φιλόσοφος και πανεπιστημιακός εξηγεί γιατί και πώς παρακμάζει η Δύση. Δείχνοντας πώς η χρηματιστική ολιγαρχία επιβάλλει ένα μοντέλο αχαλίνωτου και ανιστορικού ατομικισμού και «αρνητικής ελευθερίας», υποστηρίζει ότι, χωρίς κοινά νοήματα και βαθιές ρίζες, η Δύση κινδυνεύει να καταρρεύσει. Διότι, αναρωτιέται, ποιο μέλλον περιμένει έναν πολιτισμό που έχει χάσει την ψυχή του; Πρόκειται για ένα κείμενο το οποίο απαιτεί συγκέντρωση, αλλά τελικά ανταμείβει πολλαπλά την αναγνώστρια και τον αναγνώστη που θα το μελετήσει. Παραθέτουμε εδώ την εισαγωγή της επιθεώρησης Krisis, ενώ στην επόμενη σελίδα, πριν το καθαυτό άρθρο, παρατίθεται μια συνοπτική παρουσίασή του που –πιστεύουμε– θα λειτουργήσει ως κίνητρο για να διαβαστεί με την προσοχή που του αξίζει.
δ
Εισαγωγικό σημείωμα της επιθεώρησης Krisis:
Ένα φάντασμα πλανάται πάνω από την Ευρώπη, αλλά δεν είναι το φάντασμα του κομμουνισμού που ευαγγελίζονταν ο Καρλ Μαρξ και ο Φρίντριχ Ένγκελς. Είναι κάτι δόλιο: το φάντασμα του μηδενισμού. Ενώ η Δύση επιδεικνύει τα τρόπαια της τεχνολογικής προόδου και του φιλελεύθερου ατομικισμού, ένα υπαρξιακό κενό απλώνεται στα θεμέλιά της, διαβρώνοντας την ίδια την ουσία του πολιτισμού μας. Τι κρύβεται όμως πίσω από αυτόν τον αχαλίνωτο μηδενισμό; Γιατί φαίνεται να πλήττει με ιδιαίτερο τρόπο τη Δυτική κοινωνία; Και πώς είναι συνυφασμένος με την ισχυροποίηση του παγκόσμιου καπιταλισμού και την απώλεια της ταυτότητας; Για να απαντήσουμε σε αυτά τα ερωτήματα, απευθυνθήκαμε στον Αντρέα Τζοκ, καθηγητή Ηθικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Μιλάνου.

Ο μηδενισμός [ή νιχιλισμός, ΣτΜ], μια έννοια που εμφανίστηκε στη Ρωσία του 19ου αιώνα και επαναπροσδιορίστηκε από τον Φρίντριχ Νίτσε, έχει σήμερα πραγματωθεί στην πνευματική κρίση της Δύσης. Δεν είναι πια απλώς μια φιλοσοφική αφαίρεση, αλλά μια απτή πραγματικότητα, που εκδηλώνεται με τη συστηματική διάβρωση όλων των κοινών αξιών. Παραδόξως, την ώρα που εξάγει το δικό της μοντέλο ανάπτυξης σε όλο τον κόσμο, η Δύση αποκαλύπτει τα σημάδια μιας βαθιάς κακοδαιμονίας: έχει σταδιακά χάσει την ικανότητα να αλληλεπιδρά αυθεντικά με άλλους πολιτισμούς, αντικαθιστώντας τον διάλογο με μια παγκόσμια διαδικασία επιβολής του δικού της προτύπου, η οποία ακυρώνει όλες τις διαφορές. Όπως επισημαίνει ο ανθρωπολόγος Εμανουέλ Τοντ στο τελευταίο του δοκίμιο «Η ήττα της Δύσης», αυτή η παρεκτροπή πυροδότησε απρόβλεπτες αντιδράσεις. Η εδραίωση ενός «συντηρητικού μπλοκ» με επικεφαλής τη Ρωσία του Πούτιν θα μπορούσε να αποτελέσει μια απάντηση στον φιλελεύθερο μηδενισμό, μια απόπειρα να αντιπαραταχθούν οι παραδοσιακές αξίες στη Δυτική αποστέρηση από κάθε νόημα. Αλλά βρισκόμαστε πραγματικά αντιμέτωποι με μια αξιόπιστη εναλλακτική λύση; Ή απλώς έχουμε να κάνουμε με μια ακόμα μορφή ιδεολογίας;
Η εικόνα γίνεται ακόμη πιο περίπλοκη αν λάβουμε υπόψη μας τη συνεχιζόμενη πνευματική κρίση. Ο Τοντ προσδιορίζει την «εξαΰλωση» της προτεσταντικής ηθικής –που κάποτε αποτελούσε πυλώνα της κοινωνικής πειθαρχίας και της εργασιακής κουλτούρας– ως έναν από τους βασικούς παράγοντες της Δυτικής παρακμής. Στη θέση της αναδύθηκε ένας ριζοσπαστικός ατομικισμός που στερείται ρίζες και σημεία αναφοράς. Σε αυτό το πλαίσιο, ο νεοφιλελευθερισμός εμφανίζεται ως η πρακτική συγκεκριμενοποίηση του μηδενισμού: ένα σύστημα που υποβαθμίζει κάθε ανθρώπινη σχέση σε απλό οικονομικό υπολογισμό, αρνείται κάθε ηθικό όριο και μετατρέπει σταδιακά τις δημοκρατίες σε άδεια πουκάμισα, όλο και πιο επιρρεπή σε αυταρχικές περιπλανήσεις. Ο καθηγητής Τζοκ αναλύει αυτές τις πολύπλοκες δυναμικές αποφεύγοντας τα εύκολα συμπεράσματα, δείχνοντας πως ο σύγχρονος μηδενισμός δεν είναι ένα αναπόφευκτο πεπρωμένο, αλλά το αποτέλεσμα συγκεκριμένων ιστορικών και πολιτισμικών επιλογών. Το κρίσιμο ερώτημα που προκύπτει από την ανάλυσή του είναι εάν η Δύση, αντιμέτωπη με την προοδευτική απώλεια της ψυχής της, θα μπορέσει να βρει μια νέα ισορροπία, ή θα συνεχίσει την κούρσα της προς την αυτοκαταστροφή.
Συνοπτική παρουσίαση
- Το παράδοξο της Δυτικής προόδου. Ο φιλελεύθερος ατομικισμός και ο παγκόσμιος καπιταλισμός έχουν δημιουργήσει έναν μηδενισμό που διαβρώνει τις ιδρυτικές αξίες της Δύσης. Ενώ εξάγει το μοντέλο της, η Δυτική κοινωνία εμφανίζει υπαρξιακό κενό και αδυναμία διαπολιτισμικού διαλόγου.
- Από την ελευθερία στην αλλοτρίωση. Το φιλελεύθερο υποκείμενο, υποβαθμισμένο σε καταναλωτή χωρίς ιστορικές ρίζες, θυσιάζει κάθε συλλογική ταυτότητα στο βωμό της ατομικής ολοκλήρωσης. Αυτή η «αρνητική ελευθερία» παράγει αποδομημένα άτομα και κοινωνίες χωρίς συνοχή.
- Ο καπιταλισμός ως μηδενιστική μηχανή. Το σύστημα μετατρέπει τη συσσώρευση κεφαλαίου σε απόλυτη επιταγή, αποδυναμώνοντας την πολιτική και δημιουργώντας οικονομικές ολιγαρχίες. Η οικονομική ποσοτικοποίηση διαγράφει το παρελθόν και το μέλλον, συνθλίβοντας τα πάντα στο νομισματικό παρόν.
- Η επιστροφή των παραδόσεων στην Ευρασία. Μετά τις επαναστάσεις που αρνήθηκαν το παρελθόν, η Ρωσία και η Κίνα ανακατασκεύασαν τις συλλογικές ταυτότητες αντλώντας από προνεωτερικές παραδόσεις: την Ορθοδοξία και τον Κομφουκιανισμό. Μια ανάκαμψη καθοριστική για την εσωτερική ανασύνθεση των χωρών, αλλά και για την απόρριψη του Δυτικού μηδενισμού.
- Η Δύση στο σταυροδρόμι: αναγέννηση ή παρακμή; Η απώλεια των πνευματικών ριζών και ο νεοφιλελεύθερος κοινωνικός έλεγχος θέτουν τη Δύση σε ένα σημείο καμπής: να ανακτήσει μια κοινή προταγματικότητα, ή να βυθιστεί σε αυταρχικές περιπλανήσεις μέσω της δημιουργίας εξωτερικών εχθρών.
Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από την Ευρώπη:
Το φάντασμα του μηδενισμού
του Αντρέα Τζοκ*
Ο όρος μηδενισμός, ο οποίος πρωτοεμφανίστηκε στο μετακαντιανό φιλοσοφικό πλαίσιο, άρχισε να αποκτά τις σύγχρονες σημασίες του με τη χρήση του στο πλαίσιο του ρωσικού νιχιλισμού, ως παραλλαγή του αναρχισμού. Εκεί ο μηδενισμός δήλωνε μια ριζοσπαστική διάθεση, η οποία κινητοποιούνταν από αιτήματα για την κατεδάφιση κάθε παράδοσης και πίστης. Με αυτή τη μορφή, χαρακτήρες «μηδενιστών» εμφανίζονται στα μυθιστορήματα του Ιβάν Τουργκένιεφ και του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι. Αλλά ο όρος εδραιώνεται φιλοσοφικά ξεκινώντας από τον στοχασμό του Φρίντριχ Νίτσε, ως σκέψη για την ακυρότητα, τον μηδενισμό όλων των παραδοσιακών αξιών και κάθε ιστορικής υπόστασης.
Ο Νίτσε και το αυξανόμενο κενό
Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι στον Νίτσε ο μηδενισμός δεν αποτελεί μια πολιτική θέση, αλλά μια φιλοσοφική αλήθεια που απλώς θα αποκαλυπτόταν. Ο κόσμος και οι αξίες του είχαν ήδη απαξιωθεί νωρίτερα από τον χριστιανισμό, στο όνομα μιας μετά θάνατον ζωής, και η απώλεια της αξιοπιστίας αυτής της διάστασης στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα (η ευρωπαϊκή «εκκοσμίκευση») θα έφερνε απλώς τους Ευρωπαίους αντιμέτωπους με τον μηδενισμό ως γεγονός, ως αναπόδραστη απόδειξη, οι συνέπειες της οποίας –σύμφωνα με τον Νίτσε– θα γίνονταν όλο και πιο εμφανείς. Τώρα, ο ιστορικός δεσμός μεταξύ εκκοσμίκευσης και μηδενισμού είναι στέρεος, ωστόσο η ανάγνωση του Νίτσε φαίνεται αμφισβητήσιμη από πολλές απόψεις. Πρώτον, δεν είναι σαφές γιατί ο απροκάλυπτος μηδενισμός παίρνει σάρκα και οστά όχι στο στάδιο της «απαξίωσης του παρόντος και της στιγμής», που αποδίδεται στον χριστιανισμό, αλλά μόνο τη στιγμή που ο ίδιος ο χριστιανισμός χάνει έδαφος. Η ιδέα ότι οποιοδήποτε θρησκευτικό όραμα συνεπάγεται μια υποτίμηση της ιστορικής διάστασης και της εγκόσμιας ζωής είναι μάλλον αμφισβητήσιμη.
Δεν είναι εύκολο να υποστηρίξει κανείς ότι μια εξωθρησκευτική προοπτική συνεπάγεται αναγκαστικά την πτώση στον μηδενισμό, δεδομένου ότι κοσμικές αναγνώσεις της ιστορίας, όπως η εγελιανή και η μαρξιστική, δεν έχουν μηδενιστικές προεκτάσεις
Αυτό ισχύει τόσο στο πλαίσιο των «θρησκειών της Βίβλου» όσο και στο πλαίσιο πολλών παραδοσιακών θρησκειών που σχετίζονται με τη λατρεία των προγόνων (από την αρχαία Ρώμη έως τη μεσαιωνική Ιαπωνία), όπου η ιστορική και η θρησκευτική διάσταση αλληλοδιαπλέκονται αξεχώριστα. Επιπλέον, δεν είναι εύκολο να υποστηρίξει κανείς ότι μια εξωθρησκευτική προοπτική συνεπάγεται αναγκαστικά την πτώση στον μηδενισμό, δεδομένου ότι κοσμικές αναγνώσεις της ιστορίας, όπως η εγελιανή και η μαρξιστική, δεν έχουν μηδενιστικές προεκτάσεις. Επομένως, αν κατανοούσαμε τον όρο «Δύση» με μια συνολική, ευρεία έννοια, που περιλαμβάνει την ευρωπαϊκή πολιτική και πολιτιστική ιστορία και τις εξωευρωπαϊκές εξελίξεις της, δεν θα υπήρχε χώρος για μια στενή σύνδεση μεταξύ της Δύσης και του μηδενισμού.
Αντίθετα, η σύνδεση μεταξύ μηδενισμού και Δύσης γίνεται πιο ακριβής όταν κατανοήσουμε ότι η σημερινή χρήση του όρου «Δύση» απορρέει από μια συγκεκριμένη εξέλιξη του ευρωπαϊκού πολιτισμού, δηλαδή από τη γέννηση και την ανάπτυξη της φιλελεύθερης προοπτικής, ιδίως μετά την αποφασιστική ενσωμάτωσή της με την οικονομική επιστήμη, που αναπτύχθηκε σε συνδυασμό με την εμφάνιση του καπιταλιστικού συστήματος παραγωγής. Δεν είναι δυνατόν βέβαια να ανατρέξουμε εδώ την εξέλιξη της φιλελεύθερης θεωρίας σε όλες τις πολλαπλές και ενίοτε αντιφατικές πτυχές της.

Η τυραννία της επιθυμίας
Αυτό που έχει σημασία από την άποψη μιας συζήτησης περί μηδενισμού είναι να κατανοήσουμε πώς ένα συγκεκριμένο παρακλάδι της φιλελεύθερης θεωρίας είναι το κυρίαρχο, και πώς επιβάλλεται ως παράπλευρη υποστηρικτική θεωρία στις διαδικασίες ενός κοινωνικοοικονομικού μετασχηματισμού που αποκαλείται «καπιταλισμός». Θα έπρεπε να εξεταστούν πολλές λεπτομέρειες προκειμένου να δοθεί μια τεκμηριωμένη εικόνα της σύνδεσης μεταξύ του μηδενισμού και της ανάπτυξης του φιλελεύθερου λόγου, αλλά εδώ θα προσπαθήσω να σταθώ σε δύο μόνο πτυχές, που σχετίζονται αντίστοιχα με την προοπτική του ατομικού υποκειμένου και με την προοπτική του κοινωνικοοικονομικού συστήματος στο σύνολό του.
Από την οπτική γωνία του ατομικού υποκειμένου και των πράξεών του, αυτό που χαρακτηρίζει τον φιλελεύθερο λόγο είναι η ιδέα ότι το υποκείμενο είναι κατά βάση μια κεκτημένη α-ιστορική ατομικότητα που στοχεύει στην αυτοπραγμάτωση. Φιλελεύθερο υποκείμενο θεωρείται πρωτογενώς ένα άτομο, με την έννοια ότι εκλαμβάνεται ως φυσικά ανεξάρτητο από κοινωνικές σχέσεις. Το φιλελεύθερο υποκείμενο είναι τότε εγγενώς μια επιθυμητική, κτητική οντότητα, που αποσκοπεί στην αυτοϊκανοποίησή της. Τέλος, το φιλελεύθερο υποκείμενο θεωρείται ένα φυσικό υποκείμενο, σε αντίθεση με την ιδέα της ιστορικής υποκειμενικότητας: αυτή η τελευταία θεώρηση επέτρεψε να υποβαθμιστεί το βάρος των παραδόσεων και της πολιτικής εξουσίας που είχε παγιωθεί από τους νόμους και τα έθιμα (Ancien Régime / Παλαιό Καθεστώς).
Καταναλωτές χωρίς ταυτότητα
Η διεκδίκηση μιας ανιστορικής φύσης είχε αρχικά μεγάλες χειραφετητικές δυνατότητες, επειδή ξαφνικά απελευθέρωσε τα ιστορικά άτομα από κάθε δεσμό με τους θεσμούς του παρελθόντος. Ωστόσο η κίνηση αυτή κατέληξε να ορίσει μια αποϊστορικοποιημένη και αποκοινωνικοποιημένη ανθρώπινη υποκειμενικότητα, η οποία ήταν τεχνητή και, τελικά, εντελώς μη ρεαλιστική. Το φιλελεύθερο υποκείμενο είναι ένας αυτοαναφορικός κόμβος ορμών και επιθυμιών που δεν απαιτεί να εκλογικευτεί ή να εξηγηθεί. Οποιαδήποτε απαίτηση για εξήγηση πέρα από το «γιατί έτσι μου αρέσει» θεωρείται αδικαιολόγητη και παρεμβατική. Αυτός ο τύπος υποκειμενικότητας δεν δεσμεύεται από τίποτα που ανάγεται στο παρελθόν, ούτε από τη μνήμη, ούτε από υποσχέσεις, ούτε από πίστη, ούτε από καθήκοντα. Ιδανικά, είναι σαν το φιλελεύθερο υποκείμενο να γεννιέται εκ νέου κάθε στιγμή, χωρίς να επιβαρύνεται από οτιδήποτε εδράζεται στο παρελθόν, όντας απλά έτοιμο να αδράξει νέες ευκαιρίες για εκπλήρωση (για κέρδος, για επένδυση). Αυτό το μοντέλο υποκειμενικότητας ταιριάζει απόλυτα με τον ιδανικό καταναλωτή σε μια ανώνυμη αγορά.
Η ελευθερία που χαρακτηρίζει αυτό το υποκείμενο είναι η αρνητική ελευθερία, δηλαδή η ελευθερία από, όχι η ελευθερία προς: το φιλελεύθερο υποκείμενο θέλει να είναι ελεύθερο μονάχα με την έννοια ότι δεν θέλει καμία παρέμβαση στη δική του πορεία δράσης. Αυτός ο τύπος υποκειμενικότητας, χωρίς παρελθοντικούς περιορισμούς και με κυρίαρχη την αρνητική ελευθερία, είναι ένα άτομο χωρίς ατομικότητα. Δεν διαθέτει σταθερή δομή βούλησης, ούτε συνεκτικό σχέδιο, διότι οποιαδήποτε σταθερή δόμηση βούλησης θα αποτελούσε παράγοντα ακαμψίας, εμποδίζοντας έτσι τη συνεχή προσαρμογή του στις μεταβολές της αγοράς. Παραδόξως, το τελικό αποτέλεσμα μιας πολιτισμικής διαδικασίας που γεννήθηκε υπό τη σημαία της δικαίωσης της ατομικής ελευθερίας είναι η κατάργηση της ατομικότητας ως προσωπικότητας, ως χαρακτήρα, ως βούλησης για σχεδιασμό.

Η κατάρρευση των ηθικών ορίων
Αυτό το αποτέλεσμα καθίσταται μοιραίο από τη στιγμή που το ατομικό υποκείμενο γίνεται αντιληπτό ως έχον ολοκληρωμένη ταυτότητα, ανεξάρτητα από τη θέση του σε μια κοινωνική, παραδοσιακή, πολιτισμική, ιστορική διάσταση. Αυτή η μυθική υποκειμενικότητα βασίστηκε αρχικά στις θεωρίες του φυσικού δικαίου των Τόμας Χομπς και Τζον Λοκ. Αλλά μόλις ενσωματώθηκε στις μορφές της καπιταλιστικής αγοράς, βρήκε θεμελιώδη κίνητρα για να μετατραπεί όλο και περισσότερο σε μια αυτοαναφορική, καθοδηγούμενη από παρορμήσεις και αποδομημένη οντότητα.
Θα πρέπει να σημειωθεί εδώ, παρεμπιπτόντως, πως αυτός ο τύπος υποκειμένου δημιουργεί ένα σοβαρό παράπλευρο πρόβλημα για κάθε κοινωνία, υπό την έννοια ότι είναι ουσιαστικά αναξιόπιστο. Η αρνητική ελευθερία του φιλελεύθερου υποκειμένου και η «κενή» φύση του σημαίνει ότι δεν εσωτερικεύει ηθικά όρια στις πράξεις του. Για το λόγο αυτό, όπως είχε ήδη προφητευθεί στο όραμα του Χομπς, ο ιδανικός άνθρωπος της φιλελεύθερης αντίληψης θα τείνει να έρχεται σε συνεχή σύγκρουση με όλα τα άλλα παρόμοια υποκείμενα – και επομένως, προκειμένου να περιορίσει αυτήν την κατάσταση συγκρουσιακότητας (το bellum omnium contra omnes / «πόλεμος όλων εναντίον όλων»), θα καταλήξει να απαιτεί εξωτερικό εξαναγκασμό (τον Λεβιάθαν, την απόλυτη εξουσία). Έτσι, παραδόξως, η ριζικά χειραφετητική κίνηση του φιλελεύθερου λόγου καταλήγει να μετατρέπει την ατομική ελευθερία σε συγκρουσιακή αναρχία, και την τελευταία, διαλεκτικά, στο αντίθετό της: σε εξωτερικό καταναγκασμό, τιμωρίες, αυστηρούς ελέγχους κ.λπ.

Ο καπιταλισμός ως ολιγαρχία
Ας ρίξουμε μια ματιά στο συστημικό μοντέλο της καπιταλιστικής κοινωνίας. Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι ο καπιταλισμός είναι κάτι διαφορετικό από την ύπαρξη αγορών. Ποικίλες μορφές αγοράς και εμπορικών ανταλλαγών υπάρχουν εδώ και χιλιετίες, και είναι πανταχού παρούσες. Ο καπιταλισμός, από την άλλη, είναι μια πολύ πρόσφατη μορφή ζωής που συνδέεται με τη βιομηχανική επανάσταση, αλλά την υπερβαίνει προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Ο καπιταλισμός είναι το κοινωνικό σύστημα όπου η θεμελιώδης πολιτική κατεύθυνση της κοινωνίας στο σύνολό της καθορίζεται από την επιτακτική ανάγκη αύξησης του διαθέσιμου κεφαλαίου σε κάθε παραγωγικό κύκλο. Δεν έχει σημασία τι γίνεται, δεν έχει σημασία πώς γίνεται, αρκεί σε κάθε κύκλο παραγωγής η απόδοση να παρουσιάζει σημαντικά κέρδη σε σχέση με την επένδυση. Ο καπιταλισμός είναι έτσι ουσιαστικά μια άποψη της ιστορίας και της πολιτικής που υποτάσσει την ιστορία και την πολιτική στη συσσώρευση του κεφαλαίου (αυτό διαπιστώνεται με τον πιο εμβληματικό τρόπο όταν κάποιος αισθάνεται ότι η μόνη σταθερά στις πολιτικές στρατηγικές είναι η επιδίωξη της αύξησης του ΑΕΠ).
Αυτό το σημείο πρέπει να συμπληρωθεί από μια δεύτερη πτυχή, γνωστή αλλά με πολύ εκτεταμένες συνέπειες: σε ένα μοντέλο που στοχεύει στην απεριόριστη συσσώρευση κεφαλαίου, ο κύριος παράγοντας που εγγυάται το μελλοντικό κεφάλαιο είναι η διαθεσιμότητα του παρόντος κεφαλαίου. Στην ουσία, οι σημερινοί κάτοχοι του κεφαλαίου (σε κάθε παρόν, σε κάθε χώρα) είναι επίσης τα υποκείμενα που θα τείνουν να αυξήσουν το κεφάλαιο στο μέλλον και, επομένως, είναι εκείνοι που θα έχουν τη νομιμοποίηση να ωθήσουν πολιτικά την κοινωνία προς την κατεύθυνση που οι ίδιοι θεωρούν ευνοϊκή για την αύξηση του κεφαλαίου. Αυτό σημαίνει ότι ο καπιταλισμός είναι ουσιαστικά ολιγαρχικός και αλλεργικός στα δημοκρατικά αιτήματα. Παραδόξως, ενώ είναι δυνατό για έναν μονάρχη να φροντίσει το συμφέρον της κοινότητας, είναι αδύνατο να κάνει το ίδιο μια οικονομική ολιγαρχία, για την οποία τα πράγματα και οι άνθρωποι είναι απλώς μέσα που πρέπει να χρησιμοποιηθούν αποτελεσματικά για τη μεγιστοποίηση της κεφαλαιοποίησης.
Το φιλελεύθερο υποκείμενο είναι ένας αυτοαναφορικός κόμβος ορμών και επιθυμιών που δεν απαιτεί να εκλογικευτεί ή να εξηγηθεί: οποιαδήποτε απαίτηση για εξήγηση πέρα από το «γιατί έτσι μου αρέσει» θεωρείται αδικαιολόγητη και παρεμβατική
Η παρανόηση του δημοκρατικού αγώνα
Το γεγονός ότι αρχικά η καπιταλιστική τάξη –τον 19ο αιώνα η «αστική τάξη»– στόχευε στην ανατροπή των κληρονομικών μοναρχιών, έδωσε στο φιλελεύθερο αφήγημα την αύρα ενός «αγώνα για τον εκδημοκρατισμό της εξουσίας». Αλλά αυτό αποτελεί σοβαρή παρανόηση. Η φιλελεύθερη ώθηση ήταν πάντα υπέρ της διατήρησης της εξουσίας από τους κατόχους ιδιοκτησίας. Τα δημοκρατικά αιτήματα εισέβαλαν μαζικά μόνο χάρη στην ώθηση των σοσιαλιστικών και χριστιανοκοινωνικών κομμάτων (εμπνευσμένων από τον απόηχο της παπικής εγκυκλίου Rerum Novarum) μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, σε μια φάση κενού εξουσίας. Τώρα, αν συνδυάσουμε αυτούς τους δύο ακρογωνιαίους λίθους του φιλελεύθερου-καπιταλιστικού οράματος –την αντίληψη του εαυτού ως μιας κτητικής ατομικότητας ξεριζωμένης από την κοινωνία και την ιστορία, και την αντίληψη του κοινωνικού συστήματος που διέπεται από τον «αυτόματο πιλότο» της αύξησης του κεφαλαίου για τις οικονομικές ολιγαρχίες– μπορούμε να δούμε σε αυτό το πλαίσιο τις συμπεριφορικές ρίζες του Δυτικού μηδενισμού.
Πρώτον, το φιλελεύθερο-καπιταλιστικό σύστημα, από πολιτισμική άποψη, αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως ένα είδος «αιώνιας αλήθειας» που βασίζεται στους «σιδερένιους νόμους της οικονομίας». Το γεγονός ότι αυτοί οι «σιδερένιοι νόμοι» είναι μεταγραφές πρόσφατων μηχανισμών του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής συνήθως αφαιρείται. Η «νατουραλιστική», ανιστορική προοπτική, η οποία αποτελεί τη ραχοκοκαλιά της φιλελεύθερης θεώρησης, εξαφανίζει αυτομάτως την ικανότητα αξιολόγησης άλλων μορφών ζωής, άλλων πολιτισμών, άλλων κοινωνικοοικονομικών και πολιτικών συστημάτων, τα οποία κατηγοριοποιούνται ως «οπισθοδρομικές μορφές», ή ακόμη και ως «λάθη» που η ιστορία θα διαγράψει.
Αυτή η επίκληση εγγενούς ανωτερότητας αποκτά ιδιαίτερα προβληματικά χαρακτηριστικά όταν συνδυάζεται με την αδυναμία άσκησης νόμιμης εξουσίας στα μέλη της κοινωνίας, λόγω της έλλειψης κοινής αξιακής βάσης. Το αποτέλεσμα αυτής της συνέργειας είναι η τάση για καταναγκαστικές και δυσανεκτικές συμπεριφορές, τόσο σε ατομική βάση όσο και στο πλαίσιο των διεθνών σχέσεων. Η φιλελεύθερη ανοχή υφίσταται στην πραγματικότητα μόνο απέναντι σε εκείνες τις επιλογές που μπορούν να βρουν εκπλήρωση ως επένδυση στην αγορά, αλλά όχι απέναντι σε εκείνες τις επιλογές που αμφισβητούν την κυριαρχία της αγοράς.

Tabula rasa του παρελθόντος
Θα πρέπει να σημειωθεί εδώ πως η σχέση μεταξύ του φιλελεύθερου-καπιταλιστικού κοινωνικού μοντέλου και του μηδενισμού είναι ιδιαίτερα σαφής στο βαθμό που το μοντέλο αυτό, εξαφανίζοντας τη σημασία του κοινωνικοϊστορικού παρελθόντος, εμπλέκει επίσης τον μελλοντικό σχεδιασμό σε αυτήν την επιχείρηση εκμηδένισης, συνθλίβοντας την αντίληψη της αξίας στο απλό παρόν. Η νοητική διαδικασία που εμπλέκεται εδώ είναι τόσο απλή όσο και καταστροφική: αν το παρελθόν, αυτό που αφήνουμε ή αυτό που μας άφησαν, δεν μετράει πια για τίποτα, τότε σαφώς και η προοπτική να παραχθεί κάτι δομημένο, που μπορεί να διαρκέσει, επίσης διαλύεται ως κάτι άνευ νοήματος.
Το παρελθόν και το μέλλον, στερημένα από κάθε ποιοτική αξία, παραμένουν ζωντανά μόνο σε εκείνη την τεχνητή διάσταση που είναι το αιώνιο παρόν της νομισματικής ποσοτικοποίησης: Τίποτα από το παρελθόν δεν έχει αξία, εκτός από το κληρονομημένο κεφάλαιο. Και τίποτα από το μέλλον δεν μετράει, εκτός από το αναμενόμενο κεφάλαιο.
Από αυτή την άποψη, μπορούμε να καταλάβουμε πώς το φιλελεύθερο-καπιταλιστικό μοντέλο αντιπροσωπεύει μια μη απομειώσιμη ετερότητα σε σχέση με όλα τα άλλα συστήματα που αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια της ιστορίας – στα οποία, με διάφορες μορφές, η αξιακή παράδοση και η προοπτική μιας διαγενεακής αξίας έπαιζαν πάντοτε κεντρικό ρόλο. Γι’ αυτό το φιλελεύθερο-καπιταλιστικό μοντέλο που χαρακτηρίζει τη Δύση είναι ξένο και θεμελιωδώς εχθρικό προς μοντέλα τόσο διαφορετικά μεταξύ τους όσο η ρωσική νέο-παραδοσιακότητα, η κινεζική σύνθεση κομμουνισμού και κομφουκιανισμού, η ιρανική θεοκρατία κ.λπ.
Ο κοινωνικός έλεγχος, η επιτήρηση, η επιβολή όρων και η εκμετάλλευση και του τελευταίου δευτερόλεπτου διαθέσιμου χρόνου είναι χαρακτηριστικά του φιλελεύθερου-καπιταλιστικού κόσμου, και κάθε άλλο παρά αίσθηση ελευθερίας μεταδίδουν, ιδίως σε όσους ζουν από την εργασία τους
Το χαρτί αυτοεορτασμού που παίζει συνεχώς η Δύση απέναντι σε όλα τα άλλα μοντέλα είναι το ελευθεριακό, παρουσιάζοντας τον εαυτό της ως ένα μοντέλο που θα απελευθερώσει τα άτομα από το βάρος της παράδοσης, των ηθικών κανόνων και των κοινωνικών προσδοκιών. Μόνο που, αφενός, αυτή η ελάφρυνση τείνει να παράγει την «αβάσταχτη ελαφρότητα» του μηδενισμού και, αφετέρου, δεν αντιστοιχεί καθόλου σε μεγαλύτερη θετική ελευθερία. Στην πραγματικότητα ο κοινωνικός έλεγχος, η επιτήρηση, η επιβολή όρων και η εκμετάλλευση και του τελευταίου δευτερόλεπτου διαθέσιμου χρόνου είναι χαρακτηριστικά του φιλελεύθερου-καπιταλιστικού κόσμου, και κάθε άλλο παρά αίσθηση ελευθερίας μεταδίδουν, ιδίως σε όσους ζουν από την εργασία τους.
Η προτεραιότητα της πολιτικής έναντι της οικονομίας, και συνεπώς η διεκδίκηση κυριαρχίας επί των υπερεθνικών μηχανισμών των χρηματοπιστωτικών αγορών, είναι δύο παράγοντες κοινοί σε όλα τα μοντέλα εκτός του Δυτικού. Το αν η προτεραιότητα της πολιτικής έναντι της οικονομίας προωθείται για θρησκευτικούς, εθνικούς, πολιτιστικούς ή άλλους λόγους είναι σημαντικός παράγοντας για την αξιολόγηση συγκεκριμένων μοντέλων, αλλά άσχετος με την αντιπαράθεση του Δυτικού πλέγματος με τον υπόλοιπο κόσμο. Ομοίως, το αν η κυριαρχία είναι λαϊκή, φυλετική ή δυναστική είναι και πάλι σημαντικό στοιχείο για την αξιολόγηση συγκεκριμένων πολιτισμών, αλλά άσχετο όσον αφορά την κοινή τους αντιπαράθεση με το Δυτικό μοντέλο. Στην πραγματικότητα, παρά την εσφαλμένη αντίληψή μας για την κεντρικότητα, το Δυτικό μοντέλο είναι αυτό που αποτελεί ένα εκκεντρικό και μειοψηφικό μοντέλο.
Στη δυτική τροχιά, η διαδικασία της εκκοσμίκευσης υπήρξε καθοριστική για τη δημιουργία του υπόβαθρου του μηδενιστικού αποπροσανατολισμού. Ωστόσο είναι απαραίτητο να κατανοήσουμε ποιο είναι το κρίσιμο σημείο. Ο παράγοντας του αποπροσανατολισμού συνδέεται στενά με την καταστροφή του βάρους του παρελθόντος, στο οποίο βασίζεται κάθε παράδοση και κάθε κανονιστικότητα. Μιλώντας για το βάρος του παρελθόντος, εννοούμε την ικανότητα διατήρησης μιας διαγενεακής συνέχειας στα έθιμα, τις αξίες και τις προσδοκίες, η οποία καθορίζει την ικανότητα μιας σημερινής γενιάς να βρίσκει προσανατολισμό και νόημα στον κόσμο.

Οι παραδόσεις ως αντισώματα στον μηδενισμό
Στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, αυτή η διαδικασία της τομής σε σχέση με το παρελθόν έχει λάβει τα χαρακτηριστικά της εκκοσμίκευσης σε σχέση με το χριστιανικό πλέγμα, σε διάφορες παραλλαγές. Αν εξετάσουμε δύο πλαίσια, όπως η Ρωσία και η Κίνα, μπορούμε να δούμε πώς μια ιστορική φάση ρήξης με την παράδοση ακολουθήθηκε από μια κίνηση ανάκτησης που ανασυγκρότησε εσωτερικά –τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό– τη ρωσική και την κινεζική κοινωνία. Ενώ στη Ρωσία αυτό οδήγησε σε μια ανάκτηση του ρόλου του ορθόδοξου χριστιανισμού, στην Κίνα η παράδοση αναφοράς δεν έχει αυστηρά θρησκευτικά χαρακτηριστικά, όπως τα αντιλαμβανόμαστε εμείς, καθώς σε αυτήν περιλαμβάνονται κυρίως ο κομφουκιανισμός και η λατρεία των προγόνων.
Η διεισδυτικότητα μιας μηδενιστικής διάστασης στον Δυτικό κόσμο, η εξαιρετική δυσκολία παρακίνησης κοινών σχεδίων και κανονιστικότητας, επιφέρει πολυάριθμες βλαβερές συνέπειες, εκ των οποίων ορισμένες είναι απειλητικές, ιδίως στο εσωτερικό των Δυτικών εθνών, ενώ άλλες είναι απειλητικές σε εξωτερικό επίπεδο. Στο εσωτερικό, η εξάπλωση μιας κατάστασης αποπροσανατολισμού και ανομίας καθιστά τις κοινωνίες εύθραυστες, και τις νομικές και ηθικές παραβιάσεις συχνότερες. Τέλος, κάνει την ίδια την οργανωτική ικανότητα, που χαρακτήριζε ως αρετή τις Δυτικές κοινωνίες, να τρίζει. Προς τα έξω, η δυναμική αυτή μπορεί να έχει ιδιαίτερα ανησυχητικές επιπτώσεις αφού –προκειμένου να ανασυνταχθούν οι τάξεις των Δυτικών κοινωνιών– προκύπτει φυσικά, ελλείψει εσωτερικών κινήτρων, ο πειρασμός να παραχθεί αυτή η συμπίεση ως απάντηση σε μια υποτιθέμενη ή πραγματική εξωτερική απειλή. Από αυτήν την άποψη, ο πειρασμός να συμπιεστεί και να ρυθμιστεί μια αποσυντιθέμενη κοινωνία μέσω της διαφαινόμενης προοπτικής του πολέμου θα ήταν μια λύση κάθε άλλο παρά καινούρια.
* Ο Αντρέα Τζοκ είναι Ιταλός φιλόσοφος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μιλάνου και συνεργάτης πολλών έντυπων και ηλεκτρονικών μέσων. Το παρόν κείμενο δημοσιεύθηκε στις 28/3/2025 στην ιταλική διαδικτυακή επιθεώρηση Krisis, η οποία φιλοξενεί εργασίες και αναλύσεις «για την κατανόηση των κοσμογονικών αλλαγών που επαναπροσδιορίζουν την παγκόσμια τάξη πραγμάτων» (www.krisis.info).