Με τον τρόπο αυτό, γεγονότα φυσικά, κοινωνικά, ιστορικά και ψυχολογικά, εκπίπτουν σε θεωρητικές αρχές υποστηρικτικές των κυρίαρχων ελίτ
Ίσως χρειαζόμαστε μια κάπως διαφορετική αριθμητική για να καταλάβουμε καλύτερα τον χαοτικό κόσμο μας. Για παράδειγμα, ο αριθμός –ας πούμε– τέσσερα, μπορεί να προκύπτει ως το αποτέλεσμα της αφαίρεσης του αριθμού ένα από τον αριθμό πέντε. Σιγά το πρωτότυπο, θα πει κανείς, και σωστά. Αν όμως φανταστούμε το τέσσερα ως ένα αφαιρεμένο πέντε, το τέσσερα δηλαδή ως ολίγον από πέντε, ή αντίστοιχα βέβαια, το πέντε ως αφαιρεμένο δέκα ή το χίλια ως αφαιρεμένο δέκα χιλιάδες κ.ο.κ., τότε πιθανόν διανοίγεται μια κάπως διαφορετική «αριθμητική» οπτική.
Μπορεί να συμβαίνει κάτι ανάλογο στην κοινωνία; Να πρόκειται δηλαδή για μια κοινωνία αφαίρεσης; Και δεν μιλώ απλά για ένα «σύστημα αδιαφορίας και αποξένωσης στην καθημερινή ζωή», όπως το όρισε ο κοινωνιολόγος Φίλιππο Βιόλα, ήδη από το 1980. Δεν πρόκειται δηλαδή «απλά» για μια αφηρημένη κοινωνία, θεμελιωμένη πάνω σε ένα σύστημα αδιαφορίας για την ίδια την ύπαρξή μας. Δεν πρόκειται «απλά» για μια κοινωνία «αφηρημένη, με την έννοια ότι αυτή η κοινωνία κάνει αφαίρεση από την κοινωνική πραγματικότητα και δεν λαμβάνει υπόψη το πώς ζουν πραγματικά τα συγκεκριμένα πρόσωπα». Πρόκειται για μια κοινωνία στην οποία η αφαίρεση είναι συστημικό προαπαιτούμενο. Είναι προϋπόθεση της συστημικής λειτουργίας της. Η αναγκαία συνθήκη του. Γιατί χωρίς την «αφαίρεση», το Σύστημα δεν λειτουργεί. Και αυτό, αν είναι αληθές, είναι ένα ενδιαφέρον στοιχείο, αν μη τι άλλο, για όσους επιθυμούν την ανατροπή του.
Ο Μπακούνιν, νομίζω, πρώτος επιχειρεί να θέσει το ζήτημα αυτό στο συλλογικό επίπεδο, μ’ έναν τρόπο μάλιστα που θα σόκαρε τους σημερινούς υποστηρικτές του. «Το κράτος δεν είναι η πατρίδα. Είναι η αφαίρεση, ο μεταφυσικός, μυστικιστικός, πολιτικός, νομικός μύθος της πατρίδας… Ο πατριωτισμός του λαού δεν είναι ιδέα, αλλά γεγονός, και ο πολιτικός πατριωτισμός, η αγάπη του Κράτους, δεν είναι η ακριβής έκφραση αυτού του γεγονότος, αλλά μια εκφυλισμένη έκφραση μέσω μιας απατηλής αφαίρεσης, και πάντα προς όφελος μιας εκμεταλλεύτριας μειοψηφίας», θα γνωματεύσει, εν τέλει, ο Μπακούνιν, απενοχοποιώντας την έννοια του Πατριωτισμού από τις εθνικιστικές παραμορφώσεις της. Η αφαίρεση, δηλαδή η απατηλή και εκφυλισμένη έκφραση ενός γεγονότος, είναι που το μετατρέπει σε «ιδέα» υπηρετική της άρχουσας τάξης. Με τον τρόπο αυτό, μέσω της αφαίρεσης, γεγονότα φυσικά, κοινωνικά, ιστορικά και ψυχολογικά, εκπίπτουν σε θεωρητικές αρχές υποστηρικτικές των κυρίαρχων ελίτ.
Πρόκειται για «ανελέητες και αδηφάγες» αφαιρέσεις, που εδράζονται στις οριακές, ενστικτώδεις, αλλά πολύ πραγματικές ενορμήσεις του λαού και από εκεί, σαν «βρυκόλακες, τρέφονται με το αίμα των ανθρώπων».
Και μήπως, επίσης, αυτή η «μυθική αφαιρεμένη εκδοχή» αναδεικνύεται, αντανακλαστικά, κάθε φορά που απειλείται ή καταπιέζεται η γνήσια, πραγματικά, έκφρασή της; Δηλαδή, όπως για παράδειγμα, αναδύεται ο εθνικισμός σαν μια αφαιρεμένη εκδοχή ενός καταπιεσμένου πατριωτισμού;
Αλλά αυτή η αφαιρετική καταστροφή αφορά μονάχα στην Πατρίδα, που αφαιρούμενη εκπίπτει σε Κράτος και στο Έθνος που αφαιρούμενο καταντάει Εθνικισμός ή επεκτείνεται σε ένα μεγάλο εύρος και άλλων κρίσιμων αναπαραστάσεων;
Μήπως και το ατομικό δικαίωμα δεν είναι ένα αφαιρεμένο Δίκαιο; Μήπως και το τόσο αποθεωμένο, στον καιρό της παγκοσμιοποίησης, ατομικό δικαίωμα, δεν είναι η αφαίρεση, ο σχεδόν μεταφυσικός, μυστικιστικός, νομικός, μύθος του δικαίου; Μήπως, τελικά, το ατομικό δικαίωμα δεν είναι τίποτα περισσότερο από το αναγκαίο παραμύθιασμα μπροστά στο αφαιρεμένο-ελλειμματικό Δίκαιο;
Μήπως και η ελευθερία αφαιρούμενη, δηλαδή η ολίγον από ελευθερία, δεν εκπίπτει σε ιδιωτεία, σε «ελευθερία» επιλογών; Το γεγονός της υπαρξιακής ελευθερίας δεν γίνεται, έτσι, νομικό τερτίπι-«μπαλαμούτι», αντιλαμβανόμενο ως ατομική υπόθεση και άρα διαλυτικό της συλλογικότητας;
Μήπως η αφαιρεμένη αλήθεια, δηλαδή η μισή αλήθεια, δεν είναι η τόσο διάσημη «μετα-αλήθεια» των κυρίαρχων media της εποχής μας;
Μήπως ο έρωτας αφαιρεμένος, δεν είναι το παραμύθιασμα της απελεύθερης σεξουαλικότητας;
Μήπως η βαθιά ανθρώπινη ανάγκη, όταν υφίσταται τη διαβρωτική επίδραση της αφαίρεσης, δεν εκπίπτει στο μύθο της προς ικανοποίηση επιθυμίας;
Μήπως ο αφαιρεμένος πολιτισμός, δεν είναι η φολκλορική κουλτούρα;
Μήπως η αφαιρεμένη τέχνη, δεν είναι συχνά μια grotesque φάρσα;
Μήπως ο Τραμπ, δεν είναι αποτέλεσμα μιας αφαιρεμένης πολιτικής;
Μήπως ο καταναλωτής, δεν είναι ένας αφαιρεμένος πολίτης;
Μήπως η αποικία, δεν είναι ένας αφαιρεμένος τόπος;
Μήπως κι ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν είναι μια αφαιρεμένη αριστερά;
Μήπως η αγανάκτηση, δεν είναι μια αφαιρεμένη πολιτική στάση διαμαρτυρίας;
Μήπως ο κοινοβουλευτισμός, δεν είναι μια αφαιρεμένη δημοκρατία;
Μήπως η παγκοσμιοποίηση, δεν είναι ένας αφαιρεμένος διεθνισμός;
Μήπως ο φιλελευθερισμός, δεν είναι μια αφαιρεμένη ελευθερία.
Μήπως ο φιλ-ανθρωπισμός, δεν είναι μια αφαιρεμένη ανθρωπιά;
Μήπως στα κοινωνικά δίκτυα συμμετέχουν μόνο οι αφαιρέσεις των υπάρξεών μας, οι αφηρημένες υπάρξεις μας;
Μήπως τα πληκτρολόγιά μας δεν είναι τίποτα περισσότερο από τα αφαιρεμένα φλογερά αγγίγματά μας; Και οι οθόνες μας, τα αφαιρεμένα βλέμματά μας;
Μήπως, εν τέλει, ακόμη και η τρυφερότητά μας, δεν είναι παρά μια αφαιρεμένη αγάπη ή μήπως είναι μια αφοπλισμένη οργή;
Μήπως τα άτομά μας, είναι τα αφαιρεμένα μας πρόσωπα; Μήπως είμαστε τελικά ο σχεδόν μεταφυσικός, μυστικιστικός, νομικός, μύθος της ύπαρξής μας; Μήπως είμαστε «κάτι από εμάς»; Ο Ελάχιστος Οριακός Εαυτός μας.
Μήπως η εργαλειακή αντικειμενοποίησή μου, δεν είναι η αφαιρεμένη μου υποκειμενικότητα;
Μήπως το «εγώ» μου, δεν είναι το αποτέλεσμα μιας αφαίρεσης του «εγώ κι εσύ», μιας αφαίρεσης του «εμείς» ;
Νομίζω ναι. Γιατί χωρίς αυτήν την αφαιρεμένη ύπαρξη, το σύστημα θα ήταν αδύνατον να λειτουργήσει. Ακριβώς γιατί, εξ ορισμού, προβλέπει, προϋποθέτει, το αφαιρεμένο αδιαφοροποίητο άτομο ως συστατικό του. Είμαστε προϊόντα αθροιστικών αφαιρέσεων, σε πολλαπλά επίπεδα, για να μπορούμε να είμαστε compatible με τα αφαιρεμένα συστημικά πρότυπα. Είμαστε οι ομογενοποιημένες –προς τα κάτω– αφαιρέσεις των υπάρξεών μας, ώστε να διασφαλίζεται η συστημική αποτελεσματικότητα.
Και με την έννοια αυτή, οι «προσθέσεις μας», οι μειώσεις των αφαιρέσεών μας, οι αποκαταστάσεις των φυσικών, ιστορικών, κοινωνικών και ψυχολογικών γεγονότων της ύπαρξής μας, μπορεί να είναι πραγματικά ανατρεπτικές.
Αν και πριν συμβεί αυτό, χρειάζεται, μάλλον πρώτιστα, να σταματήσουμε να θυσιαζόμαστε για τις «αδηφάγες και ανελέητες» αφαιρέσεις τους.
Κι ύστερα, να συν-πληρώσουμε το αφαιρεμένο «εγώ», με λίγο ακόμη «εσύ». Να συν-πληρώσουμε το αφαιρεμένο «εμείς», με τους Άλλους.
Ξέρεις, ούτε εγώ, ούτε εσύ, είμαστε αριθμοί για να αφαιρούμαστε τόσο εύκολα και χρειαζόμαστε έναν έρωτα να μας το υπενθυμίζει.
Ο Αντώνης Ανδρουλιδάκης είναι σύμβουλος Ψυχικής Υγείας – ψυχοθεραπευτής