Aπουσία στρατηγικής στην Αθήνα, και ο Νταβούτογλου το χαβά του… Του Γιώργου Τσίπρα
Στο δημοσίευμα του Βήματος «η κυβέρνηση εξετάζει πολύ σοβαρά το ενδεχόμενο να καταθέσει συντεταγμένες για τα εξωτερικά όρια της ελληνικής υφαλοκρηπίδας στα Ηνωμένα Έθνη μέσα στους πρώτους μήνες του 2013», ο Νταβούτογλου απάντησε πως «σε τέτοια περίοδο πρέπει να αποφεύγονται τα μονομερή βήματα». «Σε μια τέτοια περίπτωση η Τουρκία θα κάνει τα αντίστοιχα βήματα, αλλά ελπίζω ότι δεν θα χρειαστεί να τα κάνει», συμπλήρωσε.
Οι δηλώσεις Νταβούτογλου δεν υπερβαίνουν άλλες δηλώσεις κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα τον περασμένο Οκτώβριο. Με αυτή την έννοια δεν αποτελούν έκπληξη ή κάτι καινούργιο, όπως παρουσιάστηκαν από λαϊκιστικές ιστοσελίδες που «επείγονται» για ανακήρυξη ΑΟΖ από την Ελλάδα. Ωστόσο, οι δηλώσεις Νταβούτογλου επιβεβαιώνουν το διαρκές μπούλινγκ της Άγκυρας προς Ελλάδα και Κύπρο, καθώς και το τέλμα στο οποίο βρίσκονται οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, με την ελληνική πλευρά να είναι αυτή που φθείρεται και αδυνατίζει τη θέση της.
Αν θα έπρεπε να συμπυκνώσουμε σε μια πρόταση το τι συμβαίνει, έχουμε διπλωματικές ασκήσεις Νταβούτογλου, σε ένα τερέν αποσταθεροποίησης της περιοχής και εντεινόμενων ανταγωνισμών ισχυρών δυνάμεων, απέναντι σε μια χώρα σε θέση αδυναμίας αλλά και χωρίς στρατηγική, με μια εξωτερική πολιτική που κάνει επιπλέον το λάθος να θέτει προς επίλυση προβλήματα που θα απαιτούσαν πιο δυνατούς λύτες και άλλη χρονική στιγμή, και που η «επίλυσή» τους επείγει περισσότερο άλλους παρά εμάς τους ίδιους.
Γεωπολιτικές συνιστώσες
Πρώτο, η περιοχή της ανατολικής Μεσογείου πλήττεται ταυτόχρονα από μια αποσταθεροποίηση της Μέσης Ανατολής και Β. Αφρικής και αλληλοσυγκρουόμενες επιδιώξεις ανταπόκρισης στα νέα δεδομένα, την ανάπτυξη γεωενεργειακών ανταγωνισμών και την τοπική συμπύκνωση πιο πλανητικών γεωπολιτικών ανταγωνισμών – για λόγους που δεν είναι του παρόντος. Μια στοιχειωδώς ανεξάρτητη και πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, και όχι πολιτική ουράς σε ισχυρούς, καθίσταται σε αυτές τις συνθήκες περισσότερο αναγκαία.
Δεύτερο, το μέγεθος και η ένταση των ενεργειακών ανταγωνισμών σχετίζονται λιγότερο με το (αμφίβολο ακόμη) οικονομικό μέγεθος καθεαυτό και περισσότερο με γεωπολιτικές επιδιώξεις, καταρχήν των πολύ μεγάλων παικτών και κατά δεύτερο των τοπικών περιφερειακών δυνάμεων. Ειδικά από αυτή την άποψη, η ελλαδική πλευρά φαίνεται να λειτουργεί ανάποδα, δηλαδή με αναμενόμενο έπαθλο το (αμφίβολο) οικονομικό όφελος, διολισθαίνει στην υπηρέτηση γεωπολιτικών σχεδιασμών τρίτων.
Τρίτο, στο περιβάλλον αυτό οι όποιες επιλογές σχετικά με την αξιοποίηση κοιτασμάτων, τη διαμόρφωση ενεργειακών αξόνων και τριγώνων (όπως το αμερικανικής έμπνευσης «Νέο Ενεργειακό Τρίγωνο» Ισραήλ-Κύπρου-Ελλάδας), εμπεριέχουν γεωπολιτικό και εν δυνάμει συγκρουσιακό φορτίο πολύ μεγαλύτερο από το άμεσο οικονομικό διακύβευμα. Ειδικότερα, στην περίπτωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων τα ανοιχτά μέτωπα είναι τόσα και τέτοιας σημασίας για τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας, που η προνομοποίηση ενός άμεσου (αμφίβολου) ενεργειακού οφέλους σε βάρος των δικαιωμάτων δεν προκύπτει από καμιά λογική ανάλυση που συνυπολογίζει τις στρατηγικές απαιτήσεις της εθνικής κυριαρχίας, ανεξαρτησίας και μελλοντικής ύπαρξης της χώρας.
Τέταρτο, μια πιθανή επαναπροσέγγιση ή κάποια εξομάλυνση των σχέσεων Τουρκίας-Ισραήλ (που ποτέ δεν υπήρξε αδύνατη, ούτε στο κορύφωμα της μεταξύ τους έντασης) απλώς θα επιβεβαιώσει παραπέρα το αδιέξοδο των σχετικά πρόσφατων επιλογών προσέγγισης της Ελλάδας στο Ισραήλ. Δεν είναι λιγότερο άστοχη, επιπόλαιη και τυχοδιωκτική –άλλωστε δεν είναι καν άσχετη– η βιασύνη κινητικότητας γύρω από την ΑΟΖ. Οι χαρακτηρισμοί είναι επιεικείς στο βαθμό που η κινητικότητα και φιλολογία σχετίζονται κυρίως με έξωθεν πιέσεις και επιθυμίες, είτε γεωπολιτικές είτε «νομής» του δημόσιου πλούτου. Τόσο η υπεράσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων και η αποφυγή κατάληξης της Ελλάδας σε μια χώρα περιορισμένης κυριαρχίας και από αυτή την πλευρά, που είναι το μείζον, όσο και η αξιοποίηση του φυσικού πλούτου, το έλασσον, δεν συνδέονται άρρηκτα με την επίσπευση «ρυθμίσεων» γύρω από την ΑΟΖ.
Τέλος, αυτό που κυρίως πρέπει να προβληματίσει δεν είναι με ποιο τρόπο θα εξασφαλισθεί στο άμεσο μέλλον η εκμετάλλευση της ΑΟΖ απέναντι σε μια Τουρκία που απειλεί, αλλά ακριβώς το πώς θα αντιμετωπιστεί συνολικά η αναβαθμισμένη περιφερειακή δύναμη της Τουρκίας που από θέση ισχύος απειλεί και αμφισβητεί όλο και περισσότερο, τακτική που στο περιβάλλον της γενικότερης έντασης γίνεται πιο επικίνδυνη.
Η βασική προϋπόθεση
Στην πραγματικότητα, η αξιοποίηση του φυσικού πλούτου σε όφελος του λαού και της χώρας προϋποθέτει την απαγκίστρωση από το τροϊκανό καθεστώς, χωρίς την οποία κάθε σχετική συζήτηση είναι εκ του πονηρού, στο βαθμό που δεν θα υπάρχει αλλιώς κανένα απολύτως όφελος για το λαό και τη χώρα. Τι νόημα έχει να μιλάμε για κοιτάσματα όταν, για παράδειγμα, ετοιμάζονται να πουλήσουν τη ΔΕΠΑ; Ακόμη χειρότερα, τι νόημα έχει να μιλάμε για κοιτάσματα όταν, ακόμη και τη ΔΕΠΑ που πουλάνε, φοβούνται την περίπτωση να δώσει η Gazprom προσφορά που δεν θα μπορούν αρνηθούν – και τι θα κάνουν τότε με τις ΗΠΑ και την Ε.Ε. που αντιδρούν σφόδρα σε μια τέτοια προοπτική; Με τα σημερινά δεδομένα, μόνο σε μια Ελλάδα που προχωρά σε μια παραγωγική ανασυγκρότηση εκτός Μνημονίου και υπερασπίζεται την ανεξαρτησία και γεωπολιτική υπόσταση της χώρας έχει νόημα και μας ενδιαφέρει να αξιοποιηθεί ο αναξιοποίητος φυσικός πλούτος.
πάρχουν σήμερα τρεις πλευρές που διάκεινται θετικά σε μια προοπτική επιπόλαιης «ρύθμισης» εθνικών ζητημάτων. Ο τροϊκανός πολιτικός κόσμος στο πλαίσιο του ξεπουλήματος και της νεο-αποικιοποίησης. Ένας λαϊκισμός σε ρόλο λαγού με εθνικιστική μορφή που δεν είναι καν εθνικισμός, αφού κάνει πολύ φασαρία π.χ. για την ΑΟΖ αλλά δεν κάνει καθόλου φασαρία για πολύ σοβαρότερα ζητήματα. Μια κοσμοπολίτικη «προοδευτική» προσέγγιση που διακατέχεται από την τελείως ανυπόστατη αυταπάτη ότι μπορεί να υπάρξει ειρηνική συνύπαρξη και στρατηγική βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων απλώς με την επίτευξη συμβιβασμών.