Η λαβωμένη κοινωνία και ένα κατάπτυστο πρωτοσέλιδο. Της Μαρίας Πετρίτση

Για το Πρώτο Θέμα που δημοσίευσε τη διαβόητη φωτογραφία του Παύλου Φύσσα λίγο πριν ξεψυχήσει αιμόφυρτος από χέρι νεοναζί γράφτηκαν πολλά. Για τους πενήντα χιλιάδες αιμοδιψείς συμπατριώτες μας που έσπευσαν στα περίπτερα να αγοράσουν το έντυπο και για όσους αναδημοσίευσαν τη φωτογραφία στα κοινωνικά δίκτυα, άλλα τόσα. Για τους πεντακόσιες χιλιάδες ψηφοφόρους της Χ.Α. που την έβαλαν στη Βουλή ξαναχύθηκε αναδρομικά πολύ μελάνι. Για την αιφνίδια, ματωμένη «αφύπνιση» της πολιτείας απέναντι στον κίνδυνο του φασισμού τυπώθηκαν σελίδες επί σελίδων. Για τη σκοπιμότητα ή όχι της δημοσίευσης του ντοκουμέντου, αναπτύχθηκαν άπειρες πολεμικές. Για τον άνθρωπο που τράβηξε αυτή τη φωτογραφία δεν ειπώθηκε τίποτα.
Δεν αναφέρθηκε κάπου το όνομά του. Αγνοείται πόσα χρήματα πήρε ως αμοιβή για να πουλήσει την επίμαχη φωτογραφία. Δεν μαθεύτηκε ποιος ήταν ο ρόλος του στο σημείο του φόνου, για ποιο λόγο βρισκόταν εκεί, πώς και αν αντέδρασε – πέρα από το να φωτογραφίσει το έγκλημα και κατόπιν να διοχετεύσει τη φωτογραφία στην αγορά. Δεν απαθανάτισε τη στιγμή του φόνου ή το πρόσωπο του φονιά. Απαθανάτισε το θύμα την ώρα που ψυχορραγούσε στην άσφαλτο. Έβγαλε ένα άρτιο, ασφαλές πορτρέτο.
Ό,τι και να λένε οι εφημερίδες, τα κοινωνικά δίκτυα και οι περαστικοί στις γειτονιές, τα γεγονότα δεν αλλάζουν. Ένας νέος άνθρωπος έχασε τη ζωή του και κάποιος από τους παρόντες απαθανάτισε το ψυχορράγημα και στη συνέχεια εκπόρνευσε το υλικό του. Ένας άνθρωπος που δεν ξέρει κανείς ποιος είναι, τι δουλειά κάνει, ποια είναι η ηλικία του, πώς είναι το πρόσωπό του. Η ιστορία της εν λόγω φωτογραφίας δεν διαφέρει από αυτές που ακούγονται κάθε φορά που αποκαλύπτεται ένα καινούργιο δίκτυο πορνείας: Τραβήχτηκε την κατάλληλη στιγμή, έγινε αντικείμενο διαπραγμάτευσης με lifestyle φυλλάδα, πουλήθηκε, τυπώθηκε και βγήκε φτιασιδωμένη στα πεζοδρόμια, αποφέροντας, χάρη στην πορνογραφική χροιά της, επιπλέον κέρδη στον προαγωγό της.
Μετά από όλα αυτά, αναρωτιέται κανείς: Πώς είναι αυτός ο άνθρωπος που, ενώ μπροστά στα μάτια του συνέβαινε ένα έγκλημα, είχε την ψυχραιμία να οπλίσει την κάμερα και να ρίξει άλλη μια σφαίρα στον χτυπημένο; Τι σκεφτόταν εκείνο το δευτερόλεπτο που κεντράριζε την εικόνα του μέσα στο κάδρο του φακού; Πώς χτυπούσε η καρδιά του; Ποια δύναμη εμπόδισε το χέρι του να τρέμει από φρίκη και τα μάτια του να θολώσουν από τρόμο και δάκρυα; Πώς κατάφερε να παραμείνει στην απέναντι πλευρά της ζωής; Πώς ένιωσε τρεις μέρες μετά τις διαπραγματεύσεις, βλέποντας το εκτρωματικό έργο του κρεμασμένο στα τσιγκέλια του περιπτέρου και ακούγοντας τη μητέρα του δολοφονημένου να οδύρεται για το σφαγμένο παιδί της;
Αυτός ο ηθικά λεηλατημένος άνθρωπος, ανώνυμος και κρυμμένος, έχει το κουράγιο και κυκλοφορεί ανάμεσά μας. Κοιτάζει τους ανθρώπους στα μάτια ξέροντας πως βρήκε τρόπο να ξεδιψάσει την άρρωστη ανάγκη τους για κανιβαλισμό ή να προσβάλει ακόμα χειρότερα την αξιοπρέπειά τους. Μπορεί ανάμεσά τους να ψάχνει προδοτικά το επόμενο θύμα του. Μπορεί να νιώθει θριαμβευτής και έξυπνος – εξάλλου έβγαλε λεφτά από το θάνατο ενός αθώου. Αγνοεί όμως πως, τελικά, δεν κοιτάζει μόνο τους πελάτες του που αρέσκονται σε εικόνες σφαγείου ή κρύβουν μέσα τους ένστικτα φρίκης και αποτροπιασμού. Κοιτάζει κατά πρόσωπο ολόκληρη την κοινωνία. Μια κοινωνία που έχει πολλούς σαν αυτόν, αλλά και κάμποσους που δεν του μοιάζουν καθόλου. Ξεχνά πως παρ’ ότι τα θηρία σαν και του λόγου του είναι ένα κομμάτι του κοινωνικού ιστού, στη ζούγκλα κυκλοφορούν και άλλου είδους ζώα. Είναι ασεβής τόσο απέναντι στη ζωή όσο και στο θάνατο. Τα χέρια του είναι λερωμένα. Κράτησε μια κάμερα, και με το ίδιο σαρκοβόρο ένστικτο του δολοφόνου που τράβηξε μαχαίρι, εκείνος τράβηξε και, στη φυλλάδα που μέχρι πρότινος προωθούσε τους φασίστες ως ποπ σύμβολα, πούλησε έναντι ενός ή πολλών πινακίων φακής αυτή τη φωτογραφία. Αυτός ο άνθρωπος δεν μπορεί να θεωρηθεί αθώος. Επειδή είναι Απάνθρωπος. Απέναντί του, όμως, στέκονται Άνθρωποι που τον περιφρονούν και είναι αντίπαλοί του. Άνθρωποι που δεν πιστεύουν στο ματωμένο κέρδος και δεν ορκίζονται σε αυτό. Κάποτε θα έρθει η ώρα που θα το αντιληφθεί, όπως και όλοι εκείνοι που τόσο καιρό πατούν επί πτωμάτων νομίζοντας πως δικαιούνται να μακελεύουν κατά το δοκούν μια ολόκληρη λαβωμένη κοινωνία. Κάποτε θα αντιστραφούν οι ρόλοι και η δικαιοσύνη θα πάψει να είναι διακοσμητική. Αυτός θα είναι ένας φόρος τιμής στο φωτογραφημένο αίμα του Παύλου Φύσσα και όλων εκείνων που έχασαν και χάνουν τη ζωή τους σε μια εποχή αδικίας και αλληλοσπαραγμού.

* Η Μαρία Πετρίτση είναι συγγραφέας

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!