Ας τραγουδήσουμε τη δυστυχία μιας χώρας που δεν θέλει ν’ απελπιστεί. Του Μάρκου Δεληγιάννη
Καθώς η πρώτη νύχτα του δίσεκτου χρόνου άπλωνε τις ζοφερές φτερούγες της και τύλιγε αθόρυβα τα τσιμεντένια μας υπνωτήρια, εμείς συναθροιστήκαμε -όπως το έθιμο καλεί- γύρω από το γιορταστικό τραπέζι, με πρόσωπα αγαπημένα, ταξίδι ν’ αποτολμήσουμε, χωρίς προορισμό, μακριά από της καθημερινότητας τον εναγκαλισμό. Ίσως -κανείς δεν ξέρει- κάποιος πλοηγός-ποιητής για λίγο μας πιλοτάρει στου ονείρου τ’ απόκρυφο λιμάνι.
Ο ήχος των ποτηριών που συγκρούονται ευφρόσυνα θα χαϊδεύουν της ακοής τους αισθητήρες και το περιεχόμενο -κρασί ευλογημένο- θα τέρπει του ουρανίσκου την ηδονική διάθεση, ενώ, ένα μπολερό κουβανικό θ’ αποτελεί μοναδική μουσική επένδυση της πρωτοχρονιάτικης σκηνής. Τούτη τη νύχτα όλοι ποθούσαμε την πραγματικότητα ν’ απεμπολήσουμε. Ιδιαίτερα, ύστερα από τον πρόσφατο ξεπεσμό των λέξεων και των ιδεών που τόσο μας σαγήνευσαν σε καιρούς περασμένους, κανείς δεν επέτρεπε στη μνήμη να φωλιάζει σε μάχες αλλοτινές, ένδοξα κερδισμένες. Μάλιστα, πολλοί από μας συνέρευσαν στα οικεία ληξιαρχεία -ουρές ατέλειωτες- και εκεί υπέβαλαν αιτήσεις για αλλαγές ονομάτων, όχι μόνο ανθρώπων αλλά και οδών και πόλεων. Έτσι που κατάντησε πλέον η ζωή, αφού τα πάντα, ακόμη και τα αυστηρώς προσωπικά μας ρυθμίζονται ερήμην ημών, άραγε ποια σκοπιμότητα θα εξυπηρετούσε η προσκόλληση στο παρελθόν; Μα ακόμη κι αν κάποιος θυμηθεί παλιές ή και πρόσφατες ημέρες ευτυχισμένες, οι άλλοι τον διακόπτουν με περιφρόνηση, με σκωπτική διάθεση ή, στην καλύτερη των περιπτώσεων με σκεπτικισμό. Ποιος ο λόγος, λοιπόν, να φυλάμε με ιδιαίτερη φροντίδα στα υπόγεια τ’ ακρωτηριασμένα αγάλματα; Άλλωστε, οι πιο πονηροί, οι χαμαιλέοντες, εξασφάλισαν πάγκο στις λαϊκές αγορές κι εκεί τα εκποιούν όσο-όσο.
Κι ύστερα οι περισσότεροι από μας κομματιασμένοι, διασπασμένοι, οργισμένοι εναντίον όλων. Σκορπάγαμε τον χρόνο μας σε συμβούλια, διαβούλια, ατελεύτητες συσκέψεις. Κατάντησαν φίλοι και γείτονες να μη χαιρετιούνται πια στο δρόμο. Βγήκαν στην επιφάνεια κακίες ξεχασμένες. Στην αγορά διακρίνει κανείς παρέες-παρέες να συζητούν με πάθος, μ’ έξαρση τα δικά τους, τ’ αμφισβητούμενα οφίτσια τα τωρινά ή τα μελλούμενα.
Μα τούτη τη νύχτα τη γιορτινή καθώς συνάχτηκαν οι θύμησες παρέα με αδελφούς ταξιδευτές, νιώσαμε την ανάγκη να σφίξουμε το χέρι των συντρόφων, να χαμογελάσουμε ένα παράνομο χαμόγελο, όπως παλιά. Ν’ αρθρώσουμε λέξεις απλές: αδελφοσύνη, συντροφικότητα, αλληλεγγύη. Αύριο πάλι μας περιμένει η μοναξιά του δρόμου. Τη νύχτα αυτή ας εξορίσουμε, έστω και για μια βραδιά, το φόβο και τη θλίψη.
Αυτά εμείς! Αλλά τα στρατεύματα κατοχής, άγρυπνα, δεν επιτρέπουν αποδράσεις. Τούτη τη νύχτα της περισυλλογής επέλεξαν ν’ αναγγείλουν, διά στόματος του διορισμένου πραίτορα, πως καινούργια δεινά μας επιφυλάσσουν.
Αυτός με ύφος μειλίχιο, άρθρωνε αργά τις λέξεις -πρόεδρος στρατοδικείου αναγιγνώσκων θανατική καταδίκη- ενώ ένα αδιόρατο χαμόγελο διανθισμένο με λεπτή ειρωνεία, στόλιζε τα χείλη του:
Νομίζετε γέννες δούλων ότι θα σας αφήναμε, ειδικά σήμερα, ανενόχλητους; Ε, όχι! Μάθετέ το μια για πάντα: Εμάς μας ενδιαφέρει η σωτηρία της πατρίδας. Θέλουμε να την παραδώσουμε αμόλυντη από τις βρομισιές του όχλου, στους μεγάλους διαχειριστές των υψηλών συμφερόντων!
Εμείς, τότε, ολομιάς τρέξαμε την ακοή μας να καταχωνιάσουμε πίσω από τα σφαλιστά παράθυρα των υπνωτηρίων μας. Μα οι απειλές του πραίτορα είχανε κιόλας τρυπώσει στις χαραμάδες των σπιτιών σαν σκόρος στα στριφώματα ξεχασμένων ρούχων.
Κι έπειτα όλοι αυτοί οι καλοφαγωμένοι παρατρεχάμενοι που επαναλαμβάνανε του πραίτορα τις ρήσεις, πλημμύρισαν τους δρόμους της ανοχύρωτης πόλης διαλαλώντας τον ερχομό των εκπτώσεων. Παρέα τους όλοι οι βραχίονες του συστήματος, κενοί από κοινωνικές και συναισθηματικές ευαισθησίες, ονειρεύονταν την ερωτική συνεύρεση με την καρέκλα που σε λίγο -ποτέ δεν ξέρεις- θα πάρει σάρκα και οστά.
Πήραμε πάλι τους δρόμους της πόλης, στολισμένους με απατηλά ψιμύθια. Μα εκεί οι σταυροφόροι της ευκαιρίας καβάλα σε άρματα σιδερόφραχτα κάλπαζαν προς τις φλεγόμενες πλατείες. Οπισθοφυλακή αυτής της θλιβερής πομπής οι διάφοροι επώνυμοι, ψευδώνυμοι, μεταμφιεσμένοι αριστερούληδες, αυτοί που πρώτοι έτρεξαν στα ληξιαρχεία της συνείδησης ονόματα ν’ αλλάξουνε. Όμως η μεταμφίεση έγινε αντιληπτή αμέσως, άλλωστε το τριώδιο δεν άνοιξε ακόμη.
Τώρα στα ρείθρα των σπασμένων πεζοδρομίων, τυφλοί ανήμποροι, επιζητούν στην αντίπερα όχθη να φτάσουν. Ας ανοίξουμε, σύντροφοι, τα παραθυρόφυλλα των σπιτιών μας κι ας κοιτάξουμε ψηλά τον ουρανό, το χρώμα του που το ’χουμε από καιρό ξεχάσει κι ας τραγουδήσουμε τη δυστυχία μιας χώρας που δεν θέλει ν’ απελπιστεί. Ας ξαναβρούμε μεσ’ απ’ την οδύνη το κουράγιο γι’ άρνηση κι ας σταθούμε καταμεσής του δρόμου που μας προσμένει και με στεντόρεια φωνή το πέπλο της απάθειας που μας τυλίγει, ν’ αναδεύσουμε. Η κραυγή μας ν’ ακουστεί με ευκρίνεια: Υπερασπιστείτε το ηλιοβασίλεμα, το άρωμα βρεμένου χώματος από φθινοπωριάτικη βροχή, του πουλιού το κελάηδισμα. Τότε οι πλανόδιοι ρήτορες θα βουβαθούν και κάποιοι τυφλοί θ’ αναθαρρέψουν και σώοι θα φτάσουν στην αντίπερα όχθη.
Ο ήχος των ποτηριών που συγκρούονται ευφρόσυνα θα χαϊδεύουν της ακοής τους αισθητήρες και το περιεχόμενο -κρασί ευλογημένο- θα τέρπει του ουρανίσκου την ηδονική διάθεση, ενώ, ένα μπολερό κουβανικό θ’ αποτελεί μοναδική μουσική επένδυση της πρωτοχρονιάτικης σκηνής. Τούτη τη νύχτα όλοι ποθούσαμε την πραγματικότητα ν’ απεμπολήσουμε. Ιδιαίτερα, ύστερα από τον πρόσφατο ξεπεσμό των λέξεων και των ιδεών που τόσο μας σαγήνευσαν σε καιρούς περασμένους, κανείς δεν επέτρεπε στη μνήμη να φωλιάζει σε μάχες αλλοτινές, ένδοξα κερδισμένες. Μάλιστα, πολλοί από μας συνέρευσαν στα οικεία ληξιαρχεία -ουρές ατέλειωτες- και εκεί υπέβαλαν αιτήσεις για αλλαγές ονομάτων, όχι μόνο ανθρώπων αλλά και οδών και πόλεων. Έτσι που κατάντησε πλέον η ζωή, αφού τα πάντα, ακόμη και τα αυστηρώς προσωπικά μας ρυθμίζονται ερήμην ημών, άραγε ποια σκοπιμότητα θα εξυπηρετούσε η προσκόλληση στο παρελθόν; Μα ακόμη κι αν κάποιος θυμηθεί παλιές ή και πρόσφατες ημέρες ευτυχισμένες, οι άλλοι τον διακόπτουν με περιφρόνηση, με σκωπτική διάθεση ή, στην καλύτερη των περιπτώσεων με σκεπτικισμό. Ποιος ο λόγος, λοιπόν, να φυλάμε με ιδιαίτερη φροντίδα στα υπόγεια τ’ ακρωτηριασμένα αγάλματα; Άλλωστε, οι πιο πονηροί, οι χαμαιλέοντες, εξασφάλισαν πάγκο στις λαϊκές αγορές κι εκεί τα εκποιούν όσο-όσο.
Κι ύστερα οι περισσότεροι από μας κομματιασμένοι, διασπασμένοι, οργισμένοι εναντίον όλων. Σκορπάγαμε τον χρόνο μας σε συμβούλια, διαβούλια, ατελεύτητες συσκέψεις. Κατάντησαν φίλοι και γείτονες να μη χαιρετιούνται πια στο δρόμο. Βγήκαν στην επιφάνεια κακίες ξεχασμένες. Στην αγορά διακρίνει κανείς παρέες-παρέες να συζητούν με πάθος, μ’ έξαρση τα δικά τους, τ’ αμφισβητούμενα οφίτσια τα τωρινά ή τα μελλούμενα.
Μα τούτη τη νύχτα τη γιορτινή καθώς συνάχτηκαν οι θύμησες παρέα με αδελφούς ταξιδευτές, νιώσαμε την ανάγκη να σφίξουμε το χέρι των συντρόφων, να χαμογελάσουμε ένα παράνομο χαμόγελο, όπως παλιά. Ν’ αρθρώσουμε λέξεις απλές: αδελφοσύνη, συντροφικότητα, αλληλεγγύη. Αύριο πάλι μας περιμένει η μοναξιά του δρόμου. Τη νύχτα αυτή ας εξορίσουμε, έστω και για μια βραδιά, το φόβο και τη θλίψη.
Αυτά εμείς! Αλλά τα στρατεύματα κατοχής, άγρυπνα, δεν επιτρέπουν αποδράσεις. Τούτη τη νύχτα της περισυλλογής επέλεξαν ν’ αναγγείλουν, διά στόματος του διορισμένου πραίτορα, πως καινούργια δεινά μας επιφυλάσσουν.
Αυτός με ύφος μειλίχιο, άρθρωνε αργά τις λέξεις -πρόεδρος στρατοδικείου αναγιγνώσκων θανατική καταδίκη- ενώ ένα αδιόρατο χαμόγελο διανθισμένο με λεπτή ειρωνεία, στόλιζε τα χείλη του:
Νομίζετε γέννες δούλων ότι θα σας αφήναμε, ειδικά σήμερα, ανενόχλητους; Ε, όχι! Μάθετέ το μια για πάντα: Εμάς μας ενδιαφέρει η σωτηρία της πατρίδας. Θέλουμε να την παραδώσουμε αμόλυντη από τις βρομισιές του όχλου, στους μεγάλους διαχειριστές των υψηλών συμφερόντων!
Εμείς, τότε, ολομιάς τρέξαμε την ακοή μας να καταχωνιάσουμε πίσω από τα σφαλιστά παράθυρα των υπνωτηρίων μας. Μα οι απειλές του πραίτορα είχανε κιόλας τρυπώσει στις χαραμάδες των σπιτιών σαν σκόρος στα στριφώματα ξεχασμένων ρούχων.
Κι έπειτα όλοι αυτοί οι καλοφαγωμένοι παρατρεχάμενοι που επαναλαμβάνανε του πραίτορα τις ρήσεις, πλημμύρισαν τους δρόμους της ανοχύρωτης πόλης διαλαλώντας τον ερχομό των εκπτώσεων. Παρέα τους όλοι οι βραχίονες του συστήματος, κενοί από κοινωνικές και συναισθηματικές ευαισθησίες, ονειρεύονταν την ερωτική συνεύρεση με την καρέκλα που σε λίγο -ποτέ δεν ξέρεις- θα πάρει σάρκα και οστά.
Πήραμε πάλι τους δρόμους της πόλης, στολισμένους με απατηλά ψιμύθια. Μα εκεί οι σταυροφόροι της ευκαιρίας καβάλα σε άρματα σιδερόφραχτα κάλπαζαν προς τις φλεγόμενες πλατείες. Οπισθοφυλακή αυτής της θλιβερής πομπής οι διάφοροι επώνυμοι, ψευδώνυμοι, μεταμφιεσμένοι αριστερούληδες, αυτοί που πρώτοι έτρεξαν στα ληξιαρχεία της συνείδησης ονόματα ν’ αλλάξουνε. Όμως η μεταμφίεση έγινε αντιληπτή αμέσως, άλλωστε το τριώδιο δεν άνοιξε ακόμη.
Τώρα στα ρείθρα των σπασμένων πεζοδρομίων, τυφλοί ανήμποροι, επιζητούν στην αντίπερα όχθη να φτάσουν. Ας ανοίξουμε, σύντροφοι, τα παραθυρόφυλλα των σπιτιών μας κι ας κοιτάξουμε ψηλά τον ουρανό, το χρώμα του που το ’χουμε από καιρό ξεχάσει κι ας τραγουδήσουμε τη δυστυχία μιας χώρας που δεν θέλει ν’ απελπιστεί. Ας ξαναβρούμε μεσ’ απ’ την οδύνη το κουράγιο γι’ άρνηση κι ας σταθούμε καταμεσής του δρόμου που μας προσμένει και με στεντόρεια φωνή το πέπλο της απάθειας που μας τυλίγει, ν’ αναδεύσουμε. Η κραυγή μας ν’ ακουστεί με ευκρίνεια: Υπερασπιστείτε το ηλιοβασίλεμα, το άρωμα βρεμένου χώματος από φθινοπωριάτικη βροχή, του πουλιού το κελάηδισμα. Τότε οι πλανόδιοι ρήτορες θα βουβαθούν και κάποιοι τυφλοί θ’ αναθαρρέψουν και σώοι θα φτάσουν στην αντίπερα όχθη.
Σχόλια