Επιμέλεια: Μιμίκα Κριτσανίδου
«Τι συμβαίνει σε μια πολιτεία, με καθεστώς αστικής δημοκρατίας, όταν η αστυνομία, ιδεατός εγγυητής του νόμου και της τάξης, έχει μετατραπεί σε κύρια πηγή ανομίας και αταξίας λόγω της άμεσης παραβίασης σωρείας συνταγματικών και ποινικών διατάξεων, και της ανοχής και συγκάλυψης πολλών έκνομων αστυνομικών πρακτικών;
Τι συμβαίνει στο ιδεολογικό πεδίο όταν, ενώπιον αυτής της κατάρρευσης των αρχών του κράτους δικαίου, η Αξιωματική αντιπολίτευση αναγκάζεται εν τοις πράγμασι να συντηρητικοποιηθεί και να αναχθεί σε υπέρμαχο των αξιών της φιλελεύθερης δημοκρατίας;
Τι συμβαίνει στην πολιτική αρένα όταν, προκειμένου να αμβλυνθούν οι ευθύνες για τις επιπτώσεις της μνημονιακής βίας, και να συσκοτιστούν οι ταυτότητες του πολέμιου και του προασπιστή της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, ο αριστερός αντιμνημονιακός υπέρμαχος του κράτους δικαίου στιγματίζεται ως πηγή ανομίας και απαξιώνεται ως ακραία έκφανση του πολιτικού πεδίου, ταυτόσημη με την άκρα δεξιά στο βαθμό που εμφανίζεται να απειλεί εξίσου την “ευταξία και ευνομία” της πολιτείας;» Είναι μερικά από τα ζητήματα που θέτει η καλεσμένη μας, Αναστασία Τσουκαλά, αναπληρώτρια καθηγήτρια Εγκληματολογίας στο Πανεπιστήμιο Paris ΧΙ.
_______________________________________________
Αναστασία Τσουκαλά, αναπλ. Καθηγήτρια Εγκληματολογίας, Πανεπιστήμιο Paris ΧΙ
Η σύσταση μιας σύννομης αστυνομίας, πρώτιστο αιτούμενο
Τι είναι αυτό που ενεργοποιεί/ωθεί την αστυνομία τόσο πολύ στην καταστολή και τη βία και δεν της επιτρέπει να θυμάται ότι οι ίδιοι οι αστυνομικοί είναι κυρίως φτωχόπαιδα;
Στο πλαίσιο της αστικής δημοκρατίας, η επιδίωξη αυτού του στόχου οδηγεί συνήθως στη διεκδίκηση μιας δημοκρατικής αστυνομίας. Ωστόσο, αν και προφανώς επιθυμητ ή, η διαμόρφωση δημοκρατικής παράδοσης στους κόλπους της αστυνομίας απαιτεί συνεπή εκπαίδευση του προσωπικού σε βάθος χρόνου, είναι αβέβαιη ως προς το αποτέλεσμα, και μπορεί πάντα να ανατραπεί ταχύτατα: η αποστράτευση της πλειοψηφίας των «δημοκρατικών» ανώτερων αξιωματικών, τον Ιούλιο του 2012, αναίρεσε εν μια νυκτί τους καρπούς των προσπαθειών πολλών δεκαετιών για τον εκδημοκρατισμό του σώματος. Δεδομένου ότι απώτερος σκοπός δεν είναι βέβαια ο καθορισμός του φρονήματος των αστυνομικών, αλλά η τυπική συμμόρφωσή τους με το νόμο κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ανεξαρτήτως πολιτικών πεποιθήσεων, το αιτούμενο είναι πρωτίστως η σύσταση μιας σύννομης αστυνομίας, μιας αστυνομίας που να αυτοπεριορίζεται στη δράση της και να (αυτο)ελέγχεται εκ των υστέρων βάσει του νόμου.
Τι είναι αυτό που ενεργοποιεί/ωθεί την αστυνομία τόσο πολύ στην καταστολή και τη βία και δεν της επιτρέπει να θυμάται ότι οι ίδιοι οι αστυνομικοί είναι κυρίως φτωχόπαιδα;
Το ότι είναι φτωχόπαιδα δεν σημαίνει ότι έχουν ταξική συνείδηση. Οι συχνά συγκεχυμένες ιδεολογικές θέσεις των εισερχόμενων στις Σχολές Αστυνομίας, σε συνδυασμό με την ευρεία αποδοχή του κυρίαρχου υλιστικού, μη ανθρωποκεντρικού, αξιακού συστήματος της κοινωνίας, τους καθιστούν ευάλωτους στις αρχές της ιδεολογικά συγκροτημένης εκπαίδευσης που τους παρέχεται. Όταν αποφοιτούν, έχουν καθοριστεί από τη μακρόχρονη αυταρχική παράδοση του Σώματος που, τα τελευταία χρόνια, οξύνεται και ριζοσπαστικοποιείται λόγω της φασιστικής επίδρασης της Χρυσής Αυγής, η οποία κερδίζει ολοένα και περισσότερο έδαφος στους μελλοντικούς αστυνομικούς και τους εκπαιδευτές τους.
Η αστυνομία ασκεί πρακτικές αποκλεισμού;
Ναι, σε πολλά επίπεδα, με πολλαπλούς αποδέκτες. Πρώτον, αποκλείει εν δυνάμει όλους τους πολίτες από την άσκηση της συνταγματικά κατοχυρωμένης ελευθερίας των διαδηλώσεων και από την απόλαυση της συνταγματικά κατοχυρωμένης προστασίας της ζωής τους. Παράλληλα, τους αποκλείει από κάθε δυνατότητα νομικής προστασίας τους από την αστυνομική αυθαιρεσία. Από την καταχρηστική διάλυση των διαδηλώσεων, με την εκτεταμένη χρήση χημικών, και την άσκηση απροκάλυπτης βίας σε διαδηλωτές, δημοσιογράφους και φωτορεπόρτερ, ώς τη συστηματική συγκάλυψη της αυθαιρεσίας, με την ανοχή της παράνομης απουσίας των διακριτικών από τη στολή των ΜΑΤ και την ανοχή της μαφιόζικης ομερτά στις διμοιρίες ΜΑΤ που είναι υπόλογες για τραυματισμούς πολιτών, η αστυνομία επιδιώκει σαφώς να εκφοβίσει το λαό για να επιβάλει την υποταγή του στη νέα τάξη πραγμάτων.
Δεύτερον, αποκλείει συγκεκριμένες, φρονηματικά καθορισμένες κατηγορίες πολιτών από την άσκηση πολλών νόμιμων δικαιωμάτων τους. Η ανερυθρίαστα καταχρηστική και στοχευμένη δράση της αστυνομίας, ως προς τους ελέγχους στοιχείων στο δρόμο και τις προσαγωγές υπόπτων, κλιμακώνεται με τις κατάφωρες παραβιάσεις των δικαιωμάτων των προσαχθέντων και φτάνει σε περιστασιακούς παροξυσμούς με την παραδειγματική άσκηση βίας ή βασανιστηρίων σε προσαχθέντες ή συλληφθέντες. Το αιτούμενο εν προκειμένω είναι η αδρανοποίηση του πλέον εξεγερμένου τμήματος της κοινωνίας μέσω της επίδειξης της απεριόριστης χρήσης της υπεροπλίας του κατασταλτικού μηχανισμού.
Τέλος, απευθυνόμενη ευρύτερα στους κατοίκους της χώρας, αποκλείει τους πρόσφυγες από τη δυνατότητα να υποβάλουν αίτηση για άσυλο, περιορίζοντας δραματικά τον αριθμό των αιτήσεων που δέχεται εβδομαδιαίως. Αποκλείει επίσης τους νόμιμους μετανάστες από τα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα προστασίας της ζωής τους, συμμετοχής στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας, προστασίας της ιδιοκτησίας τους, και ανεμπόδιστης λατρείας της θρησκείας τους, ανεχόμενη τόσο τα ρατσιστικά πογκρόμ και τις επιμέρους δολοφονικές επιθέσεις όσο και τις εμπρηστικές επιθέσεις σε αυτοσχέδια τζαμιά. Σε ένα κλίμα ραγδαία ανερχόμενης ρατσιστικής βίας, η στάση της αστυνομίας επιτείνει την ανασφάλεια των αλλοδαπών καθιστώντας τους σαφές ότι, όντας ανεπιθύμητοι, μπορούν να παραμείνουν στη χώρα μόνο ως όμηροι ενός καθεστώτος ανοχής που τους απαγορεύει ουσιαστικά τη διεκδίκηση εργατικών, κοινωνικών ή και πολιτικών δικαιωμάτων.
Οι αστυνομικοί χρειάζονται τη βοήθεια ειδικών, για να μη νιώθουν οι ίδιοι αποκλεισμένοι;
Θεωρώντας ότι η εξαθλίωση γεννά αθλιότητα, και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άμεση δυνατότητα βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου ή των συνθηκών εργασίας των αστυνομικών, η αποκλιμάκωση της αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας εξαρτάται τελικά κατά πολύ από την ψυχολογική τους κατάσταση. Η σύσταση ενός μηχανισμού ψυχολογικής στήριξης των αστυνομικών που έρχονται σε επαφή με βία κατά την άσκηση των καθηκόντων τους θα αποτελούσε επομένως μια κάποια ασπίδα προστασίας των πολιτών από τις συμπεριφορές εκείνες που, πριν καν εκφράσουν την όποια ιδεολογική θέση, απορρέουν από κουρασμένα, αν όχι κλονισμένα, νευρικά συστήματα εργαζόμενων σε καθεστώς πίεσης.
_______________________________________________
Υπουργείο Δημόσιας Αταξίας και Διακινδύνευσης του Πολίτη
Ο ρόλος της αστυνομίας σχετικά με την καταστολή των λαϊκών αντιδράσεων στα μνημονιακά μέτρα πρέπει να νοηθεί ως μέρος μιας σύνθετης κυβερνητικής πολιτικής. Ο εκφοβισμός των πολιτών μέσω της συστηματικής απειλής και άσκησης έκνομης βίας επιφέρει μεν αποτελέσματα, και δεν μπορεί να αποσυσχετισθεί από την ορατή πλέον κάμψη των κινητοποιήσεων, αλλά τα αποτελέσματα αυτά είναι εξ ορισμού βραχυπρόθεσμα.
Η εδραίωση της νέας τάξης πραγμάτων προϋποθέτει τη δημιουργία συναίνεσης, η οποία επιτυγχάνεται και με κατάλληλες επικοινωνιακές στρατηγικές. Η πολιτική ηγεσία της αστυνομίας προβαίνει επομένως σε μια πλήρη αντιστροφή εννοιών. Οι έκνομες αστυνομικές πρακτικές παρουσιάζονται ως νόμιμες, απολύτως αναγκαίες για τη διαφύλαξη του νόμου και της τάξης. Η δε αστυνομία, που έχει μετατραπεί σε κατ’ εξοχήν πηγή ανομίας και αταξίας, παρουσιάζεται ως μοναδικός εγγυητής του νόμου και της τάξης ενόσω το στίγμα της «ανομίας» βαραίνει πλέον το χώρο της Αριστεράς, ιδίως όταν αυτή ανάγεται σε υπέρμαχο του κράτους δικαίου.
Όταν θα θεωρηθεί ότι έχει διαμορφωθεί επαρκώς το εννοιολογικό πλαίσιο της συναίνεσης, η κυβέρνηση θα περάσει στο στάδιο της θεσμικής αναβάθμισης και παγίωσης της υποταγής του λαού, μέσω της αναθεώρησης του Συντάγματος και της προγενέστερης ίσως νομοθετικής ρύθμισης του περιορισμού της ελευθερίας των διαδηλώσεων.
Αναστασία Τσουκαλά