Ερανιστής : Γιώργος Τοζίδης
Εδώ και τρεις εβδομάδες, η χρηματιστηριακή αγορά της Κίνας βρίσκεται σε διαρκή πτώση με αποτέλεσμα η κεφαλαιοποίηση να έχει υποχωρήσει κατά 3,2 τρισ. (ή ποσοστό 31%) από το υψηλότερο σημείο των 10,3 τρισ. δολαρίων που είχε βρεθεί στις 12 Ιουνίου. Ακόμη και η προσωρινή (;) ανάκαμψη της αγοράς, κατά τις συνεδριάσεις της Πέμπτης και της Παρασκευής, οφείλεται στις δραστικές παρεμβάσεις της κινεζικής κυβέρνησης παρά σε πραγματικά αίτια: αναστολή διαπραγμάτευσης για το 50% περίπου των εισηγμένων εταιριών, εξάμηνη απαγόρευση πώλησης μετοχών από μετόχους που κατέχουν ποσοστό άνω του 5%, προτροπή αγοράς μετοχών από τις κρατικά ελεγχόμενες εταιρίες, διευκόλυνση πρόσβασης σε δανεισμό κ.ά.
Η κατάρρευση της χρηματιστηριακής αγοράς της Κίνας ενδιαφέρει για πολλούς λόγους:
- Σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στις αναπτυγμένες χρηματιστηριακές αγορές, ένα μεγάλο ποσοστό των μετοχών των κινεζικών εταιριών (άνω του 80%) κατέχεται από ιδιώτες επενδυτές, των οποίων ο αριθμός έχει εκτοξευθεί τους τελευταίους μήνες. Είναι χαρακτηριστικό ότι το χρονικό διάστημα 04/05- 12/06/2015 ο αριθμός των ιδιωτών επενδυτών αυξήθηκε από 82,66 σε 88,91 εκατομμύρια (αριθμός μεγαλύτερος από τα μέλη του ΚΚΚ). Η πλειοψηφία αυτών των επενδυτών επένδυσε στο χρηματιστήριο και με κεφάλαια που δανείστηκε είτε από τις κρατικά ελεγχόμενες τράπεζες είτε, κυρίως, από τη σκιώδη τραπεζική παρέχοντας, ως κάλυμμα, τις ίδιες τις μετοχές. Ήδη διατυπώνονται εκτιμήσεις ότι η μεγάλη πτώση των μετοχών θα οδηγήσει σε κοινωνική αναταραχή καθώς πολλοί Κινέζοι βλέπουν να χάνονται οι αποταμιεύσεις τους ή καλούνται να αποπληρώσουν τα δάνειά τους.
- Το συνολικό (δημόσιο και ιδιωτικό) χρέος της Κίνας έχει εκτοξευθεί στο 282% του κινεζικού ΑΕΠ (στοιχεία Ιουνίου 2014) από 158% το 2007. Πρόκειται για την ταχύτερη αύξηση χρέους σε οποιαδήποτε αναδυόμενη οικονομία και είναι διπλάσια της αντίστοιχης αύξησης που καταγράφηκε σε ΗΠΑ και Ην. Βασίλειο μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Λόγω της αδιαφάνειας των τραπεζικών συναλλαγών είναι δύσκολο να εκτιμηθεί το ύψος των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Υπάρχουν μόνον ενδείξεις: οι τοπικές και περιφερειακές Διοικήσεις, που αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα, έχουν δανεισθεί 4 τρισ. δολάρια (ποσό ίσο με το ΑΕΠ της Γερμανίας) και ήδη καταγράφονται οι πρώτες αθετήσεις πληρωμών ακόμη και από κρατικά ελεγχόμενες εταιρίες, παρά τις αντίθετες κρατικές επιδιώξεις αλλά και τις ρυθμίσεις δανείων που ανήλθαν σε 322 δισ. δολάρια.
- Η χρηματιστηριακή κρίση, ακόμη και αν ελεγχθεί τελικά από την κινεζική κυβέρνηση, εκτιμάται ότι θα έχει συνέπειες στους ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ. Αρχικά, θα πληγεί η ιδιωτική κατανάλωση η οποία στηρίζεται, σε μεγάλο βαθμό, στην κοινωνική κατηγορία που επένδυσε στην αγορά μετοχών και υφίσταται μείωση του εισοδήματός της. Η μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης ανατρέπει και τον σχεδιασμό της κινεζικής κυβέρνησης για τη διαμόρφωση ενός νέου οικονομικού υποδείγματος όπου η αύξηση του ΑΕΠ θα στηρίζεται περισσότερο στην εσωτερική ζήτηση και λιγότερο στις εξαγωγές.
- Η κρίση στην κινεζική οικονομία θα επηρεάσει σημαντικά τις οικονομίες της Ν.Α. Ασίας και την Αυστραλία που εξάγουν σημαντικές ποσότητες πρώτων υλών και ημικατεργασμένων προϊόντων στην Κίνα. Επιπλέον, οι παρεμβάσεις της κινεζικής κυβέρνησης και η διάθεση κεφαλαίων για τη στήριξη της χρηματιστηριακής αγοράς και τη ρύθμιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα στερήσει την οικονομία των ΗΠΑ από σημαντικά κεφάλαια και, πιθανότατα, θα επισπεύσει την αύξηση των επιτοκίων της FED.
O P. Krugman βρίσκει ομοιότητες στην κινεζική κρίση με την αντίστοιχη κρίση της Ιαπωνίας, που οδήγησε στη χαμένη δεκαετία του 1990 και προειδοποιεί ότι «εάν πιστεύετε ότι οι αξιωματούχοι έχουν την οικονομία -την οποιαδήποτε οικονομία- υπό έλεγχο, προετοιμάστε τον εαυτό σας για μια μεγάλη απογοήτευση».