Η Νοτιοκορεάτισσα συγγραφέας Χαν Κανγκ δεν περίμενε ότι θα κερδίσει το Νόμπελ Λογοτεχνίας, καθώς η λίστα των ανθυποψηφίων της περιείχε πολλά «βαριά» ονόματα. Λίγο μετά την ενημέρωσή της από τη σουηδική επιτροπή απονομής του βραβείου, ζήτησε κατανόηση για την απόφασή της να μην το γιορτάσει και να μην δώσει την αναμενόμενη συνέντευξη Τύπου «ενώ μαίνονται οι πόλεμοι μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, Ισραήλ και Παλαιστίνης, και καθημερινά πληροφορούμαστε τόσους θανάτους». Μπορεί στην Ελλάδα να μην είναι πολύ γνωστή (αν και κάποια έργα της έχουν μεταφραστεί και στα ελληνικά), αλλά αυτή η στάση της προκάλεσε την προσοχή και όσων δεν τη γνώριζαν.
Η επιτροπή βράβευσης έδωσε με προσεκτικούς όρους μια πρώτη ιδέα στο ευρύ κοινό για τη θεματολογία της Νοτιοκορεάτισσας συγγραφέως, τονίζοντας «την έντονη ποιητική της πρόζα που αντιμετωπίζει τα ιστορικά τραύματα και εκθέτει την ευθραυστότητα της ανθρώπινης ζωής» και χαρακτηρίζοντας το έργο της ως «μια προσευχή που απευθύνεται στους νεκρούς» και προσπαθεί να αποτρέψει τη λήθη. Πράγματι, τα πιο γνωστά βιβλία της αγγίζουν στιγμές-ταμπού της πρόσφατης νοτιοκορεάτικης ιστορίας, που οι Δυτικοί και η ντόπια ελίτ μόχθησαν πολύ για να τα σβήσουν από τη συλλογική μνήμη. Γράφει για τη μαζική εξόντωση των κατοίκων της νήσου Τζέτζου, που θεωρούνταν «φιλοκομμουνιστές», από τον αμερικανικό στρατό στα τέλη της δεκαετίας του 1940. Ή για την εν ψυχρώ σφαγή από τον στρατό χιλιάδων διαδηλωτών που διαμαρτύρονταν ενάντια στην αμερικανοκίνητη δικτατορία στην Γκουανγκτζού το 1980 – η οποία διαπράχθηκε κατόπιν «οδηγιών» της πρεσβείας των ΗΠΑ.
Επί δεκαετίες, και η παραμικρή μνεία τέτοιων «συμβάντων» αρκούσε για να φυλακιστεί ή και να «εξαφανιστεί» κάποιος. Η Χαν Κανγκ θυμάται τον εαυτό της σε πολύ νεαρή ηλικία, όταν για πρώτη φορά ήρθε σ’ επαφή με αυτή τη φρίκη αφού τυχαία έπεσε στα χέρια της ένα παράνομο, κακοτυπωμένο βιβλιαράκι. Τότε πρωτοδιαμορφώθηκε μέσα της το ερώτημα που διαπερνά όλο το έργο της: «Αφού πέρασε χέρι με χέρι από τους ενήλικες, το βιβλιαράκι κρύφτηκε σε μια βιβλιοθήκη, με τη ράχη προς τα πίσω για να μην φαίνεται. Το άνοιξα χωρίς να έχω ιδέα τι περιείχε. Ήμουν πολύ μικρή για να ξέρω πώς να διαχειριστώ την απόδειξη της συντριπτικής βίας σε αυτές οι σελίδες. Πώς μπορούσαν τα ανθρώπινα όντα να κάνουν τέτοια πράγματα ο ένας στον άλλον; Μετά από αυτό το πρώτο ερώτημα, ακολούθησε γρήγορα ένα άλλο: τι μπορούμε να κάνουμε μπροστά σε μια τέτοια βία;». Υπάρχει σήμερα ερώτημα πιο επίκαιρο και πιο ουσιαστικό από αυτό; Η Χαν Κανγκ βρήκε τον δικό της τρόπο να το απαντήσει, και το απαντά μέχρι σήμερα. Με το έργο της και τη στάση ζωής της.