του Γιάννη Δουλφή
Προσπαθώ να καταλάβω τι διεκδικούν εξ ονόματός μας όλοι εκείνοι που συνωστίζονται για την ψήφο μας – σε κόμματα και σχηματισμούς (αποκόμματα) μεγαλύτερους ή μικρότερους, για να εισέλθουν στο ευρωκοινοβούλιο. Παρά το γεγονός ότι διαχρονικά αναβαθμίστηκε κάπως ο ρόλος του, από απλά διακοσμητικός, ωστόσο δεν ασκεί κανένα αποφασιστικό ρόλο, πέραν του γεγονότος της λειτουργίας των λόμπυ και του ισχυρού ρόλου των κομμάτων των μεγαλύτερων και ισχυρότερων χωρών έναντι των μικρών, περιφερειακών και σε εποπτεία, όπως η χώρα μας. Άλλωστε όλοι υποτάσσονται στη λογική της συμμετοχής σε ευρω-ομάδες που ελέγχονται από τους κυρίαρχους μέχρι στιγμής κομματικούς σχηματισμούς των κεντρικών κρατών. Οι τριγμοί που διαφαίνονται από τα νέα ευρωσκεπτικιστικά ρεύματα, ίσως δημιουργήσουν μια άλλη κατάσταση, αλλά προς το παρόν δεν φαίνεται ότι όλα αυτά μπορούν να συγκλίνουν σε μια σαφή και ενιαία κατεύθυνση. Πάντως κανένα από τα ελληνικά κομματικά σχήματα (σαράντα συνολικά ψηφοδέλτια), ούτε τα αποκλίνοντα, δεν έχει να παρουσιάσει κάτι ουσιώδες πέραν των τετριμμένων, ως πειστικό αφήγημα. Είναι μια αναμέτρηση για εσωτερική κατανάλωση, ένας προάγγελος καταγραφής για τις επερχόμενες εθνικές εκλογές, όπως ήδη οι μεγάλοι πολιτικοί παίκτες δηλώνουν, ένα έμπρακτο δημοψήφισμα, ή ελπίζουν και διεκδικούν την παχυλά αμειβόμενη θέση αξιώνοντας την ψήφο διαμαρτυρίας μας;
***
Ας δούμε τι προσέφερε το κοινοβουλευτικό παίγνιο, ως «ομοίωμα δημοκρατίας» τα τελευταία χρόνια στην πατρίδα μας.
Τριάντα πέντε μετά την πτώση της δικτατορίας και την έλευση του κοινοβουλευτισμού στη χώρα μας, φθάσαμε σταδιακά από τις αρχικές «ένδοξες μέρες», στην απόλυτη σήψη και στα πλήρη αδιέξοδα. Από την αποκατάσταση των δικαιωμάτων, την άνοδο των εισοδημάτων, τους λαϊκούς αγώνες, τη σχετική ευημερία και ευμάρεια πολλών για ένα διάστημα, την «ισχυρή Ελλάδα» που εισήλθε στο κλαμπ του «ευρωπαϊκού πυρήνα», στο ναδίρ των μνημονίων, της ξένης εποπτείας, με αποτελέσματα την τερατώδη οικονομική ύφεση, την απόλυτη φτωχοποίηση της μεγάλης πλειονότητας του πληθυσμού, από τη αλλοδαπή μετανάστευση προς τα ένδον στην ημεδαπή μετανάστευση των νέων προς τα έξω, από το αφήγημα της οικονομικής σύγκλισης με τις πιο ανεπτυγμένες χώρες στην παραγωγική και οικονομική αποσάρθρωση και εν τέλει σε προτεκτοράτο των «ευρωπαίων», κυρίως, «δανειστών» του ελληνικού κράτους. Από τη νομισματική «θωράκιση», στη μέγγενη της απόλυτης κυριαρχίας του ευρωπαϊκού –έξωθεν ελεγχόμενου– νομίσματος.
Στη διάρκεια αυτή δύο εγχειρήματα εισόδου του λαϊκού παράγοντα στο επίκεντρο των πολιτικών διεργασιών και απόπειρας συμμετοχής στην πολιτική εξουσία, από ορισμένες απόψεις παρόμοια, προσέκρουσαν σε ανυπέρβλητα εμπόδια και απέτυχαν.
Είναι μια αναμέτρηση για εσωτερική κατανάλωση, ένας προάγγελος καταγραφής για τις επερχόμενες εθνικές εκλογές, όπως ήδη οι μεγάλοι πολιτικοί παίκτες δηλώνουν, ένα έμπρακτο δημοψήφισμα, ή ελπίζουν και διεκδικούν την παχυλά αμειβόμενη θέση αξιώνοντας την ψήφο διαμαρτυρίας μας;
Το πρώτο βέβαια με την νίκη του ΠΑΣΟΚ στις εθνικές εκλογές του 1981, και το σχηματισμό κυβέρνησης. Το ΠΑΣΟΚ, μέσα σε λίγα χρόνια κοινοβουλευτισμού, κατόρθωσε να γίνει ο ένας εκ των πόλων του δικομματικού συστήματος, εκτοπίζοντας από αυτό το ρόλο την Ένωση Κέντρου και απορροφώντας μεγάλο μέρος στελεχών της, μέσα από ένα ριζοσπαστικό λόγο και μια πολιτική οργάνωση που ενσωμάτωσε τη μεγαλύτερη μερίδα των μικροαστικών και εργατικών στρωμάτων, προβάλλοντας αιτήματα εθνικής ανεξαρτησίας, κοινωνικής δικαιοσύνης και λαϊκής συμμετοχής και κατορθώνοντας να υποσκελίσει τους δύο σχηματισμούς της ιστορικής αριστεράς. Ασφαλώς η διακυβέρνησή του δεν ανταποκρίθηκε απολύτως με τη ρητορική, αφού σταδιακά λείανε τις αιχμές, αλλά ωστόσο εγκαινίασε ένα νέο κοινωνικό συμβιβασμό που μετάβαλε την όψη της ελληνικής κοινωνίας και ευνόησε για μια τουλάχιστον πενταετία τα λαϊκά στρώματα, με τη διεύρυνση του κοινωνικού κράτους –μέχρι τότε ισχνού και υποτυπώδους– των δικαιωμάτων και εισοδημάτων των εργαζομένων, την άνοδο και ευμάρεια των παραδοσιακών και νέων μικροαστικών στρωμάτων, παρά τους εκφυλισμούς και τις πελατειακές σχέσεις που αναδιαμόρφωσε, επιτυγχάνοντας ένα σοσιαλδημοκρατικό συμβόλαιο αλά ελληνικά, ακριβώς τη στιγμή που ο νεοφιλελευθερισμός έκανε τα πρώτα του βήματα διεθνώς. Το τίμημα όλων αυτών συνοδεύτηκε, πέραν του γεγονότος της οικονομικής μεγέθυνσης που σημειώθηκε στην περίοδο αυτή και με μια μεγάλη αύξηση του κρατικού δανεισμού.
Φυσικά δεν ήταν δυνατόν η χώρα μας να μείνει έξω από τη λαίλαπά του, δεδομένης και της συμμετοχής της στην ΕΟΚ. Έτσι σταδιακά προσχώρησε στη νέα εποχή της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης, αρχικά με ήπιο τρόπο και στη συνέχεια με μεγαλύτερη ένταση, μαζί με τον άλλο πόλο του δικομματισμού, αλλά και την ευρύτερη γοητεία που αυτός άσκησε σε μεγάλη μερίδα των μικροαστικών και διανοούμενων στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας.
Ο εκφυλισμός βέβαια και η αποτυχία μιας αυθεντικής λαϊκής συμμετοχής, δεν υπήρξε μόνο ο εξωτερικός ή ο οικονομικός παράγοντας και ο νεοφιλελευθερισμός, αλλά και τα γρανάζια της κομματοκρατίας που διαμόρφωσε το ίδιο το ΠΑΣΟΚ, που συνδέθηκε με την ανάλογη «λαϊκή» διαθεσιμότητα.
Το δεύτερο εγχείρημα εισόδου του λαϊκού παράγοντα στο πολιτικό προσκήνιο προέκυψε, μετά την επιβολή του μνημονιακού καθεστώτος και την καταβαράθρωση του ΠΑΣΟΚ που είχε ως αποτέλεσμα και μετά την ήττα και απόσυρσή του από τις έντονες κινηματικές του δράσεις, με την εναπόθεση των ελπίδων του στο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος κατόρθωσε να αξιοποιήσει το δυναμικό αυτό υιοθετώντας αιτήματα και ενσωματώνοντας κινήματα σε δύο διαδοχικές φάσεις, το 2012, όπου υποκατέστησε το ΠΑΣΟΚ ως δεύτερος πόλος του δικομματισμού και το 2015, όταν κέρδισε εν τέλει στις εθνικές εκλογές του Ιανουαρίου, αλλά και του Σεπτεμβρίου με την επιβολή του επαχθέστερου των μνημονίων που είχαν επιβληθεί μέχρι τότε. Η επίσημη «μεταστροφή» του ΣΥΡΙΖΑ ήρθε μόλις ένα εξάμηνο μετά τη σκηνοθετημένη διαπραγμάτευση, υπονομευμένη από τον ίδιο, όχι μόνο παρασκηνιακά, αλλά και ρητορικά, για να επιβεβαιώσει τον κανόνα ότι η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται παρά ως φάρσα
Υπερασπιζόμενοι το έδαφος και τα σύνορα της επικράτειας του σημερινού κράτους δεν υπερασπιζόμαστε στο ακέραιο τους σημερινούς θεσμούς και μηχανισμούς του, αλλά τον τόπο όπου μπορεί να ανθίσουν αυθεντικά δημοκρατικοί θεσμοί πέραν του κομματοκρατούμενου κοινοβουλευτισμού. Δηλαδή να αποφασίζουμε όλοι μέσα από ουσιαστικό διάλογο με πλήρη επίγνωση για όλα όσα κοινά μας αφορούν, μέσα από αντιπαραθέσεις και συνθέσεις
Οι αδυναμίες και οι παθογένειες του εγχειρήματος ΣΥΡΙΖΑ, που προέρχονται από πολύ παλιά (ήδη από το 1974 και πριν) από τις μεθοδεύσεις της ηγεσίας της μεγάλης συνιστώσας του Συνασπισμού, αλλά και στη μετέπειτα πορεία του έχουν καταγραφεί και επισημανθεί σε κείμενα τόσο δικά μου όσο και άλλων (1α, 1β).
Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι οι οποιεσδήποτε «ερμηνείες» με τη μομφή της προδοσίας στερούνται σοβαρότητας. Τα ουσιώδη ζητήματα είναι δύο κατηγοριών: α) η αντιδημοκρατική λειτουργία εγγενής, κατά ένα τρόπο, σε κάθε κομματικό μηχανισμό, β) ανατροπές μεγάλου βεληνεκούς –όπως αυτή που απαιτείται στην περίπτωση μας– δεν είναι δυνατόν να συμβούν με απλή κοινοβουλευτική εναλλαγή και ένα κοινωνικό σώμα που δεν έχει αποδεσμευθεί πνευματικά και ψυχικά από το φαντασιακό που διέπει τις σημερινές κοινωνίες – τον παροξυστικό νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό με ό, τι συνεπάγεται για τα ανθρώπινα όντα, την επιβίωση, τη ζωή τους και τις σχέσεις τους.
***
Χρειάζεται, ως εκ τούτου, όποιο νέο εγχείρημα μπορέσει να αναληφθεί να ξεκινήσει από μια ηθική και πνευματική αναμόρφωση του λαϊκού κορμού –όπως θα έλεγε ο Γκράμσι– που δεν θα είναι, όμως, έργο του ηγεμόνα-κόμματος, αλλά συλλογικών λαϊκών δραστηριοτήτων. Που θα αντλήσουν από τη λόγια αλλά και τη λαϊκή παράδοση, όπως έπραξε ο εθνικός μας ποιητής Σολωμός, ανατρέχοντας κυρίως –αλλά όχι αποκλειστικά– στο εντός μας σώμα, όπως διαχρονικά, όχι ασφαλώς αδιατάρακτα, εξελίχθηκε, με προσανατολισμό στο μέλλον και εθνοκεντρικά, αφού τα οικουμενικά προτάγματα δεν είναι εφαρμόσιμα στο σημερινό πλαίσιο της παγκοσμιοκρατίας των ισχυρών που αξιώνουν ολοένα και μεγαλύτερη κυριαρχία.
Υπερασπιζόμενοι το έδαφος και τα σύνορα της επικράτειας του σημερινού κράτους δεν υπερασπιζόμαστε στο ακέραιο τους σημερινούς θεσμούς και μηχανισμούς του, αλλά τον τόπο όπου μπορεί να ανθίσουν αυθεντικά δημοκρατικοί θεσμοί πέραν του κομματοκρατούμενου κοινοβουλευτισμού. Δηλαδή να αποφασίζουμε όλοι μέσα από ουσιαστικό διάλογο με πλήρη επίγνωση για όλα όσα κοινά μας αφορούν, μέσα από αντιπαραθέσεις και συνθέσεις. Αλλιώς οποιαδήποτε επαγγελία ή όραμα ενός τόπου θα αποτελεί απλά ένα άλμα στο κενό. Αυτή είναι, κατά την άποψη του γράφοντος, και η έννοια του δημοκρατικού πατριωτισμού. Αν θα μπορέσει να συναντηθεί με ανάλογα εγχειρήματα σε άλλες ευρωπαϊκές ή μη χώρες είναι κάτι ευκταίο, αλλά ζητούμενο, και όχι πάντως στη βάση υπερεθνικών οργανισμών άνωθεν.
Θα πρέπει, για παράδειγμα, να αντλήσουμε από το πνεύμα των πρωτοχριστιανικών κοινοτήτων, την ορθόδοξη παράδοση του προσώπου, τη θεολογία της απελευθέρωσης, τον κοινοτισμό, την αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία, τα αυτοδιαχειριστικά πειράματα, τα ελευθεριακά προτάγματα, για να υποκαταστήσουμε τον άκρατο ανταγωνισμό ως μοναδικό τρόπο επιβίωσης με την αλληλεγγύη και την συμβιωτικότητα και να ενσωματώσουμε στην καθημερινότητά μας το φιλοσοφείν αντί για το μπουρδολογείν. Η αλλαγή αυτή τη φορά πρέπει να ξεκινήσει από τα κάτω, για να φθάσει βέβαια στα άνω. Τα ανυπέρβλητα τεχνικά, οικονομικά και γεωπολιτικά εμπόδια –υπαρκτά και σοβαρά– για τη διαμόρφωση ενός συνεκτικού σχεδίου εθνικής και κοινωνικής απελευθέρωσης, δεν μπορούν να ευοδωθούν αν δεν προϋπάρξει η βαθιά ενοποίηση του ετερογενούς πλήθους των υποτελών. Η γενικευμένη βαρβαρότητα που εισήγαγε η παρατεταμένη παρακμή του νεωτερικού κόσμου επιβάλει στις ανήσυχες συνειδήσεις να αναζητήσουν νέους δρόμους και τρόπους υπέρβασής του, χωρίς αξιώσεις κηδεμονίας ή ποδηγέτησης στην ανίχνευση των οποίων βασιλική οδός δεν υπάρχει και να συναντήσουν τις αιρετικές, μοναχικές φωνές αμφισβήτησης μέσα από τα ίχνη που άφησαν (2).
Σημειώσεις
1α) Ο Λεωνίδας Κύρκος (και η ομάδα που τον ακολουθούσε) που ερωτοτροπούσε πάντα με τις κατεστημένες δυνάμεις υπήρξε η ψυχή του εγχειρήματος της συγκρότησης του Συνασπισμού, με τη συνάντησή του με το ρεύμα των οπαδών του Γκορμπατσόφ στο ΚΚΕ, το 1989, στιγμή της επικράτησης του νεοφιλελευθερισμού στη χώρα μας.
1β) Βλέπε για παράδειγμα: Βασίλης Ασημακόπουλος, «Από την μεταπολίτευση στο μνημόνιο», Τετράδια Πολιτικού Διαλόγου, Έρευνας και Κρητικής, τεύχος 62-63 καλοκαίρι-φθινόπωρο 2013 – Λουκάς Αξελός, «Από την ευάλωτη αριστεροσύνη στην ευάλωτη καθεστωτική πρακτική», Τετράδια Πολιτικού Διαλόγου, Έρευνας και Κρητικής, τεύχος 66-67 φθινόπωρο-χειμώνας 2016-17 – Γιάννης Σχίζας, «Για ένα πουκάμισο αδειανό, για ένα ΣΥΡΙΖΑ», Τετράδια Πολιτικού Διαλόγου, Έρευνας και Κριτικής, τεύχος 66-67 φθινόπωρο-χειμώνας 2016-17
2) Γιάννης Δουλφής: «Ανταγωνισμός ή συμβιωτικότητα; Δοκιμή ιστορικο-φιλοσοφικής ποδηλασίας», διαδικτυακό περιοδικό ResPublica, 06/05/2019