Αν επανερχόμαστε σε αυτό το σημείωμα σε μία κριτική της στάσης της σημερινής Αριστεράς, το κάνουμε για δύο λόγους. Η σημασία της στάσης της υπερβαίνει το μέγεθος της στενής εκλογικής της επιρροής. Καταλήγει όλο και περισσότερο να λειτουργεί σαν σημαντικό εμπόδιο για τις προσπάθειες που πρέπει να γίνουν, κριτικής του παρόντος και οικοδόμησης μιας προοπτικής χειραφετητικής διεξόδου από τη σημερινή κατάσταση. Με την κρίση του κορωνοϊού να θέτει το ζήτημα της ανθρώπινης ύπαρξης με νέους, πρωτόγνωρα άμεσους τρόπους και να φέρνει εκρηκτικά στο προσκήνιο την πολυπλοκότητα των σημερινών κοινωνιών και του παγκόσμιου συστήματος που αυτές συνθέτουν, μπήκαμε ήδη στη δεύτερη φάση αντιμετώπισης της πανδημίας. Καμία κυβέρνηση δεν φαίνεται ότι μπορεί να ελέγξει σε ικανοποιητικό βαθμό την επανεκκίνηση της οικονομικής ζωής. Τις αντιφάσεις ανάμεσα στις απαιτήσεις διαφύλαξης της ζωής και στην πίεση των προτεραιοτήτων που θέτει το κεφάλαιο. Στη χώρα μας, μέσα σε ένα ιδιαίτερα δύσκολο τοπίο, η κοινωνία έδειξε με τη θετική της στάση και παρ’ όλα τα ελλείμματά της ότι είναι πιο κοντά στα πράγματα από ό,τι είναι η Αριστερά. Είτε αυτό αφορά στο επίπεδο μιας πολιτικής στάσης, είτε ζυγιστούν στο γενικότερο επίπεδο της επίγνωσης της κατάστασης. Γι’ αυτούς τους λόγους, οι πλευρές που θα θίξουμε παρακάτω είναι ουσιαστικά σκέψεις για το τι λείπει και δεν είναι η τυπική αντιπολιτευτική κριτική με τις διαθέσεις και τις συνήθειες του πολιτικού ανταγωνισμού.
Έρχονται μεγάλες ανακατατάξεις
Είναι ήδη φανερό ότι οι εξελίξεις που φέρνει η πανδημία θα καθοριστούν από μεγάλες εντάσεις που ήδη εμφανίζονται ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις αλλά και στο εσωτερικό τους. Σκεφτόμενοι τα καθ’ ημάς, είναι ακριβές να κάνουμε λόγο για μια ελληνική κρίση μέσα στο πλαίσιο μιας οξύτατης διαλυτικής κρίσης της Ε.Ε. Αυτή η διαλυτική κρίση συνδυάζει την προσπάθεια υποδούλωσης του ευρωπαϊκού Νότου από τον γερμανικό άξονα με την ισχυρή τάση (για τους ισχυρούς επιλογή, για τους αδύναμους πιεστική αναγκαιότητα) να κινηθούν άπαντες ο καθένας για τον εαυτό του με ό,τι διαθέτει και ξεπερνώντας κατά πολύ τα ασφυκτικά ευρωενωσιακά όρια που έχουν άλλωστε ήδη μπει για την ώρα στην άκρη. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να εκτιμηθεί ο άκρατος και «μέχρι τέλους» «ευρωπαϊσμός» που εξακολουθεί αδιατάρακτα να κυριαρχεί μέσα στην Αριστερά, τόσο στην ευρωπαϊκή όσο και στην εγχώρια. Ειδικότερα πρέπει να σημειωθούν δύο πράγματα: α) Η σταθερή εμμονή πρόταξης μιας πολιτικής αναζήτησης «κοινών τόπων» μέσα στο «ευρωπαϊκό» πλαίσιο, κατ’ ουσίαν η αποδοχή των ανελαστικών ορίων που θέτει η ευρωκρατία. Ακόμη χειρότερα, η χαρακτηριστική άρνηση οποιασδήποτε πρόβλεψης ή σχεδιασμού εν όψει της ορατής προοπτικής διαλυτικών εξελίξεων και ανακατατάξεων στο ευρωενωσιακό οικοδόμημα. β) Η ουσιαστική αποδοχή από μέρους των δυνάμεων που κυριαρχούν και δίνουν τον τόνο στην ελληνική Αριστερά (κυρίως των διαφόρων εκδοχών του Συριζικού χώρου αλλά και σημαντικών εξωκοινοβουλευτικών δυνάμεων που τον ακολουθούν σε αυτό) των γεωπολιτικών επιδιώξεων των μεγάλων δυνάμεων που κυριαρχούν στην Ευρώπη (ιδιαίτερα της Γερμανίας) σε ό,τι αφορά την περιοχή μας και η αγνόηση των απειλών που συνιστούν αυτές για την ακεραιότητα της χώρας μας. Ιδιαίτερα, είναι από αυτή την άποψη ολέθρια και με σοβαρές πολιτικές συνέπειες, η υιοθέτηση της πολιτικής χρήσης των ανθρώπινων δικαιωμάτων που κάνει το μεγαλύτερο μέρος της ευρωπαϊκής αριστεράς και σοσιαλδημοκρατίας σε ό,τι αφορά την προσφυγική κρίση και την ενίσχυση που προσφέρεται στη γεωπολιτική της εκμετάλλευση από την τουρκική επεκτατική πολιτική.
Τα τελευταία χρόνια έχουν ζυγιστεί όλων των ειδών οι ανυποστήρικτες μεγαλοστομίες περί «ρήξεων» και έχει για την ώρα επιβληθεί ένας ρεαλισμός πάνω στην κοινωνία. Με όλα του τα αρνητικά, αυτός ο ρεαλισμός φαίνεται να έχει μεγαλύτερη επίγνωση από τα πνεύματα που επικρατούν μέσα στους διάφορους χώρους της ριζοσπαστικής Αριστεράς
Πού βρισκόμαστε σήμερα; Τι απαιτείται;
Η κρίση της πανδημίας δεν έδειξε και λίγα για την ωριμότητα της ελληνικής κοινωνίας. Για την ικανότητά της να ξεπερνάει αθόρυβα τα τείχη του ατομικισμού και την αντικοινωνικότητα του ανθρώπου-καταναλωτή, για τη δοτικότητά της. Και ακριβώς γι’ αυτό γίνεται σήμερα πιο έντονη η διαφορά ανάμεσα στις προτεραιότητες και τις διαθέσεις των πολιτικών δυνάμεων και τα «θέλω» της κοινωνίας. Μπροστά στη νέα δύσκολη περίοδο που ανοίγεται, οριζόμενη από τη διπλή πρόκληση για την ύπαρξης της χώρας και του λαού (νέο κύμα οικονομικής κρίσης και γεωπολιτικές απειλές) είναι πιο φανερή η έλλειψη πολιτικού σχεδίου, μιας πολιτικής συγκρότησης ικανής να φέρει το βάρος ενός παρατεταμένου αγώνα. Αυτό το έλλειμμα και οι πολύ σύνθετοι όροι για την κάλυψή του δεν γίνεται κατανοητό από μία Αριστερά που το ξορκίζει με επετειακούς ακτιβισμούς. Πολύ περισσότερο όταν τα τελευταία χρόνια έχουν ζυγιστεί όλων των ειδών οι ανυποστήρικτες μεγαλοστομίες περί «ρήξεων» και έχει για την ώρα επιβληθεί ένας ρεαλισμός πάνω στην κοινωνία. Με όλα του τα αρνητικά, αυτός ο ρεαλισμός φαίνεται να έχει μεγαλύτερη επίγνωση από τα πνεύματα που επικρατούν μέσα στους διάφορους χώρους της ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Μέσα σε αυτή την κατάσταση υπάρχουν τρία ζητήματα που πρέπει να ορίσουν τη στάση μας:
α) Τι έχει κύρος στη συλλογική συνείδηση: Είναι φανερό ότι το μέτρο σήμερα, περισσότερο από πριν, είναι η προσφορά και μία συνολικότερη αντίληψη για το κοινωνικό συμφέρον. Ούτε οι συγκρούσεις θα εκλείψουν, ούτε οι κοινωνικές διεκδικήσεις και η πάλη των τάξεων, κάθε άλλο μάλιστα. Όμως τα τελευταία χρόνια η ουσιαστική λαϊκή διαθεσιμότητα εκφράστηκε μόνο έξω από και σε αντίθεση με τη στενή λογική προάσπισης των κλαδικών συμφερόντων και με τις πολιτικές δυνάμεις όλου του πολιτικού φάσματος που βολεύονται και αναπαράγονται από αυτήν. Και θα χρειαστεί πολύς αγώνας και σταθερή στάση απέναντι σε όλη τη βαθιά ριζωμένη λογική των σημερινών αριστερών δυνάμεων. Όσων εξακολουθούν να έχουν κεντρικό στόχο το «πολιτικό μαγαζί» που πάει μαζί με το κορπορατίστικο συνδικαλιστικό συμφέρον και τα δούναι και λαβείν εντός του πολιτικού συστήματος, ντυμένα όλα με την πιο ρηχή και ανυπόληπτη «αδιάλλακτη» ταξική ρητορική.
β) Η αφετηριακότητα του ζητήματος της ύπαρξης της χώρας και της κοινωνίας. Αυτό σημαίνει δύο αλληλένδετους όρους: Ενίσχυση της άμυνας και της θέσης της χώρας σε όλα τα επίπεδα και αύξηση των βαθμών αυτονομίας της μέσα σε έναν πολύ αλληλοεξαρτώμενο κόσμο. Ξεκινώντας με όσα έχουμε και όσα λείπουν από τη σημερινή δυσμενή θέση, πρέπει να προετοιμαστούμε για έναν παρατεταμένο αγώνα.
γ) Να έχουμε υπόψιν μας ότι η πάλη δεν είναι μόνο πολιτική. Δεν αφορά μόνο την οριοθέτηση από άλλες πολιτικές δυνάμεις και συμπεριφορές. Είναι και ιδεολογική, και γίνεται και μέσα στη συνείδηση του καθενός μας. Σε μία εποχή που είναι ένα πολύπλοκο κουβάρι νέων αντιφάσεων, θα χρειαστεί, ξεπερνώντας τους τρόπους της σημερινής Αριστεράς, να «απελευθερώνουμε» την πραγματικότητα όταν αυτή ασφυκτιά μέσα στον κορσέ των έτοιμων, προκατασκευασμένων και αφηρημένων σχημάτων και θα απαιτηθεί να ασκηθούμε στην αναζήτηση της κύριας πλευράς των πραγμάτων όπως αυτή μετακινείται στο σημερινό πυκνό ιστορικό χρόνο.