του Μάρκου Δεληγιάννη
Καθισμένος στου βράχου την άκρη, εκεί που η θάλασσα ξεθυμασμένη γλείφει του βράχου τα πόδια, θαύμαζα των σύννεφων το παιχνίδισμα. Αναρωτιόμουνα, πώς άραγε τα καταφέρνουν αδιάκοπα τα σύννεφα ν’ ανθίζουνε; Μοιάζουν μπουκέτα τεράστια! Σε λίγο θα εκραγούν και καταρράκτες χρωμάτων θα ξεχυθούν στου ουρανού τα μονοπάτια. Θα φτάσουν μέχρι τη λεπτή γραμμή του ορίζοντα, εκεί που σμίγει το γαλάζιο του θόλου με του πελάγου την απέραντη αγκάλη. Σκέφτηκα: Όμως, το δειλινό σαν έλθει, οι όμορφες συννεφένιες ανθοδέσμες θ’ αρχίσουνε τις εχθροπραξίες ανάμεσά τους. Όμοιες σαν χαλασμένα αερόστατα που αλληλοσυγκρούονται ανεξέλεγκτα στου ουρανού το πλατό και το γεμίζουν αιωρούμενα γκριζωπά κομμάτια.
Αλίμονο, ο πόλεμος έξω απ’ το παραθύρι σου, ενέδρα έχει στήσει. Πάντα δυο κόσμοι διαφορετικοί για την κυριαρχία της ζωής παλεύουν, χρωματίζοντας την αυγή που όλοι προσδοκούμε, πότε αιμάτινη και πότε μαύρη.
Τα χρόνια πέρασαν. Η ζωή αλλάζει τους ανθρώπους. Όλα αλλάζουν. Όμως, κάποιες μαχαιριές που ο αέναος πόλεμος σε φιλοδώρησε στη μάχη για λίγο αέρα, για λίγη θάλασσα, για αγάπη, για ζωή, ανέπαφες θα μείνουν για να θυμίζουν εκείνο το χαμένο όνειρο. Τότε που με αβέβαιο υλικό χτίζονταν οι καινούργιες στράτες όπου το Αύριο θα πορευόταν. Νεανικές ακροβασίες, θα πεις, που ποτέ δεν τελεσφόρησαν. Όμως, ο πόλεμος συνεχίζεται. Ο εχθρός αδίστακτος απειλεί ν’ ανακαταλάβει όλα τα εδάφη που κερδίσαμε μ’ αίμα κι ιδρώτα, έναν αιώνα τώρα. Η νεότητά μας πέθανε. Η ζωή όμως, γεννάει το καινούργιο. Γι’ αυτό, ας κοιταχτούμε, φίλε μου, στα μάτια κι ας κάνουμε μια εύκολη διαπίστωση: Είμαστε ένοικοι του ίδιου σύννεφου που ίσως σα βροχή να μας αποθέσει σε γη διψασμένη, ή να μας οπλίσει με άλικους χρωστήρες την Ανατολή ματωμένη να χρωματίσουμε στον καμβά κάποιου ορίζοντα ανοικτού. Σκέψου όμως, φίλε μου, όταν η νύχτα έλθει πάλι, στα στήθια πάνω να φωλιάσει σαν φρικτή ενοχή, τότε τι κάνουμε; Καιρός με θάρρος τα γεγονότα να σταθμιστούν. Στη μάχη τούτη την πρωτόγνωρη που τώρα δίνουμε, σύμμαχο πιστό την αλήθεια ας έχουμε. Η αλήθεια, βέβαια, είναι σκληρή, άτεγκτη, γαλήνια, μένει όμως πάντα πιστή σ’ όλες τις συγκρούσεις. Δεν ωφελεί ο στρουθοκαμηλισμός ούτε των υπουργείων και των κατοικιών οι πολυθρόνες. Καιρός με τον κόσμο, φίλε, ν’ ανακατευτείς και την πραγματικότητα ν’ ακούσεις. Στάσου στην ουρά κάποιο χαράτσι να πληρώσεις. Έμπα στο λεωφορείο να στριμωχτείς με της καθημερινότητας την αγωνία. Καιρός να μάθουμε τους κανόνες που διέπουν τη συζήτηση. Οι άναρθρες κραυγές ποτέ δεν βοηθάνε τους μαχητές, στρατηγική αποτελεσματική να σχεδιάσουν. Τους φθείρουν. Το σύστημα μια επιθυμία έχει, την Αριστερά να δει να φυλλοροεί σαν δένδρο φυλλοβόλο τους μήνες τους φθινοπωρινούς. Κι όταν αυτό πέσει, τότε όλοι χορό θα στήσουνε για το όνειρο που γλίστρησε στης ματαιότητας την επικράτεια. Κι εσύ, φίλε, μάταια τότε θα ψάχνεις τρεχούμενο νερό να ‘βρεις τη δίψα σου να σβήσεις. Μάταια θ’ αναζητάς τις ιαχές της πλατείας. Θα έχουν στερέψει ανέκκλητα. Μόνη ελπίδα είναι την αλήθεια στον κόσμο να πεις. Νόμιζες, αφελή, πως το οροπέδιο της λευτεριάς εύκολα θα το κατακτούσες. Όμως, τώρα που ο πόλεμος μαίνεται τα όπλα της Αριστεράς είναι η αλήθεια, το καθάριο πρόσωπο, η πίστη στον άνθρωπο, η δράση. Μ’ αυτά τα υλικά, πανιά ανθεκτικά θα φτιάξεις, τη φουρτούνα ν’ αντιπαλέψεις.