Του Δημήτρη Ουλή

 

Χαμός με το μάθημα των Θρησκευτικών και το πρώτο πράγμα που διερωτώμαι καθώς περιδιαβαίνω αμήχανος μέσα στη θύελλα των δημοσιευμάτων, είναι εάν όλη αυτή η συζήτηση ριζώνει σε μια δεδομένη και πραγματική αγωνία της νεοελληνικής κοινωνίας ή αφορά απλώς σε μία διένεξη μεταξύ συγκεκριμένων θεολογικών ομάδων, της Εκκλησίας και του υπουργού. Το λέω, όχι φυσικά για να μειώσω την προσπάθεια εκσυγχρονισμού του μαθήματος (την οποία χαιρετίζω εξαρχής), όσο για να στοχαστώ περί του νοήματος και των προοπτικών της όλης συζήτησης.

Αφήνω κατά μέρος τις κακόπιστες συνεισφορές, οι οποίες είναι προφανές ότι αποφαίνονται για το καινούργιο Πρόγραμμα Σπουδών με τρόπο βιαστικό και επιπόλαιο, αντιπαρέρχονται την πολυετή έρευνα πάνω στην οποία αυτό θεμελιώθηκε, και δεν λαμβάνουν υπ’ όψιν τους τη θεολογική και παιδαγωγική βιβλιογραφία, η οποία το νομιμοποιεί κατ’ εξοχήν ως εκπαιδευτική πρόταση. Και έρχομαι ευθύς αμέσως σε αυτό που, κατά την άποψή μου, συνιστά το μείζον πρόβλημα: ότι παρά τις αγαθές προθέσεις του ΙΕΠ και του θεολογικού συνδέσμου «Καιρός», η σκοποθεσία του καινούργιου Προγράμματος προσκρούει σε τρία ανυπέρβλητα εμπόδια.

– Το πρώτο είναι ότι κάθε μάθημα συνιστά μία ζωντανή διαδικασία και ως τέτοια είναι αδύνατον να ιδωθεί, ανεξάρτητα από το ευρύτερο κοινωνικοπολιτικό και πολιτισμικό της συμφραζόμενο. Κατά συνέπεια, θεωρώ ότι όσο θεολογικά ενήμερο, παιδαγωγικά έμπεδο και κριτικά επεξεργασμένο κι αν είναι ένα Πρόγραμμα Σπουδών, θα δυσκολευτεί ιδιαίτερα να υλοποιήσει το στόχο του, ενόσω η Ορθόδοξη Εκκλησία εξακολουθεί φανατικά να διεκδικεί πρωτοκαθεδρία επί ζητημάτων πίστης, η «αντιαιρετική» φιλολογία συνεχίζει να ασκεί λογοκρισία στις θρησκευτικές ταυτίσεις των ανθρώπων και οι ελληνικές θεολογικές σχολές δεν διαφοροποιούν στο ελάχιστο τον κοινωνικό και ιδεολογικό τους ρόλο.

– Το δεύτερο εμπόδιο είναι ότι το Πρόγραμμα Σπουδών παραμένει νεκρό γράμμα χωρίς τη δημιουργική οικειοποίηση και ευόδωσή του από το θεολόγο καθηγητή. Μέσα από ποιους θεσμικούς και επιμορφωτικούς διαύλους κατοχυρώνεται, ωστόσο, μια τέτοια οικειοποίηση; Πώς είναι δυνατόν η πολιτεία να απαιτεί από το θεολόγο την αναβάθμιση του μαθήματός του, χωρίς να αναβαθμίζει τον ίδιο; Υπό ποίαν έννοια η πολιτεία επενδύει στην ανανεωτική πνοή ενός Προγράμματος, όταν προηγουμένως έχει καταστατικά αποκόψει τον καθηγητή από κάθε σοβαρή επιμορφωτική διαδικασία, έχει καταργήσει τις εκπαιδευτικές του άδειες και έχει αναστείλει όλα τα υλικά και ηθικά κίνητρα της ιεραρχικής του ανέλιξής;

– Το τρίτο εμπόδιο, τέλος, συνοψίζεται στην παραδοχή ότι κανένας θρησκευτικός εγγραματισμός δεν επιτελείται εν κενώ, αλλά προϋποθέτει πάντοτε συγκεκριμένους κοινωνικούς θύλακες υποδοχής του. Αυτό σημαίνει ότι οι δυνατότητες ακόμα και του πιο ρηξικέλευθου Προγράμματος Σπουδών περιορίζονται δραστικά, όταν η ίδια η κοινωνία (στα μέλη της οποίας το πρόγραμμα αυτό απευθύνεται) τελεί σε πλήρη θεολογική ύπνωση: δεν κατανοεί τα στοιχειώδη του χριστιανικού δόγματος, παραγνωρίζει ως δευτερεύουσες τις προκείμενες της χριστιανικής σωτηριολογίας (ποιος πιστεύει σήμερα σοβαρά στην ύπαρξη της Κόλασης;), αρθρώνει τις ηθικές της συμβάσεις σε απόλυτη αντιδιαστολή προς το Δεκάλογο ή την επί του Όρους ομιλία και φυσικά, δεν αναμένει καμία Δευτέρα Παρουσία. Ο στοχασμός περί του μαθήματος των Θρησκευτικών οφείλει πάντοτε να συμβαδίζει με ένα ριζικό αναστοχασμό περί του νοήματος και της κοινωνικής λειτουργικότητας της Θρησκείας σήμερα. Αλλά ποιος επιδίδεται σήμερα σε έναν τέτοιον αναστοχασμό;

 

[email protected]

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!