Ο Θωμάς Κοροβίνης είναι δάσκαλος, συγγραφέας, μεταφραστής, συνθέτης, στιχουργός, τραγουδιστής, θεατρικός συγγραφέας, φίλος και…  παιδί της ζωής. Η πιο πρόσφατη κουβέντα μας έγινε στο ραδιόφωνο, Στο Κόκκινο 105,5, με αφορμή το τελευταίο του μυθιστόρημα που κυκλοφορεί, όπως άλλα δεκαπέντε βιβλία του, από τις εκδόσεις Άγρα. 

«Ο Θρύλος του Ασλάν Καπλάν» διαδραματίζεται στις μέρες της μεγάλης φωτιάς της Θεσσαλονίκης, το 1917. Μέσα σε 32 ώρες, όσο διαρκεί η φωτιά, στο χώρο ενός κέντρου διασκέδασης, ενός Καφέ Αμάν, περνούν όλα. 

Όπως συμβαίνει πάντα με τον Θωμά, περιπλανηθήκαμε σε διάφορα πεδία κοινού ενδιαφέροντος. Μερικά αποσπάσματα ακολουθούν… 

Σ.Ε.: Στον γραπτό σου λόγο, πολλές φορές και στον προφορικό, χρησιμοποιείς μία μεικτή «διάλεκτο» η οποία μαζί με τα ελληνικά έχει πολλές λέξεις τούρκικες και οθωμανικές. 

Θ.Κ.: Και άλλες εκφράσεις του λαϊκού λόγου ή παρμένες από παροιμίες ή κομμάτια από το δημοτικό τραγούδι ή απόηχους παλαιότερων μορφών της γλώσσας που εκπίπτουν. 

Σ.Ε.: Από τα παλιότερά σου βιβλία είναι οι τούρκικες παροιμίες που είχες μεταφράσει στα ελληνικά. Και χρησιμοποιείς πολλές τούρκικες παροιμίες στα γραπτά σου… 

Θ.Κ.: Και ελληνικές παροιμίες. Και κοινές. Καμιά φορά μπορεί να βάλω και μία σλάβικη που έχει μείνει. Το ψάχνω. Σημασία δεν έχει τίνος είναι, αλλά πώς λειτουργεί μέσα στη γλώσσα αυτός ο λαϊκός λόγος.  

Σ.Ε.: Το υπογραμμίζω γιατί είναι ένα χαρακτηριστικό σου γνώρισμα και γιατί μπορεί να το κάνει μόνο ένας άνθρωπος που είναι βαθύς γνώστης αυτής της γλώσσας… 

Θ.Κ.: Πρέπει να είσαι ψημένος. 

Σ.Ε.: Είναι ενδιαφέρον να βγάζεις τον «Ασλάν», σε μια εποχή που οτιδήποτε προέρχεται από την οθωμανική Ανατολή, μέσα στις εθνικιστικές εξάρσεις της Θεσσαλονίκης, μπορεί κάποιοι να το δουν εχθρικά.  

Θ.Κ.: Καχύποπτα, ίσως. Όχι όλοι. 

Σ.Ε.: Πηγαίνεις κόντρα τουλάχιστον σ’ αυτό το ρεύμα, γιατί η Θεσσαλονίκη δεν είναι μόνο αυτό.  

Θ.Κ.: Εγώ δεν είμαι αυτό που λειτουργεί τώρα στη Θεσσαλονίκη. Μιλώντας προσωπικά, και δεν είμαι μόνος μου, υπάρχουν και άλλες περιπτώσεις ανθρώπων του πολιτισμού που αντιδράσανε και αντιδρούν. Εγώ το έκανα. Ανέκαθεν. Μερικές φορές πήγαινα στην ΕΡΤ και δεν με άφηναν να μιλήσω, επί Ψωμιάδη και Παπαγεωργόπουλου. Προφύλαξέ μας, έλεγαν οι δημοσιογράφοι. Παιδιά, τι να σας προφυλάξω, εγώ δεν κάνω καριέρα. Η δουλειά μου είναι να θίξω και τα κακώς κείμενα. Και να δώσω και συνευθύνη στους συμπολίτες μου.  

Γι’ αυτά τα έκτροπα που φτάσαμε τώρα, υπάρχουνε προηγούμενα. Είναι μια νοερή συνέχεια αλυσιδωτή, από τον καιρό του Λαμπράκη, και πριν. Κι ένας άνθρωπος που έχει το θάρρος του λόγου κι έτσι πρέπει να είμαστε όλοι μας, όλοι μας!, όχι μόνο αυτοί που είναι στα γράμματα και στη μουσική, όλοι!, θα πρέπει να μιλάει. Δηλαδή, ποια είναι η δουλειά μας; Πρέπει να το θεωρεί κανείς φυσικό, ότι πρέπει να μιλάμε! Και οι δάσκαλοι… 

Σ.Ε.: Ειδικά σε μια τέτοια εποχή το έχουμε ανάγκη. Να κρατηθεί μια ισορροπία, αλλιώς μας πήρε ο διάολος.  

Θ.Κ.: Και το προσφυγικό μας το εκτιμάμε και τις καταγωγές από τις σπουδαίες ρίζες τις μικρασιάτικες που έχουμε όλοι, οι Πόντιοι, οι Θρακιώτες, οι Σμυρνιοί. Έχουμε περηφάνια γι’ αυτό, αλλά να μην μας οδηγήσει σε ένα στρεβλό υπερπατριωτισμό, που καταλήγει σε φαινόμενα τέτοιου τύπου, ακραίου εθνικισμού, επικίνδυνου και απωθητικού στο σύνολό του, που ξέρεις περίπου, προβλέπεις ότι αν οξυνθεί παραπάνω καλές μέρες δεν θα έχει παρακάτω. Και δεν είναι μόνο Θεσσαλονίκης φαινόμενο, είναι σχεδόν πανελλήνιο.  

Σ.Ε.: Και δεν πρέπει καθόλου να το συγχέουμε με τον πατριωτισμό… 

Θ.Κ.: Πατριώτες είμαστε όλοι, αγαπάμε την πατρίδα μας… 

Σ.Ε.: Οι πιο δημιουργικοί, αυτοί που με το έργο τους ενισχύουν συνεχώς και εμπλουτίζουν αυτό που αποκαλούμε ελληνικό πολιτισμό είναι εκ φύσεως πατριώτες. Ο τσαμπουκάς δεν είναι έκφραση πατριωτισμού. Μην τρελαθούμε. Η έννοια του πατριωτισμού εμπεριέχει ευγένεια, αγάπη, ηρωισμό, όραμα… 

Θ.Κ.: Ο Παπαδιαμάντης είχε γράψει, προβλέποντας τι θα συμβεί με την περίπτωσή του, ότι «θα παραποιήσουν τα αισθήματά μου απέναντι στην πατρίδα και τον πατριωτισμό μου θα τον γραφικοποιήσουν και θα διαστρεβλώσουν αυτή την αγάπη». Καταλάβαινε τους κινδύνους ο Παπαδιαμάντης, που ήταν οξύνους.  

Αριστερά και εθνικισμός 

Σ.Ε.: Πολλοί στην Αριστερά δεν το έχουν πιάσει σωστά αυτό. Ενώ η Αριστερά αγωνίστηκε και πλήρωσε με πολύ αίμα και θυσίες τον πατριωτισμό, αφέθηκε ο ποντιακός χώρος να αλωθεί και να καταλήξει στα χέρια της Δεξιάς και της Άκρας Δεξιάς. Από ένα σημείο, η νεότερη εκδοχή της Αριστεράς οριοθέτησε στενά τον πατριωτισμό, μεγάλο λάθος, αφήνοντας στην τύχη του ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του Ελληνισμού, όπως είναι οι Πόντιοι… 

Θ.Κ.: Έγινε κατά ένα τρόπο ψυχολογικής αμύνης, επειδή οι άλλοι τον πουλούσαν τον πατριωτισμό. Για ναν αποφύγουν αυτή την ταύτιση οι αριστεροί, από τη δεκαετία του ’60, είπαν να μην λέμε ότι είμαστε κι εμείς πατριώτες.  

Σ.Ε.: Έπαιξε καταλυτικό ρόλο η χούντα που ξεφτίλισε κάθε έννοια πατριωτισμού. 

Θ.Κ.: Η χούντα κατέστρεψε και το δημοτικό τραγούδι το οποίο είναι ο μεγαλειώδης θησαυρός μας. Μετά πάμε στο ρεμπέτικο που έγινε κι αυτό παρακαταθήκη, πολιτιστική κληρονομιά. Έχουμε τον τσάμικο, έναν εκπληκτικό χορό λεβέντικο που γίνεται στα χέρια της χούντας καρναβάλι κι αρχίζουμε να αρνούμαστε το δημοτικό τραγούδι, την παράδοσή μας. Μ’ αυτή την έννοια, τέτοιου είδους άλωση και δήωση του πολιτισμού, και της πολιτικής στην ευρύτητά της μέσα στο λαό, όπως αυτό που ανέφερες πριν και είναι επικίνδυνο σημείο, για τον ποντιακό χώρο, μας οδηγεί σε στρεβλώσεις. Δηλαδή, αρνούμαστε ένα κομμάτι από την ταυτότητά μας επειδή κάποιοι μπαίνουν μέσα κι αλωνίζουν. Φταίει η Αριστερά σ’ αυτά.  

Σ.Ε.: Αναφέρομαι στην οργανωμένη Αριστερά. Από την πλευρά μας, όντας αριστεροί, προσπαθήσαμε την εποχή που ήμασταν στη δισκογραφία, με τις παραγωγές που κάναμε, και με το περιοδικό που βγάλαμε, το «ντέφι», να αναδείξουμε και να αποκαταστήσουμε αυτά τα στοιχεία του πολιτισμού. Και στο Λυκαβηττό ανεβάσαμε και τον Κόρο και τον Μόσχο και τον Βασιλόπουλο και τον Σιάτρα… 

Θ.Κ.: Και τον μεγάλο Μανώλη Αγγελόπουλο… 

Σ.Ε.: Και βάζαμε εξώφυλλα στο «ντέφι» τους κλαρινίστες, παίξαμε ένα ρόλο στην αποενοχοποίηση γύρω από το παραδοσιακό τραγούδι, στο να ξαναδεί ο προοδευτικός, ο αριστερός κόσμος, το δημοτικό τραγούδι απαλλαγμένο από το στίγμα της χούντας. 

Συνευθύνη 

Θ.Κ.: Στέλιο, όμως, να σε ρωτήσω, κάτι πάνω σ’ αυτό που νομίζω ότι έχει σημασία. Θα χρειαζόμαστε πάντα νουθεσίες και προπαιδεία για το λαό; Θα μου πεις τώρα, υπάρχουνε στρεβλώσεις ιστορικές, υπάρχει παραπληροφόρηση, υπάρχει ο καταπέλτης των ειδήσεων που έρχονται από παντού και δεν προλαβαίνει ο άλλος να ξεδιαλέξει. Δεν υπάρχει ευθύνη στον ίδιο το λαό; Τι είναι αυτό που λέμε λαός, είναι μια μάζα που φέρεται και βάλλεται; Είναι ένας πολτός; Έχουμε ένα προηγούμενο, ένα μπάκγκραουντ, το οποίο δεν μας επιτρέπει να είμαστε τόσο ανεύθυνοι και φερόμενοι και βαλλόμενοι. Θα έπρεπε να γίνει κατανοητό αυτό, αλλά αυτό προϋποθέτει γνώση, παιδεία, ενδιαφέρον για μελέτη. Να μην ντρέπεσαι για την ταυτότητά σου, γιατί φτάσαμε να ντρεπόμαστε που είμαστε από χωριά, να ντρεπόμαστε που είχαμε παππού ψαρά. Έχουμε και τέτοια φαινόμενα μικροαστικά και νεοπλουτίστικα, χυδαία και φρικτά. 

Σ.Ε.: Δεν θα αρνηθώ την ευθύνη που έχει ο κάθε άνθρωπος να υπερασπιστεί τις αξίες, αλλά ταυτόχρονα θα πρέπει να αποδίδουμε μεγαλύτερη ευθύνη στις πνευματικές ηγεσίες, δηλαδή στους ανθρώπους που κατέχουν αυτή τη γνώση στην οποία αναφέρεσαι και επίσης κατέχουν τους μηχανισμούς της επικοινωνίας και κατευθύνουν τις κοινωνίες.  

Θ.Κ.: Μην ξεχνάς ότι δεν είναι όλοι οραματιστές, ότι δεν έχουνε ενόραση, δεν έχουνε πραγματική αγάπη και ενδιαφέρον γι’ αυτό που λέμε λαός και λαϊκός πολιτισμός, γιατί έχουν άλλους στόχους που άλλοτε τους κρύβουνε, κι άλλοτε δια γυμνού οφθαλμού αποκαλύπτονται. Και ότι υπάρχει και έλλειμμα προπαιδείας, πολύ μεγάλο.  

Υπάρχουνε και ορισμένα άλλα λάθη της Αριστεράς. Τι δεν κοίταξε και τι αρνήθηκε χωρίς να το έχει σκεφτεί. Ήταν αρνητές του ρεμπέτικου. Ο μεγάλος Βάρναλης πήγαινε σε ταβέρνες. Τι άκουγε, όμως; Αστικό τραγούδι της Πλάκας. Δεν γούσταρε τον Μάρκο. Ξέρεις και τους μεγάλους καβγάδες για το λαϊκό τραγούδι στην «Επιθεώρηση Τέχνης»…  

Σ.Ε.: Δεν είναι όλες οι εποχές ίδιες. Όπως μου λέει ο Αλέξης Πάρνης, μην συγκρίνουμε αυτό που λέμε Αριστερά σήμερα με την Αριστερά εκείνης της εποχής. Οι άνθρωποι οι οποίοι ήτανε άλλοι στα ξερονήσια, άλλοι πρόσφυγες στο εξωτερικό κι άλλοι τόσοι και παραπάνω ήτανε κάτω από το χώμα. Και όλοι όσοι ήταν έξω ζούσαν υπό διωγμό. Γι’ αυτό είχανε διαφορετικά κριτήρια. Αλλά μεταγενέστερα, σε εποχή πιο ομαλή που υπάρχει η δυνατότητα ψύχραιμης προσέγγισης και επανεξέτασης, εκεί αναζητάς ευθύνες, στην καθυστέρηση να επανεκτιμήσει κανείς τα πράγματα. Εγώ αντιλαμβάνομαι ότι όταν ο άλλος είναι στο βουνό και πολεμάει με τον φασίστα απέναντι, ίσως δεν μπορεί να τον εκφράσει ο Μάρκος. 

Θ.Κ.: Η ευθύνη, τότε, για να συμφωνήσουμε, είναι κυρίως από τη μεριά της Αριστεράς, γιατί δεν ζούμε στην εποχή που η Δεξιά είχε και δυο-τρία αναστήματα, σαν τον Θεοτοκά, που δεν είναι και δεξιός τόσο πολύ, ή τον Τσάτσο, τον Ράλλη και τον Κανελλόπουλο, που είχαν και διάνοια. Τώρα, και στην Αριστερά έχουμε έλλειμμα διανοίας, αν συμφωνείς. Τη Δεξιά δεν τη συζητάμε, δεν έχει… 

Σ.Ε.: Η Δεξιά είχε ακόμα σπουδαίους ανθρώπους στη δεκαετία του 1960 και του 1970, αλλά αυτό σιγά-σιγά έσβησε. Και είναι κι αυτό μέρος της γενικότερης κρίσης, γιατί μία κοινωνία όταν υποβιβαστεί, υποβαθμιστεί στο πνευματικό επίπεδο, αυτό δεν αγγίζει μόνο το προοδευτικό κομμάτι της κοινωνίας, αγγίζει και το άλλο της κομμάτι, επηρεάζει το όλον της κοινωνίας. Υπάρχουν περίοδοι διεθνώς που οι διανοούμενοι της αστικής τάξης κρατούνε τις κοινωνίες σε ψηλό πνευματικό επίπεδο. Εδώ τώρα έχουμε πολύ μεγάλο έλλειμμα, αλλά αυτή είναι μεγάλη συζήτηση.  

Έρωτας και υπόκοσμος 

Σ.Ε.: Το βιβλίο σου έχει ενδιαφέρον ιστορικό, λογοτεχνικό και λαογραφικό… 

Θ.Κ.: Και αισθησιακό! 

Σ.Ε.: Αισθησιακό! Βάζεις το ερωτικό στοιχείο με μεγάλη ένταση και περιγράφεις ερωτικές σκηνές πολύ παραστατικά. Δεν θέλω να χρησιμοποιήσω απρεπείς εκφράσεις για το ραδιόφωνο, αλλά καταλαβαίνει κανείς τι εννοώ. Σε μερικά βιβλία σου βγαίνει κι αυτή η βία που ενυπάρχει στους χώρους που περιγράφεις, π.χ. στα πορνεία.  

Θ.Κ.: Ιδεολογικές κόντρες… 

Σ.Ε.: Και ταξικές συγκρούσεις…  

Σ.Ε.: Βάζεις χαρακτήρες, όπως και στην «Φαχισέ Τσίκα», από τον υπόκοσμο. Έχεις και μια αδυναμία στον υπόκοσμο.  

Θ.Κ.: Τον περιθωριακό κόσμο και βάζω και υποκοσμικούς. Βάζω κάτι γκάνγκστερ… 

Σ.Ε.: Κάτι μαχαιροβγάλτες, κάτι νταβατζήδες… 

Θ.Κ.: Και βάζω κι ένα ηθικό πρόσωπο να αντιστέκεται σ’ αυτούς, όπως είναι ο Ασλάν Καπλάν. Ερωτιάρης και μάγκας, αλλά εναντίον των νταβατζήδων.  

Σ.Ε.: Μια και το έφερε η κουβέντα, γιατί άλλαξες τον τίτλο του βιβλίου στη θεατρική του εκδοχή; 

Θ.Κ.: Γιατί αν είναι να το παίξουμε στην Πόλη, που υπάρχει μεγάλη πιθανότητα, στο Ζωγράφειο ίσως, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί η λέξη «φαχισέ» που σημαίνει πόρνη, στην ομογένεια μας δεν θα ακουστεί καλά, γι’ αυτό το έκανα «Η Ευθαλία του Γαλατά», που έτσι κι αλλιώς είναι η πρωταγωνίστρια του έργου. 

Σ.Ε.: Κάπου αυτός ο «κόσμος» με παραπέμπει στον Γιασάρ Κεμάλ, τον τουρκόφωνο Κούρδο συγγραφέα που λατρεύω. Έχει ασχοληθεί μ’ αυτό τον περιθωριακό κόσμο. 

Θ.Κ.: Κυρίως λαϊκούς τύπους έχει. Κι ο Αζίζ Νεσίν έχει. Νομίζω ότι ο Γιασάρ Κεμάλ είναι ο λάτρης του ανατολικού κόσμου. Αναδεικνύει τον χωριάτη, τον εργάτη της γης. Όμως, είναι και άνθρωπος της Πόλης, βάζει και τέτοιους χαρακτήρες, γιατί η Πόλη είναι αρχηγός σ’ αυτά, στον υπόκοσμο. Και μην ξεχνάμε τον μεγάλο Νταλγκά, τον Αντώνιο, με τα σπουδαία τραγούδια, «δεν πάω πια στο Γαλατά…», το χασικλίδικο τραγούδι της Πόλης.  

Κατ’ εμέ, ο Γιασάρ Κεμάλ είναι ο σημαντικότερος Τούρκος συγγραφέας. Απορώ πως ο Ορχάν Παμούκ δεν έκανε καμία αναφορά σ’ αυτόν. Αυτός έπρεπε να έχει πάρει το Νόμπελ. Γιατί είναι κορυφή. 

Σ.Ε.: Είναι, όμως, Κούρδος! 

Θ.Κ.: Είναι Κούρδος, είναι κομμουνιστής και είναι ο μέγιστος συγγραφέας, ισάξιος με τα μεγάλα μεγέθη της Ρωσίας και της Ευρώπης.  

 

Χωρίς χάπι εντ 

Σ.Ε.: Η πολυπολιτισμικότητα της Θεσσαλονίκης, όπως την περιγράφεις, εξακολουθεί να υπάρχει και μετά το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων, παρ’ όλο που αρχίζει να πραγματοποιείται μία φανερό ή καλυμμένη εθνοκάθαρση; 

Θ.Κ.: Βέβαια. Σε μικροκλίμακα, σε αντιστοιχία με τη Σμύρνη, η οποία είναι πολυπολιτισμική και, μάλιστα, σε αγαστή αρμονία για πάρα πολλά χρόνια, όσο καμία άλλη πόλη. Λίγο παρακάτω είναι η Αλεξάνδρεια. Η Κωνσταντινούπολη είναι κάτι άλλο ως φαινόμενο… Όλες οι μεγάλες οθωμανικές πόλεις είναι πολυπολιτισμικές. Το ιμπέριουμ. Επιβιώσεις αυτού του φαινομένου πρόλαβα κι εγώ. Στο Καπάνι μιλούσανε τουρκικά και σέρβικα και μέσα στο Μοδιάνο μιλούσαν εβραίικα, στη δεκαετία του ’60. Αυτό εκλείπει σιγά-σιγά.  

Στην Κωνσταντινούπολη, στο Γιουκσέ Καλντερίμι, στο δρομάκι που κατεβαίνει, από το τούνελ, το τέρμα της Ιστικλάλ, που έχει τα μουσικά είδη, είχα φίλο ένα Εβραίο Πολίτη, Ισταμπουλού, ο οποίος πουλούσε δίσκους γραμμοφώνου… 

Σ.Ε.: Απ’ αυτόν είχες πάρει ένα δίσκο 33 στροφών του Ζεκί Μουρέν που μου έκανες δώρο πριν από είκοσι χρόνια, με αφιέρωση στο εξώφυλλο; 

Θ.Κ.: Ναι, ναι! Αυτός, λοιπόν, μιλούσε τουρκικά, ελληνικά, εβραϊκά, γαλλικά, ιταλικά και βλαχορουμάνικα. Ένας έμπορος της αγοράς που εκφράζει τη διαπολιτισμική πόλη τού άλλοτε κατά τη δεκαετία του ’90.  

Σ.Ε.: Στη Θεσσαλονίκη, λοιπόν, εξακολουθεί να υπάρχει η ποικιλία μετά τους πολέμους του 1912-13; 

Θ.Κ.: Ναι, υπάρχει. Οι Εβραίοι κρατούσαν το εμπόριο. Το ’17 δεν είχανε φύγει όλοι οι Τούρκοι, αλλά είχαν υποβαθμιστεί από κυρίαρχοι. Με τη συμφωνία της Λωζάννης, το 1923-24 εξαναγκάζονται ή φεύγουν από μόνοι τους με βαριά ψυχή, γιατί η Θεσσαλονίκη είναι 500 χρόνια πατρίδα και των Τούρκων που ζούσαν εκεί και την αγαπούσαν. Το ’17, η βασική σύνθεση του πληθυσμού της Θεσσαλονίκης, είναι Εβραίοι και γυρισμένοι Εβραίοι σε μουσουλμάνους, δηλαδή ντονμέδες, Οθωμανοί Τούρκοι, Ρωμιοί και λίγοι Βούλγαροι και Ρουμάνοι. 

Σ.Ε.: Και τα ξένα στρατά! 

Θ.Κ.: Τα ξένα στρατά είναι στρατός κατοχής. Έχει σχεδόν τριπλασιαστεί ο πληθυσμός της Θεσσαλονίκης, από 100 σε 300 χιλιάδες! Έχουμε και τους Κρητικούς που τους φέρνει ο Βενιζέλος. Αυτό το βιβλίο, λοιπόν, είναι ένα λαϊκό μυθιστόρημα, αλλά είναι νεοϊστορικό. Μια τοιχογραφία διαπολιτισμικού χαρακτήρα της πόλης, μέσα στην καθημερινότητα που της προσδίδει χαρακτήρα κινηματογραφικό, σαν να βλέπεις μια ταινία, και όχι να διαβάζεις ένα βιβλίο.  

Σ.Ε.: Και είναι ταυτόχρονα ένα ερωτικό δράμα. 

Θ.Κ.: Ερωτικό δράμα. Θέλουμε να δείξουμε ότι ο απόλυτος έρως οδηγεί στη στάχτη.  

Σ.Ε.: Δεν είσαι υπέρ του χάπι εντ. 

Θ.Κ.: Τίποτα δεν έχει χάπι εντ. Αφού κι η ζωή μας δεν έχει. Μόνο τα ψεύτικα έργα δίνουνε χάπι εντ.  

Σ.Ε.: Ποιος ξέρει, μπορεί ο σοσιαλισμός και οι μεγάλοι έρωτες να είναι μπροστά! 

Θ.Κ.: Μακάρι, μακάρι, για το καλό της ανθρωπότητας.  

 

Η μετρέσα 

Σ.Ε.: Εσύ δίδαξες τόσα χρόνια στην Πόλη, έμαθες και τούρκικα, είχες και την αγάπη για την Ανατολή, το κουσούρι το είχες, μπήκες στην εκπαίδευση, έχεις γνώση της κατάστασης. Προσωπικά ανησυχώ πολύ για την τύχη των σχολείων μας στην Πόλη. Μου έρχονται ανησυχητικά μηνύματα. Φοβάμαι ότι δεν θα βρεθούνε οι καλύτερες λύσεις επειδή πολιτική για την Κωνσταντινούπολη δεν υπήρξε ποτέ.  

Θ.Κ.: Όχι. Υπήρξε μία μόνιμη μειοδοτική πολιτική. Και έλλειψη διπλωματικής εγρήγορσης και επέμβασης. Μετά από ένα περιστατικό στο Προξενείο, κατάλαβα από νωρίς ότι η γραμμή του ελληνικού κράτους είναι τύπου «Γκάντι», δηλαδή, παθητική αντίσταση!  

Σ.Ε.: Τώρα, έχεις κανένα άλλο γραφτό υπόψη σου; 

Θ.Κ.: Έχω κάμποσα. Ένα θέμα είναι το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι στη Θεσσαλονίκη, του 20ου αιώνα. Τη βάση του την έχω φτιάξει. Το ψάχνω γιατί οι συνεντεύξεις και τα στοιχεία των μέχρι πρότινος ζώντων δεν είναι πλούσια. Προσπαθώ με ό,τι έχω συγκεντρώσει, να κάνω αυτή την κατάθεση για να μείνει, γιατί η Θεσσαλονίκη, μετά τον Πειραιά, έπαιξε πολύ μεγάλο ρόλο ειδικά τα προκατοχικά χρόνια και μέσα στην Κατοχή και γενικώς λόγω προσφυγιάς. Λέω για το ρεμπέτικο ότι η Σμύρνη είναι η γιαγιά του, η Σύρα είναι η μάνα του, ο Πειραιάς είναι η σύζυγός του και η Θεσσαλονίκη είναι η μετρέσα του, η αγαπητικιά του! 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!