Την Κυριακή 12 Νοεμβρίου πραγματοποιήθηκε στο «Στέκι του Δρόμου» στη Θεσσαλονίκη (Σαρανταπόρου 45), εκδήλωση-παρουσίαση με τίτλο «Η μνήμη του Νοέμβρη». Το βιβλίο που παρουσιάστηκε ήταν του Δημήτρη Παπαχρήστου, του εκφωνητή του Πολυτεχνείου, με τίτλο «Δεν αδειάζουμε να πεθάνουμε» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Τόπος. Ομιλητές της εκδήλωσης ήταν ο Μανόλης Τασόγλου, φοιτητής της πρώτης μεταπολιτευτικής γενιάς, ο Νίκος Αναγνωστόπουλος, φοιτητής του ΔΙΠΑΕ και ο συγγραφέας Δημήτρης Παπαχρήστος.
Το λόγο πήρε πρώτος ο Μανόλης Τασόγλου. Έκανε αναφορές σε εδάφια της Βίβλου τονίζοντας την σημασία της αγάπης συσχετίζοντας ένα από τα κεφάλαια του βιβλίου με αναφορά σε αυτούς που χάθηκαν. Προσπάθησε να μεταφέρει το κλίμα της φοιτητικής νεολαίας της μεταπολίτευσης στην Ξάνθη με συνθήματα της εποχής.
Αμέσως μετά τον λόγο πήρε ο Νίκος Αναγνωστόπουλος όπου εμπνεόμενος από το βιβλίο, έκανε αναφορά για τη σημασία της μνήμης για τη δική του σημερινή γενιά και τους αγώνες που έχει να δώσει. Επισήμανε πως η εξέγερση του Πολυτεχνείου, μέσα από την όλο ζωντάνια διήγηση του συγγραφέα, λειτουργεί ως «σταθμός ανεφοδιασμού» για τους νέους ώστε να συνεχίσουν και να φτάσουν εκεί που δεν κατάφεραν οι παλαιότεροι.
Τέλος ο λόγος δόθηκε στον συγγραφέα ο οποίος παρουσίασε τα γεγονότα του τριημέρου της εξέγερσης τονίζοντας πως «κανένας μας δεν γνώριζε ότι εκείνη τη στιγμή γράφει ιστορία». Τους ρωτούσαν αν φοβόντουσαν και η απάντηση ήταν πως «όταν μοιράζεσαι τον φόβο αυτός μικραίνει». Σημείωσε πως «αυτό που άξιζε περισσότερο ήταν ότι κάναμε το τίποτα να ανθοφορήσει. Και ενώ καταλάβαμε αυθόρμητα το Πολυτεχνείο, οργανωθήκαμε σε βαθμό απίστευτο.» Περιέγραψε τις συνθήκες μέσα στον χώρο της κατάληψης, τα συναισθήματα των φοιτητών και το κλίμα που επικρατούσε στην κοινωνία. Ανέφερε περιστατικά για συναγωνιστές που είτε βασανίστηκαν είτε δολοφονήθηκαν από το καθεστώς και έκλεισε λέγοντας ότι το Πολυτεχνείο είναι ακόμα αγκάθι σημειώνοντας πως παρόλο που πέρασαν 50 χρόνια μέχρι και στις μικρές ηλικίες έχει αφήσει το αποτύπωμά του. Τότε –όπως και τώρα– το ζητούμενο είναι να νικήσουμε τον φόβο.
Ακολούθησαν ερωτήσεις και τοποθετήσεις από το κοινό. Ορισμένοι ανήκαν σε στη γενιά του Πολυτεχνείου και καταθέσαν, μεταξύ άλλων, και τις προσωπικές τους εμπειρίες. Έτσι προέκυψε μια γόνιμη συζήτηση και πολύ ενδιαφέρουσα για όλους όσους που την παρακολούθησαν.
«Η μνήμη του Πολυτεχνείου και οι μάχες του σήμερα»
Η τοποθέτηση του Νίκου Αναγνωστόπουλου στην εκδήλωση του Δρόμου για το Πολυτεχνείο
«Η παρουσίαση του βιβλίου του Δημήτρη Παπαχρήστου με τίτλο “Δεν αδειάζουμε να πεθάνουμε”, αλλά και γενικότερα ο εορτασμός των 50 χρόνων από τη μεγάλη εξέγερση του Πολυτεχνείου, ανοίγει μια ενδιαφέρουσα συζήτηση σχετικά με το χρόνο, τη μνήμη και τη σημασία της ιστορίας στη σημερινή εποχή.
Σύμφωνα με το βιβλίο, η μνήμη αποτελεί “σταθμό ανεφοδιασμού των νέων για να συνεχίσουν και να φτάσουν εκεί που δεν καταφέραμε οι παλιότεροι”. Είναι ιδιαίτερα σημαντική στη νέα γενιά, αυτή του “ζήσε το τώρα” και του «just do it», τη γενιά που, χωρίς να πιστεύει και να ελπίζει κάτι για το μέλλον, ξεχνάει το παρελθόν και καταλήγει να ζει σε ένα “μόνιμο παρόν”. Παράλληλα, ο τρόπος με τον οποίο διδασκόμαστε (ή δεν διδασκόμαστε) το παρελθόν, είναι ως μία σειρά αποστειρωμένων ιστορικών γεγονότων, απλές γιορτές με λίγα ποιήματα ή τραγούδια και ομιλίες σαν από υποχρέωση. Έτσι χάνεται η ουσία της ιστορίας, και δεν φαίνεται το αντίκτυπο που έχει στο σήμερα.
Το πάγωμα της ιστορικότητας, η εξαφάνιση του τρίπτυχου «παρελθόν-παρόν-μέλλον», είναι μια διαδικασία που, ενώ έχει ξεκινήσει τα τελευταία 30 χρόνια, δείχνει να αυξάνεται ραγδαία από την πανδημία και μετά, σε σημείο που σημαντικά γεγονότα ξεχνιούνται τελείως μετά από λίγους μήνες. Για παράδειγμα, πριν λίγα χρόνια, ο ίδιος ο πρωθυπουργός αναρωτιόταν “Τι τον νοιάζει τον 17χρονο τι έγινε με τη δολοφονία του Λαμπράκη;”. Αν και αναφέρονταν σε μια χρονική απόσταση αρκετών δεκαετιών, φτάσαμε λίγες μέρες πριν να ακούσουμε από το στόμα του υπουργού Άδωνη Γεωργιάδη “Σήμερα στην Ελλάδα πόσοι από τους συμπολίτες μας ενδιαφέρονται για την προανακριτική για τα Τέμπη;”, ενώ δεν έχει περάσει ούτε ένας χρόνος από το τραγικό γεγονός.
Φαίνεται λοιπόν πως η εξουσία προσπαθεί να μας κάνει να ξεχάσουμε γεγονότα που συγκλόνισαν ακόμα και το τελευταίο διάστημα τη χώρα (Τέμπη, πυρκαγιές, πλημμύρες), φροντίζοντας επιμελώς να μας θυμίζει το «μόνιμο παρόν» έτσι ώστε λίγο να μας νοιάζει τι έγινε και τι πρόκειται να γίνει. Και ενώ για τη γενιά της δικτατορίας η πολιτικοποίηση εμποδίστηκε δια της βίας, σήμερα αυτό συμβαίνει με όπλο την αδιαφορία.
Ο καταιγισμός από εικόνες και ειδήσεις έχει μετατρέψει –με εξαναγκαστικό τρόπο– τη γενιά μας σε παθητικούς δέκτες των τεκτονικών αλλαγών που συμβαίνουν. Φαίνεται έτσι να είμαστε άτομα χωρίς βούληση ή χωρίς δύναμη να αντιδράσουμε με κάποιον τρόπο. Ακόμη και όταν εκφράζεται η αντίδραση –και προφανώς εκφράζεται επειδή, παρ’ όλες τις δυσκολίες, η γενιά αυτή έχει συνείδηση– αυτή περιορίζεται σε πρόσκαιρα ξεσπάσματα και δείχνει να δυσκολεύεται να αποκτήσει πιο μόνιμα χαρακτηριστικά. Οι περισσότεροι που αντιδρούν σπασμωδικά συμμετέχοντας είτε σε διαδηλώσεις είτε σε διαμαρτυρίες, αυτό που αναρωτιούνται είναι «και μετά τι;». Σε όσους αγώνες γίνονται από δω και στο εξής, αυτό που προέχει είναι ένας παράλληλος αγώνας ενάντια στη λήθη. Έτσι η μνήμη χρησιμεύει όχι μόνο ως εργαλείο κατανόησης του παρόντος αλλά και ως αναγκαία προϋπόθεση για νίκη απέναντι στην αδιαφορία.
Στο βιβλίο του Δ. Παπαχρήστου, ανάμεσα στον διάλογο ενός αγωνιστή του Πολυτεχνείου και ενός νεότερου που αναφέρει με παράπονο πως δεν πρόλαβε τα γεγονότα, ο αγωνιστής του απαντά: “Δεν φταις εσύ μικρέ. Θα φταις άμα δεν μάθεις πόσο είναι το βάρος που κληρονόμησες. Στέκεται πάνω σας, θα χρειαστεί να συνεχίσετε για να το ξεφορτωθείτε”.»